Κατέβαλα τρομερή προσπάθεια την Κυριακή το βράδυ για να παρακολουθήσω από την τηλεόραση τους αγώνες ΟΦΗ-Ολυμπιακός και Πανιώνιος-Παναθηναϊκός. Θεέ μου, τι μαρτύριο ήταν αυτό! Εκατόν ογδόντα (και βάλε...) λεπτά χωρίς ρυθμό, χωρίς δημιουργία, χωρίς φαντασία, χωρίς τίποτα... Ενα αθλητικό τηλεοπτικό θέαμα που είμαι βέβαιος πως δεν μπορεί να συγκινήσει κανέναν. Ούτε καν τους σούπερ φανατικούς, αυτούς που κάνουν ενέσεις, όχι για το ποδόσφαιρο, αλλά για τις υποτιθέμενες μεγάλες ελληνικές ομάδες. Τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ...

Τίποτα λοιπόν δεν είναι τυχαίο. Υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα. Οι ελληνικές ομάδες δεν παίζουν μπάλα και αυτός είναι ο λόγος που κάθε χρόνο πάνε όλο και χειρότερα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ολυμπιακός έχασε 4-2 από τη Βαλένθια, η ΑΕΚ 3-0 από τη Μίλαν και ο Παναθηναϊκός παραχώρησε ισοπαλία στη Μέταλουργκ, μια ομάδα που εμφανίσθηκε στο ευρωπαϊκό προσκήνιο ουσιαστικά από το πουθενά.

Από την άποψη αυτή, αλλά και με βάση τα εισιτήρια που κόβονται κάθε Σαββατοκύριακο στους αγώνες πρωταθλήματος, θα έλεγε κανείς με σιγουριά ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν πουλάει. Μόνο που αυτή είναι μια άποψη η οποία δεν δικαιώνεται σε όλες τις εμπορικές εμφανίσεις του αντικειμένου. Ή τουλάχιστον δεν δικαιώνεται στον βαθμό που, με βάση τα δεδομένα, θα περίμενε κανείς.

Για παράδειγμα, ο αγώνας πρωταθλήματος του προπερασμένου Σαββατοκύριακου, ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ, συγκέντρωσε κατά μέσο όρο την προσοχή 750.000 τηλεθεατών, που είναι ένα νούμερο παραπάνω από ικανοποιητικό σε σχέση με την ποιότητα του προϊόντος και τη μέση τηλεθέαση της κρατικής τηλεόρασης, η οποία μεταδίδει φέτος τα ματς του Ολυμπιακού. Όμως αυτοί οι 750.000 τηλεθεατές μπορεί να ανεβάζουν κάπως τα γενικότερα νούμερα τηλεθέασης της ΕΡΤ, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπόσχονται ότι είναι δυνατόν να συμβάλουν στην προσέλκυση της διαφήμισης που απαιτείται, προκειμένου η κρατική τηλεόραση να αποσβέσει το τεράστιο (για τα ελληνικά δεδομένα) τίμημα που κατέβαλε για την απόκτηση των δικαιωμάτων μετάδοσης.

Αρα, λοιπόν, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η δημοφιλέστερη ομάδα του πρωταθλήματος, ο Ολυμπιακός, έχει μια σχετική μόνο εμπορικότητα, η οποία δεν μπορεί να είναι καθόλου άσχετη με την ποιότητα του ποδοσφαίρου που παίζει, το χαμηλό επίπεδο ανταγωνισμού στο πρωτάθλημα και την όλη αξιοπιστία του ελληνικού ποδοσφαίρου, που σίγουρα δεν βρίσκεται και τόσο ψηλά. Αλλά κυρίως αυτή η εμπορικότητα εκφράζεται με τον παραπάνω τρόπο διαμέσου των τηλεοπτικών μετρήσεων, επειδή ο Ολυμπιακός (αλλά και όλες οι ελληνικές ομάδες...) αδυνατεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον όλων εκείνων που, εν τέλει, διαμορφώνουν τις μεγάλες τηλεθεάσεις. Δηλαδή, της νοικοκυράς, της εργαζόμενης γυναίκας, του παππού, της γιαγιάς, της οικογένειας...

Με λίγα λόγια, η εμπορικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι σχετική, επειδή η πελατεία του (είτε στα γήπεδα είτε στην τηλεόραση) προέρχεται κατά βάση από τον ανδρικό πληθυσμό και ειδικότερα, όχι από τους λάτρεις του αθλήματος, αλλά από τους φανατικούς οπαδούς των ομάδων -εκείνους δηλαδή που δεν ενδιαφέρονται και τόσο για το καλό θέαμα, όσο για τη νίκη του γαύρου, του βάζελου ή της «χανούμισσας».

Αντίθετα, οι αγώνες της Εθνικής ομάδας μπάσκετ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων που διαμορφώνουν τις μεγάλες τηλεθεάσεις και ταυτόχρονα ανήκουν σ' εκείνα τα «τάργκετ γκρουπ» (για να ζητήσουμε με τους όρους της διαφημιστικής αγοράς) που εγγυώνται υψηλή κατανάλωση -άρα αξίζουν να βομβαρδιστούν με διαφημιστικά μηνύματα. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που οι μεταδόσεις των αγώνων αυτών, αν και έγιναν σε πολύ αντιεμπορικές ώρες, τελικά και μεγάλα νούμερα έγραψαν και σημαντικό αριθμό διαφημίσεων τράβηξαν.

