Έβλεπα το debate του ΑΝΤ1 για τις δημοτικές εκλογές. Μετά τη συζήτηση, νομίζω ότι στους δήμους πειραματικά μια αναστολή της δημοκρατίας θα ήταν επιβεβλημένη. Σε δύο περιπτώσεις για λόγους αισθητικής.
«Το ασορτί είναι έλλειψη φαντασίας». Ασορτί παπούτσια όμως με το πουκάμισο σημαίνει ότι κάποιος τα φοράει πρώτα και μετά το παντελόνι. Με τα ασορτί καφε-κόκκινα παπούτσια και πουκάμισο, ο Αλέξης Τσίπρας του Συνασπισμού δείχνει ότι ανήκει σε αυτή τη σπάνια κατηγορία, η οποία δεν θα ήθελα να δω τι μπορεί να κάνει με μία πόλη.
Για τον Σπύρο Χαλβατζή του ΚΚΕ πρέπει να πω ότι από ρούχα με έπεισε. Στον Περισσό πρέπει να έχουν έναν κομμουνιστή Λάκη Γαβαλά. «Σπύρο μου, φόρα αυτό το κοστούμι σε γκρι εργατί. Φόρεσέ το με ανοιχτό πουκάμισο, Σπύρο μου. Καλέ, μούρλια είσαι, Σπύρο μου. Σαν τον Εμβέρ Χότζα σε εγκαίνια».
Από απόψεις, αυτό που κατάλαβα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να γίνει δήμαρχος επειδή είναι νέος άνθρωπος και θα κάνει νέα ανθρώπινα πράγματα. Εχω πρόβλημα. Είμαι γέρος και θέλω ένα γέρο να κάνει γερασμένα πράγματα. Σε σχέση πάντως με τον σύντροφο Χαλβατζή, ο Τσίπρας ήταν ακίνδυνος.
Ο άνθρωπος, ό,τι και να του έλεγες, είχε φάει κόλλημα. «Τα πάντα κατακτώνται μέσα από αγώνες». Καμία αντίρρηση, εάν είναι να κάνουμε επανάσταση και να ανατρέψουμε το πολίτευμα. Αλλά στον δήμο, σύντροφε; Τι αγώνες; Κάτι σαν δημοτικά «Τσικλητήρεια»; Επίσης, να τους κάνουμε τους αγώνες, αλλά με ποιον τρόπο; Να κατεβούμε όλοι στους δρόμους για να απαιτήσουμε ένα καλύτερο κυκλοφοριακό;
Οσο για τον Νικήτα Κακλαμάνη, τον οποίο θεωρώ μια χαρά άνθρωπο, αυτό που είπε για τον Πανελλήνιο τι ήταν; «Ο Πανελλήνιος καταπάτησε πέντε στρέμματα του Πεδίου του Αρεως, αλλά εμένα δεν με πειράζει». Υποκλίνομαι. Πόσο θάρρος χρειάζεται για να βγεις στο κανάλι του Κυριακού και να πεις ότι δεν σε πειράζει που ο Πανελλήνιος καταπάτησε μέρος του Πεδίου του Αρεως;
Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι αν ο μελλοντικός δήμαρχος σκέπτεται τον νόμο με το «με πειράζει» ή «δεν με πειράζει», να το κλείσουμε το φύλλο. Μήπως αυτό που πρότεινε η Βάσια Τριφύλλη στον Απόστολο Γκλέτσο δεν ήταν προσωπική άποψη, αλλά προεκλογική υπόσχεση;
Από μνήμης. Μετά και την έκτη αγωνιστική του πρωταθλήματος, για τη διαιτησία έχουν διαμαρτυρηθεί η Ξάνθη, ο Ατρόμητος, η Κέρκυρα, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο Πανιώνιος και ο Ιωνικός. Εκτός των διά του λόγου διαμαρτυριών, έχουμε «ντου» εντός αγωνιστικού χώρου των προέδρων Τσακίρη και Σπανού και μήνυση του διαιτητή Θεόφιλου Φωτιάδη στον Χρήστο Κανελλάκη για ξυλοδαρμό. Οταν πριν ξεκινήσει το πρώτο πρωτάθλημα της Σούπερ Λίγκας είχα γράψει ότι ο μεγάλος κίνδυνος είναι πως δεν μπορείς να μάθεις σε γέρικους σκύλους καινούργια κόλπα, δεν περίμενα ότι οι σκύλοι έχουν γεράσει τόσο ανεπανόρθωτα.
Το ερώτημα είναι γιατί τέτοια οργή. Εάν τα λάθη των διαιτητών είναι ανθρώπινα, δεν δικαιολογείται. Οπότε, η μόνη εξήγηση είναι αυτοί που διαμαρτύρονται να πιστεύουν ότι οι διαιτητές εξυπηρετούν κάποιον σκοπό. Οτι η Παράγκα λειτουργεί με μια νέα μορφή και αβαντάρει τους μυημένους ή κάποιος έχει βάλει στόχο την ομάδα τους και κινεί τα νήματα. Δεν έχουν παρά να τον κατονομάσουν και να πάρουν τα μέτρα τους. Δεν χρειάζεται να το κάνουν δημόσια, αλλά σε μία από τις συνεδριάσεις της Σούπερ Λίγκας. Να βγει, για παράδειγμα, ο Χρήστος Κανελλάκης και να πει «υπάρχει μια ομάδα διαιτητών της Θεσσαλονίκης που μας πιστόλισε κατόπιν εντολής». Δεν χρειάζονται αποδείξεις, παρά μόνο οι ενδείξεις. Υποτίθεται ότι η διαιτησία είναι ερασιτεχνική, ότι οι διαιτητές το κάνουν για να προσφέρουν, οπότε και άδικα να φαγωθεί κάποιος, δεν θα χάσει το ψωμί του. Οσο όμως οι παράγοντες αρκούνται να αφήνουν την κατάσταση να διαιωνίζεται και τις καχυποψίες τους να κυκλοφορούν σαν φήμες, η Σούπερ Λίγκα οδηγείται στην καταστροφή.
Ας υποθέσουμε ότι η διαιτησία στο ματς με την Κέρκυρα ήταν στημένη. Εκτός αν το ματς στήθηκε από κάποιον άσχετο με το ποδόσφαιρο, πράγμα μάλλον απίθανο, το έγκλημα έγινε από τον Σπύρο Καλογιάννη της Κέρκυρας ή από παράγοντα τρίτης ομάδας που ήθελε να κάνει ζημιά στον Ιωνικό. Με τη λογική και πάλι, ο παράγοντας της τρίτης ομάδας θα πρέπει να ανήκει σε ομάδα της Σούπερ Λίγκας. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν στην επόμενη συνεδρίαση ο Χρήστος Κανελλάκης να κάτσει στο ίδιο τραπέζι και να συνεργαστεί με έναν άνθρωπο που πιστεύει ότι είναι απατεώνας; Αν, αντίθετα, υποθέσουμε ότι τα λάθη του Φωτιάδη ήταν εγκληματικά, αλλά ανθρώπινα, πώς μπορεί να χτυπάει έναν άνθρωπο που δεν είχε δόλο;
Το ίδιο ισχύει και με τους υπόλοιπους. Μπορεί ο Τσακίρης, ο Σπανός και ο Νικολαΐδης να υποδείξουν τους λόγους και τους ανθρώπους που στήνουν τις ομάδες τους; Και εάν δεν μπορούν, τότε γιατί φωνάζουν; Και φτάνουμε στην άλλη υποκρισία. Δεν φωνάζουμε. Ο Τύπος τα γράφει.
Εδώ και μερικά χρόνια το «έλεγαν οι άνθρωποι του Παπαριακού» και το «φώναζαν στα αποδυτήρια οι παίκτες της Πάχνης» έχουν καθιερωθεί. Αρχικά δικαιολογήθηκε δημοσιογραφικά και μετά καθιερώθηκε με «την προστασία της πηγής». Μάντολες. Προστασία της πηγής υπάρχει εάν κάποιος παίκτης ή παράγοντας πει κάτι που εμπεριέχει πληροφορία τόσο εμπιστευτική, που δυσκολεύεται να την πει με το όνομά του. Το «ο διαιτητής ήταν καλός» ή «ο διαιτητής ήταν μαλάκας» δεν είναι πληροφορία, αλλά γνώμη. Πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο η γνώμη δεν δημοσιεύεται ανώνυμα. Η γνώμη αποκτά υπόσταση όταν συνοδεύεται από το όνομα του ανθρώπου που την εκφέρει.
Η φάμπρικα που έχουν βάλει μπροστά οι ομάδες είναι αλάνθαστη. Γνώμη χωρίς ευθύνη. «Ελεγαν...», «Βγήκαν από τα ρούχα τους», «Ηταν εκτός εαυτού...». Δημιουργούν ατμόσφαιρα χωρίς να παίρνουν την ευθύνη. Βρείτε ένα κείμενο που να γράφει «έλεγαν οι παίκτες της Μπαρτσελόνα για τη διαιτησία», «μουρμούριζαν οι παίκτες της Γιουνάιτεντ για τον ρέφερι» και θα φωτογραφηθώ μπουκωμένος με το κομμάτι που γράφω. Ο Αγγλος και ο Ισπανός δημοσιογράφος θα γέλαγαν με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να δημοσιεύσουν κάτι ανάλογο.
Υπάρχει ένα άλλο επιχείρημα. «Εάν μιλήσω, θα τρέχω στον αθλητικό δικαστή». Μάλιστα, θα τρέχεις. Οπως θα τρέχει και κάθε δημοσιογράφος -όχι στον αθλητικό, αλλά στον ποινικό δικαστή- αν γράψει κάτι που δεν μπορεί να αποδείξει. Το ξέρεις, το δέχεσαι, ζεις και γράφεις με τη συγκεκριμένη συνθήκη. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν εσύ να πετάς στο καλάθι των αχρήστων ένα κείμενο που ξέρεις ότι είναι αλήθεια, αλλά σου είναι αδύνατον να το αποδείξεις και δέχεσαι να γίνεσαι βαποράκι ανώνυμης άποψης;
Η λύση λοιπόν είναι μία. Θέλεις να γραφτεί ότι είσαι πυρ και μανία; Πες το ονοματάκι σου να το γράψω. Δεν θέλεις να βλέπεις το ονοματάκι σου γραμμένο; Μπορεί να είσαι πυρ και μανία μόνος σου, με τον διπλανό, με τους φίλους και την παρέα σου. Αλλά για να είσαι δημόσια... ονοματάκι.
Στο θέμα των διαιτητών, να υπογραμμίσω ότι η Σούπερ Λίγκα ακολουθεί μια σταθερά κατιούσα. Την πρώτη εβδομάδα οι διαιτητές σφύριζαν χωρίς να κοιτάζουν το χρώμα της φανέλας. Κατά πάσα πιθανότητα θα συνέχιζαν να σφυρίζουν, εάν δεν τους υποχρέωναν να πάνε στη λογική των ισορροπιών. Με το ποδόσφαιρο ασχολούνται οι διαιτητές, εφημερίδες διαβάζουν και μετά τις πρώτες διαμαρτυρίες ήταν φυσικό να αρχίσουν να σφυρίζουν στη λογική του «χρωστούμενου σποριού». «Τον έσφαξαν αυτόν την προηγούμενη αγωνιστική και έσκουζε για να του δώσουμε μερικά σπόρια να ηρεμήσει». Μόνο που για να τα δώσεις, έχεις σφάξει έναν άλλον. Οπότε, βλέποντας και αυτός ότι το κόλπο έπιασε, αρχίζει να σκούζει για να πάρει τα σπόρια του. Τώρα όμως έχει αδικηθεί ένας τρίτος, που και αυτός πρέπει να ηρεμήσει. Και στο τέλος της σεζόν ο ισολογισμός είναι ισοσκελισμένος, αλλά οι διαιτησίες για τα μπάζα. Πάμε τώρα στο τελευταίο και πιο επικίνδυνο σημείο.
Η Παράγκα έδινε ψωμί σε έναν αριθμό ατόμων που σήμερα ψάχνονται. Τα παιδιά της Παράγκας έχουν ένα αντικείμενο: ο κόσμος, οι παράγοντες και οι οπαδοί να συνεχίσουν να ασχολούνται με τη διαιτησία ωσάν κάτι ανεξάρτητο, στο οποίο όμως μπορεί να βρεθεί η άκρη. Και μόνο τα «τι θα κάνει αυτός;», «ποιον έχει κουμπάρο αυτός;» και «ποιος κουμαντάρει τον άλλον;», δημιουργούν μια αγορά διαιτητών με την οποία ο παράγοντας πείθεται σιγά σιγά ότι οφείλει να ασχολείται. Το αντικείμενο των παιδιών της Παράγκας είναι να πιστέψει κάθε παράγοντας ότι αν ασχοληθεί και ακουμπήσει το προβλεπόμενο τίμημα, κάτι θα βγάλει.
Μέχρι στιγμής ο Βασσάρας, ο Τσίκινης, ο Φωτιάδης, ο Τσαχειλίδης, ο Κάκκος και καμιά δεκαριά επόπτες έχουν βγει άχρηστοι. Εάν όλοι συμφωνούν, δεν έχουν παρά να ζητήσουν από τον Γκαγκάτση να σταματήσουν να διαιτητεύουν σε ματς της Σούπερ Λίγκας. Οπως είπαμε, κανένας δεν είναι επαγγελματίας, κανενός δεν θα πεινάσει η οικογένεια. Ποιος θα διαιτητεύει; Αδιάφορο. Ας ανεβάσουν διαιτητές και επόπτες από τη Β' Εθνική, ας κάνουν εισαγωγή από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ας συμφωνήσουν τέλος πάντων να σφυρίζουν οι ίδιοι, ο κάθε πρόεδρος στο εντός έδρας ματς της ομάδας του. Εάν όμως δεν συμφωνούν, εάν πιστεύουν ότι στα ματς των ομάδων τους οι συγκεκριμένοι διαιτητές σφυρίζουν φάλτσα, είτε πρέπει να το αποδείξουν και οι υπόλοιποι να το δεχθούν είτε να το κλείσουν το μαγαζί. Διότι η σεζόν μια χαρά είχε ξεκινήσει, οι διαιτητές μου φαίνονταν ο καθένας στα μέτρα του εντάξει, αλλά με τις πρώτες ήττες η δικαιολογία για την ανικανότητα των ομάδων βρέθηκε. Φταίει η διαιτησία.