Οταν η ισπανική αρμάδα επιτέθηκε στο αγγλικό ναυτικό, υπέστη ιστορική καταστροφή. Οχι τόσο στην κύρια σύγκρουση των δύο στόλων, όσο κατά την προσπάθεια διαφυγής των Ισπανών, οι αξιωματικοί των οποίων είχαν τη φαεινή ιδέα να πλεύσουν παράλληλα προς τις αγγλικές ακτές, κατευθυνόμενοι προς Βορρά και στη συνέχεια να κατέβουν από τη δυτική πλευρά του νησιού. Οι απώλειες που είχαν στην προσπάθεια διαφυγής ήταν πενταπλάσιες απ' όσες είχαν στις ναυμαχίες με τον αγγλικό στόλο.
Υπό αυτήν την έννοια, είναι μάλλον άστοχο να δανείζεται μια αγγλική αρμάδα σε έναν Ισπανό καπετάνιο. Αν μια ομάδα μπορεί να παρομοιαστεί με αρμάδα και ο προπονητής με καπετάνιο. Ομως, ο Ράφα Μπενίτεθ, στην τρίτη χρονιά του στη Λίβερπουλ, έχει πολύ δυσκολότερο έργο απ' ό,τι στην πρώτη, όταν και οδήγησε τους «κόκκινους» -κόντρα σε όλα τα προγνωστικά- στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ. Κι αυτό γιατί η δεύτερη χρονιά του, η περσινή, ήταν πολύ μέτρια. Τόσο που θύμισε το φάντασμα του Ουγέ. Κι αυτό το φάντασμα τριγυρίζει πάλι στο «Ανφιλντ», ύστερα από το πολύ κακό φετινό ξεκίνημα της Λίβερπουλ, η οποία έχει πάνω από 300 λεπτά να σκοράρει. Από το ματς με τη Γουέστ Χαμ στο «Ανφιλντ», όταν οι «κόκκινοι» επικράτησαν 2-1.
Ο Μπενίτεθ ξόδεψε φέτος περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ για μεταγραφές, ένα ποσό που χρειάζεται μια επαρκή τουλάχιστον αγωνιστική υποστήριξη. Ο Μπενίτεθ, στην κριτική που του γίνεται, απαντά ότι το αγγλικό πρωτάθλημα είναι ένας δύσκολος μαραθώνιος και είναι πολύ νωρίς για να ξεγράψει κάποιος μια ομάδα όπως η Λίβερπουλ. Αλλωστε, ο ίδιος θεωρεί ότι παρά το γεγονός ότι οι «κόκκινοι» βρίσκονται στη 15η θέση της βαθμολογίας, με 9 βαθμούς λιγότερους από την Πόρτσμουθ, η ομάδα του βελτιώνεται διαρκώς. Ο Μπενίτεθ, ο πρώτος Ισπανός που κάθισε ποτέ στον πάγκο της Λίβερπουλ, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Γεννημένος το 1960 στη Μαδρίτη, δεν θα κάνει καμιά σπουδαία καριέρα ως ποδοσφαιριστής, παρ' όλο που πέρασε και από τη Ρεάλ. Την ομάδα από την οποία θα ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα, πολύ νωρίς, σε ηλικία 26 χρόνων, αναλαμβάνοντας την ομάδα νέων της «Βασίλισσας». Στη συνέχεια θα περιπλανηθεί σε διάφορες μικρομεσαίες ισπανικές ομάδες, όπως τη Βαγιαδολίδ και την Οσασούνα, για να καταλήξει το 1997 στην Εστρεμαδούρα, την οποία και θα ανεβάσει στην Πριμέρα Ντιβιζιόν. Την περίοδο 1999-2000 ο Μπενίτεθ, ο οποίος δεν σταματά να διευρύνει τους ορίζοντές του, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να αποκτήσει και άλλες προπονητικές παραστάσεις δίπλα σε μεγάλους προπονητές.
Παρατάει το κοουτσάρισμα των ομάδων στην Ισπανία και ανεβαίνει στην Αγγλία, περνώντας τη χρονιά δίπλα στον Βενγκέρ και τον Αλεξ Φέργκιουσον, πλουτίζοντας σε παραστάσεις και εμπειρίες, οι οποίες θα του φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στο μέλλον. Ενα μέλλον που θα τον οδηγούσε το 2004 στον πάγκο της μεγάλης ομάδας του λιμανιού, της Λίβερπουλ. Πριν, όμως, θα ζήσει μια ονειρεμένη τετραετία. Από την Αγγλία το 2000 θα επιστρέψει στον πάγκο της Τενερίφης, η οποία βρισκόταν τότε στη Β' Εθνική.
Εναν χρόνο μετά θα καθίσει στον πάγκο της Βαλένθια, διαδεχόμενος τον Εκτορα Κούπερ, μια κίνηση που θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις τόσο ανάμεσα στους φιλάθλους της Βαλένθια όσο και στους Ισπανούς δημοσιογράφους. Ομως, ο τελειομανής Μπενίτεθ ήταν αυτός που γέλασε τελευταίος, αφού οδήγησε τη Βαλένθια στον πρώτο της τίτλο ύστερα από 31 χρόνια. Η χρονιά που ακολούθησε το πρωτάθλημα ήταν απογοητευτική, διότι η Βαλένθια τερμάτισε πέμπτη, αλλά νίκησε δύο φορές τη Λίβερπουλ εκείνη τη χρονιά, με 2-0 στο «Μεστάγια» και 1-0 στο «Ανφιλντ». Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ένα ακόμα πρωτάθλημα και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, πριν το κλίμα στις «νυχτερίδες» χαλάσει και αναγκάσει τον ανήσυχο και φιλόδοξο Μπενίτεθ να αναζητήσει μια άλλη πρόκληση.
Στη Βαλένθια ο Μπενίτεθ μπορεί να συνάντησε αρκετούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές αλλά και ο ίδιος δούλεψε αρκετά και «έβγαλε» την ομάδα 15 μέτρα πιο μπροστά, δίνοντάς της σαφή επιθετικά χαρακτηριστικά. Στη συνέντευξη Τύπου που είχε δώσει η Λίβερπουλ, παρουσιάζοντάς τον ως τον νέο της προπονητή, ο Μαδριλένος έδωσε αμέσως το στίγμα των φιλοδοξιών του, λέγοντας ότι «δεν ήρθα εδώ για να μάθω αγγλικά, αλλά για να κερδίσω τίτλους». Φέτος πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να οδηγήσει τη Λίβερπουλ στην αναγέννηση. Και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να κερδίσει οπωσδήποτε το πρωτάθλημα.
Η επιστροφή των ανατολικών
Φαντάζομαι ότι πρέπει να γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω για να δούμε τόσες ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη, όσες φέτος, στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Φέτος στους ομίλους μετέχουν έξι ομάδες και η εξήγηση σε αυτό το φαινόμενο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την αλλαγή των καθεστώτων στις ανατολικές χώρες, στο ποδόσφαιρο άρχισαν να «πέφτουν» πολλά χρήματα.
Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και σήμερα, τα κεφάλαια που επενδύονται είναι ξέπλυμα χρήματος. Τα πολλά χρήματα δόθηκαν κυρίως για την αγορά ξένων ποδοσφαιριστών. Δέκα χρόνια πριν, ξένος ποδοσφαιριστής σε ομάδα της Ανατολικής Ευρώπης, και δη Νοτιοαμερικανός, ήταν θέμα για ρεπορτάζ. Τώρα είναι κάτι συνηθισμένο και θεωρείται απαραίτητη προσθήκη για κάθε ομάδα της Ανατολικής Ευρώπης που θα ήθελε να διακριθεί στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Βέβαια, είναι μάλλον νωρίς να πιστεύει κανείς ότι κάποια ομάδα από την Ανατολική θα μπορέσει να φτάσει στους τέσσερις του Τσάμπιονς Λιγκ.
Δύο ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη που κατέκτησαν στο παρελθόν τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης, η Στεάουα Βουκουρεστίου το 1986 στη Σεβίλλη με την εκπληκτική παράσταση του Ντουκαντάμ και ο Ερυθρός Αστέρας το 1991, δεν είχαν κανέναν ξένο παίκτη στη σύνθεσή τους. Ομως, η κύρια δύναμη της ΤΣΣΚΑ, που κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 2005, ήταν οι ξένοι ποδοσφαιριστές. Οι Βραζιλιάνοι Βάγκνερ Λαβ, Ντανιέλ Καρβάλιο και Ντούντου, που τους εμπιστεύτηκε και ο Ντούνγκα για τη νέα εθνική Βραζιλίας, την οποία προσπαθεί να φτιάξει από την αρχή.
Αρκετές ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη, προκειμένου να κρατήσουν στη δύναμή τους κάποιους ξένους ποδοσφαιριστές και να τους χρησιμοποιήσουν στις εθνικές τους, τους δίνουν και την υπηκοότητα. Οι ομάδες από τις ανατολικές χώρες, οι οποίες έχουν την οικονομική δυνατότητα ρίχνουν τα δίχτυα τους παντού, προκειμένου να εντοπίσουν πρώτες τα ταλέντα, να τα αγοράσουν και ενδεχομένως να τα μεταπωλήσουν αργότερα σε ομάδες της Δυτικής Ευρώπης.
Η περίπτωση του Γιάγια Τουρέ, ο οποίος από τη Μέταλουργκ βρέθηκε στη Μονακό μέσω Ολυμπιακού, είναι χαρακτηριστική. Οι ξένοι ποδοσφαιριστές που άρχισαν να ενισχύουν τις ομάδες της Ανατολικής Ευρώπης είναι υπεύθυνοι σε μεγάλο βαθμό για την παρουσία τους στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ φέτος. Μια παρουσία που θα γίνεται όλο και εντονότερη.