Αυτό που αποτυπώθηκε όμως με σαφήνεια τόσο στις μετρήσεις τηλεθέασης όσο και στα έσοδα από διαφημιστικά σποτ δεν βρήκε παρά ελάχιστη απήχηση στις προτιμήσεις των 10 αθλητικών εφημερίδων που εκδίδονται στην πρωτεύουσα. Μέχρι η Εθνική μας ομάδα να νικήσει και τη Γαλλία και να προκριθεί στα ημιτελικά του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, τα κατορθώματά της ποτέ δεν έγιναν πρώτο θέμα σε κάποιες από αυτές. Μόνο εν όψει του ημιτελικού με τις ΗΠΑ και φυσικά μετά τον ανεπανάληπτο θρίαμβο και την πρόκριση στον τελικό, οι αθλητικές εφημερίδες ξέχασαν για λίγο το ποδόσφαιρο και ξεσάλωσαν με το μπάσκετ, με αποτέλεσμα να αναρωτιέται κανείς: πώς δικαιολογείται τόση μονομέρεια και τόση υποβάθμιση γεγονότων που υπερβαίνουν κατά πάρα πολύ την ελληνική αθλητική καθημερινότητα;

Η εξήγηση βρίσκεται στη σύνθεση του αναγνωστικού κοινού των αθλητικών εφημερίδων, το οποίο αποτελείται από τον σκληρότερο πυρήνα των φανατικών οπαδών, όχι του ποδοσφαίρου, αλλά των λεγόμενων μεγάλων ελληνικών ομάδων. Είναι δηλαδή το... απάνθισμα του ίδιου κοινού που διαμορφώνει τις τηλεθεάσεις των αγώνων πρωταθλήματος και τη σχετική (όπως εξήγησα προηγουμένως) εμπορικότητα των ελληνικών ομάδων. Μιλάμε δηλαδή για έναν κόσμο που σ' ένα μεγάλο ποσοστό του ακόμα και τα κατορθώματα της Εθνικής μπάσκετ τα βλέπει μέσα από το πρίσμα του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού και χαίρεται ή μένει αδιάφορος (και αρνητικός καμιά φορά...) ανάλογα με το πόσοι και ποιοι παίκτες από αυτές τις ομάδες απαρτίζουν το εθνικό μας συγκρότημα!

Δέκα αθλητικές εφημερίδες πουλάνε εδώ και καιρό νούμερα που ούτε καν τα είχε φαντασθεί πριν από λίγα χρόνια ο αθλητικός Τύπος -νούμερα τα οποία, μα την αλήθεια, ζηλεύουν σχεδόν όλες οι καθημερινές πολιτικές εφημερίδες. Κι όλα αυτά ενώ προβάλλουν προνομιακά το ποδόσφαιρο σε μια εποχή που οι ελληνικές ομάδες πάνε από το κακό στο χειρότερο.

Όπως και να το κάνουμε, το γεγονός αυτό ισοδυναμεί με θαύμα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και τον μεγαλύτερο θρίαμβο της πολιτικής των αθλητικών εφημερίδων, που δικαίως σου λένε: ποια Εθνική μπάσκετ, ποιος στίβος, ποιο κολύμπι και πράσινα άλογα... Το ποδόσφαιρο να 'ναι καλά (σκεφθείτε να ήταν κιόλας...). Α, και το στοίχημα!

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ποδόσφαιρο είναι ο βασιλιάς των σπορ και άρα ικανό να πουλάει ακόμα και όταν παραπαίει. Όμως, για να κάνει την υπέρβαση, χρειάζεται εκείνη την κρίσιμη πλειοψηφία του κοινού, που μέχρι τώρα αποστρέφει το πρόσωπό του, με φυσική συνέπεια να εγκλωβίζεται ως άθλημα, αλλά και ως επιχείρηση αθλητικού θεάματος στους «αρρώστους» που, κατά μια άποψη, δεν απέχουν και πολύ από το να θεωρούνται ως ανώφελο αθλητικό περιθώριο!

Υπάρχει σήμερα κανείς που να είναι αποφασισμένος να βγάλει το ποδόσφαιρο από αυτή την ιδιότυπη κοινωνική απομόνωση; Η Σούπερ Λίγκα είπαν ότι τάχα θα πήγαινε τα πράγματα μπροστά. Η ίδια η κυβέρνηση της έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά και οικονομική στήριξη μέσω ΕΡΤ, βέβαιη ότι κανείς δεν τολμάει να πάει κόντρα στο δημόσιο αίσθημα, το οποίο... μονοπωλούν οι ομάδες του ποδοσφαίρου.

Παλιές αντιλήψεις, κλασικές συνταγές με εξασφαλισμένη την αποτυχία. Τουλάχιστον ας ανοίξουν κάποιοι άλλοι τα μάτια τους, όσο είναι καιρός. Για παράδειγμα το μπάσκετ, που ενώ έχει μπροστά του το θείο δώρο της Εθνικής ομάδας, με διαλυμένο το πρωτάθλημα ελπίζει μόνο στην Ευρωλίγκα. Και η αθλητικές εφημερίδες φυσικά, οι οποίες, αντί να πουλάνε πώρωση και σκοπιμότητα, κάποια στιγμή θα πρέπει να υποδείξουν νέους δρόμους ώστε να αποκτήσουν κι αυτές σταθερότερα στηρίγματα.
Το χθεσινό τόλμημα της «SportDay» («Σούπερ νύστα» ο πρώτος της τίτλος) ας ελπίσουμε ότι θα βρει μιμητές...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube