Ηταν σαν χθες, ακριβώς πριν από 12 χρόνια, 29 Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 1995, όταν ο Νίκος Γκάλης ανακοίνωσε επίσημα, πικραμένος, την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Αλλά το δράμα είχε συντελεστεί δώδεκα μήνες νωρίτερα. Το 1994 δεν ήταν έτος «σωτήριον», αλλά καταστρεπτικό, αφού γέννησε μια μέρα αποφράδα για το μπάσκετ.
Δεύτερη ή τρίτη αγωνιστική του πρωταθλήματος της Α1, εμβόλιμη αν θυμάμαι καλά, με τα τηλεοπτικά δικαιώματα να ανήκουν στο ΜΕGA. Αμπελόκηποι-Παναθηναϊκός, στο Μετς. Ναι, σωστά διαβάσατε, οι Αμπελόκηποι έπαιζαν τότε στην κατηγορία των μεγάλων. Πού να βρίσκονται τώρα;
Ήμουν τότε νεοσύλλεκτος σμηνίτης. Μη γελάτε. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Φυσικά, έψαχνα τρόπο για να το σκάσω από το Κέντρο Εκπαίδευσης, έστω για μια νύχτα. Ενα ταπεινό αίτημα από τον προϊστάμενό μου έμοιαζε με ιδανική χείρα βοηθείας, αφού ο διοικητής ήταν φίλαθλος, το δε μπάσκετ δημοφιλέστατο.
Αλλά το ΜEGA, στο οποίο τότε δούλευα, είχε χρεώσει την περιγραφή του αγώνα σε άλλο συνάδελφο. «Βάλτε με αγωνιστικό χώρο, δεν με πειράζει. Αρκεί να πάρω άδεια», είπα στην Αννα. Η Αννα καθάρισε. Και βρέθηκα να παίζω ένα ρόλο τον οποίο έχω υποδυθεί ελάχιστες φορές στη ζωή μου: ρεπόρτερ με μικρόφωνο στο παρκέ.
Στον Παναθηναϊκό έπαιζαν τότε μαζί Γιαννάκης και Γκάλης, με προπονητή τον Κώστα Πολίτη. Κάθε αγώνας του έμοιαζε με καρτ ποστάλ από το 1987. Εκείνο το απόγευμα στο Μετς, όμως, έμελλε να κλείσει μια για πάντα η πόρτα της Ιστορίας.
Ο Πολίτης αποφάσισε να αφήσει εκτός αρχικής πεντάδας τα δύο ιερά τέρατα του ελληνικού μπάσκετ. Δεν θυμάμαι για ποιον λόγο. Ίσως ήθελε να κάνει πειράματα ή να ξεκουράσει τους αστέρες του απέναντι σε έναν αντίπαλο ανήμπορο να κοιτάξει τον χρυσοπληρωμένο Παναθηναϊκό στα μάτια.
Οταν ο Πολίτης αποφάσισε να κάνει την πρώτη του αλλαγή, έκανε νεύμα στον Γιαννάκη. Αυτός σηκώθηκε και χίμηξε στο παρκέ. Λίγο αργότερα, ο προπονητής θέλησε να βάλει και τον 37χρονο Γκάλη. Εκείνος κοίταξε από την άλλη. Το μήνυμά του ήταν σαφές: «Αφού μου φέρεσαι έτσι, δεν πρόκειται να παίξω». Στην ανάπαυλα του ημιχρόνου, ο Νικ άλλαξε κι έφυγε από το γήπεδο. Ηταν το άδοξο φινάλε μιας γεμάτης δόξα καριέρας.
Προσπάθησα να σκαρφαλώσω με την κάμερα στην εξέδρα για να πάρω το σχόλιο του Παύλου Γιαννακόπουλου. «Δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω να πω τίποτα», μου έγνεψε από απόσταση 5 μέτρων ο ισχυρός ανήρ. Η εξέδρα των φανατικών αγρίεψε και με ανάγκασε να απομακρυνθώ. Μετά τον αγώνα, ο Πολίτης «έδειξε» τον Γκάλη και του φόρτωσε την ευθύνη για τη ρήξη.
Ο Γκάλης δεν μίλησε ποτέ για εκείνο το μοιραίο απόγευμα. Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και δεν ξαναφόρεσε τη φανέλα και το σορτσάκι του Παναθηναϊκού. Λίγο έλειψε να τον ξαναβάλει στο γήπεδο ο Ιωαννίδης, τρία χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβε την ΑΕΚ. Περισσότερες από μία φορές προσπάθησε και ο Αρης, ποντάροντας στο συναίσθημα. Ο Νικόλας προτίμησε να προστατεύσει την υστεροφημία του και πολύ καλά έκανε.
Μας λείπει όμως πάρα πολύ. Η πόρτα του μπάσκετ είναι πάντοτε ανοιχτή γι' αυτόν, άσχετα αν του την έκλεισαν κατάμουτρα κάποιοι, κάπου, κάποτε. Ηταν μια μαύρη στιγμή στην αιωνιότητα. Την έζησα από απόσταση αναπνοής και δυστυχώς δεν είχα τρόπο για να την αποτρέψω. Θα ήταν η τέλεια υπηρεσία προς την πατρίδα.