Πέντε μέρες τώρα, από τη στιγμή που ξαναπάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα (πασχίζοντας να ξεπεράσω το αβάσταχτο πολιτιστικό σοκ), ακούω τις ίδιες ερωτήσεις από το πρωί ως το βράδυ. Είναι σαν παλιός δίσκος 33 στροφών, με ένα τροπάριο από τη μία πλευρά κι ένα από την άλλη:
«Πώς καταφέραμε να νικήσουμε τους Αμερικανούς;»
Και, ακόμα πιο συχνά:
«Πώς παίξαμε τόσο άσχημα στον τελικό;»
Ελα ντε! Μακάρι να ήταν εύκολη η εξήγηση. Εάν χωρούσε σε μία φράση, θα έβαζα κι εγώ τον αυτόματο πιλότο και θα έδινα στερεότυπα την ίδια απάντηση. Φταίει αυτό. Φταίει εκείνο.
Μα δεν έφταιξε μόνο ένα πράγμα.
Οσο περνούν οι μέρες και φέρνω στο μυαλό τις αναμνήσεις της Κυριακής, αισθάνομαι σα να μην έγινε ποτέ αυτό το ματς. Σα να μην εμφανίστηκε καθόλου στη «Σούπερ Αρίνα» η Εθνική μας. Πάσχιζα να βρω τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει. Ωσπου το φανέρωσε ο συνάδελφος Ηλίας Δρυμώνας, από τους παλαιούς του στερεώματος: «Ζάγκρεμπ». Ακριβώς. Ζάγκρεμπ.
Τον Ιούνιο του 1989, η (και τότε πρωταθλήτρια Ευρώπης) Εθνική Ελλάδας πέτυχε έναν άθλο παρόμοιου βεληνεκούς με το φετινό. Εριξε νοκ άουτ στον ημιτελικό την πανίσχυρη ομάδα της ΕΣΣΔ, η οποία είχε τίγρη στη μηχανή της τον Σαμπόνις και φρέσκες τις δάφνες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ. Στον τελικό, ο οποίος μάλιστα έγινε 24 ώρες αργότερα, παρουσιάστηκε αγνώριστη και γνώρισε συντριβή από τους οικοδεσπότες Γιουγκοσλάβους: 77-98. Χάθηκε το μέτρημα, η μπάλα, τα αβγά, τα καλάθια.
Οπως τότε, έτσι και τώρα, ο θρίαμβος του ημιτελικού εξάντλησε την ομάδα τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Οι μάχες με τους υπερανθρώπους από τις ΗΠΑ άδειασαν τις μπαταρίες των δικών μας και άφησαν το ρεζερβουάρ σχεδόν άδειο. Η ευφορία του ανεπανάληπτου κατορθώματος έκανε την ομάδα να αισθάνεται άτρωτη, ακριβώς τη στιγμή που ήταν (για πρώτη φορά σε ολόκληρο το Μουντομπάσκετ) ευάλωτη. Ενιωσαν τόσο βέβαιοι όλοι για την τελική νίκη, ώστε παρέλειψαν να προετοιμαστούν για τον τελικό. Δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία στους Ισπανούς ούτε σε επίπεδο προπονητικό ούτε ατομικά.
«Ποιος Ναβάρο τώρα και ποιος Γκαρμπαχόσα; Εμείς νικήσαμε τον Λεμπρόν και τον Ουέιντ». Δεν τόλμησε βέβαια να αρθρώσει κανείς τέτοιον αφορισμό, αλλά υπήρχε στο μυαλό όλων. Η ομάδα βάλθηκε να ονειρεύεται τα πανηγύρια του τελικού πολύ πριν σχεδιάσει τα αγωνιστικά της πλάνα. Η αυτοσυγκέντρωση και η ηρεμία πήγαν περίπατο. Το μυαλό και το κορμί κατέβασαν ταχύτητα.
Οσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, ο τραυματισμός του Γκασόλ έδωσε το τελειωτικό χτύπημα όχι στους Ισπανούς, αλλά στους Ελληνες. Πλήρης η ομάδα από την Ιβηρική θα προξενούσε όχι φόβο, αλλά οπωσδήποτε συσπείρωση και προβληματισμό. Δίχως το μεγάλο της αστέρι, έμοιαζε με εύκολη λεία. Οι δικοί μας ξέχασαν πόσο πιο αποφασιστικοί έγιναν μόλις χτύπησε ο Ζήσης και υποτίμησαν έναν αντίπαλο που βρισκόταν (για να δανειστώ τα λόγια Αμερικανού συναδέλφου) «σε ιερή αποστολή». Συν τοις άλλοις, τους σοβαρούς και άψογα οργανωμένους Ισπανούς οιστρηλατούσαν οι δαίμονες του παρελθόντος, η κατάρα της δεύτερης θέσης.
Η Εθνική μας δεν είδε τον κίνδυνο. Βιάστηκε να τελειώσει τη δουλειά μια ώρα αρχύτερα. Ο λευκός ελέφαντας στη μέση του δωματίου τα έβλεπε αυτά και χαμογελούσε. Οταν πέσαμε όλοι μαζί πάνω του, ήταν πολύ αργά για δάκρυα.