Πάντα υποστήριζα ότι σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι το τελευταίο που θα άξιζε να προσέξει κανείς είναι ο διαιτητής και οι βοηθοί του. Βέβαια, ειδικά στο ελληνικό πρωτάθλημα, ακόμα και να μην το θέλεις, ο διαιτητής και οι βοηθοί του θα σε προκαλέσουν τόσο, ώστε να ασχοληθείς αποκλειστικά μαζί τους, αδιαφορώντας για τις ομάδες, τους ποδοσφαιριστές και κατ' επέκταση το ίδιο το παιχνίδι. Και αυτή η κατάσταση είναι μία ακόμα ένδειξη για τη βαθιά και χρόνια παθογένεια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο σερ Αλφ Ράμσεϊ, αν θυμάμαι καλά, είχε πει ότι «διαφωνώ με την άποψη που λέει ότι καλός διαιτητής είναι εκείνος που περνάει απαρατήρητος. Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, μια και από τη στιγμή που ο διαιτητής θα μπει στον αγωνιστικό χώρο, τον βλέπουν σαν αντίπαλο 50 χιλιάδες φίλαθλοι, δύο προπονητές και 22 ποδοσφαιριστές».

Με αυτά του τα λόγια, ο Ράμσεϊ ήθελε να δείξει ότι ο μόνος παράγοντας του παιχνιδιού για τον οποίο υπάρχει προκατάληψη απ' όλους είναι ο διαιτητής, κάτι που κάνει τη δουλειά του μες στο γήπεδο ακόμα πιο δύσκολη από όσο πραγματικά είναι. Αλλωστε, η κάθε ομάδα έχει τους δικούς της υποστηρικτές, αλλά κανείς δεν πηγαίνει στο γήπεδο για να υποστηρίξει τον διαιτητή ή να τον δει να νικά. Παρατηρώντας κάποιος την εξέλιξη του ποδοσφαίρου, μπορεί να διαπιστώσει ότι το άθλημα αλλάζει διαρκώς και γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όλο και πιο απαιτητικό, για παίκτες και προπονητές. Επομένως, και για τον διαιτητή. Η επιτροπή διαιτησίας της ΟΥΕΦΑ είχε υπολογίσει πριν από δύο χρόνια ότι το ποδόσφαιρο έχει γίνει πολύ πιο γρήγορο απ' ό,τι το 1994.

Τότε ο καθαρός χρόνος παιχνιδιού ήταν γύρω στη μισή ώρα, ενώ τώρα έχει διπλασιαστεί. Αυτή η αλλαγή, πρακτικά, σημαίνει ότι έχουμε διπλασιασμό των φάσεων που χρειάζονται στενή παρακολούθηση από τον διαιτητή και ενδεχομένως την παρέμβασή του. Μία ακόμα παράμετρος που καταδεικνύει την αλλαγή βασικών χαρακτηριστικών του αθλήματος αφορά την κίνηση των ποδοσφαιριστών μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Σε σχέση με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, στο Μουντιάλ που έγινε το καλοκαίρι στα γήπεδα της Γερμανίας υπολογίστηκε ότι οι ποδοσφαιριστές καλύπτουν 3,2 φορές περισσότερα χιλιόμετρα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Δεν υπάρχει, όμως, αντίστοιχος υπολογισμός για τις αποστάσεις που καλύπτουν οι διαιτητές. Ενώ η χρονική εξέλιξη του αθλήματος γίνεται γρηγορότερη, το διαιτητικό τρίο παραμένει σταθερό. Υπάρχουν, φυσικά, κάποιες αλλαγές στους κανονισμούς, που έχουν στόχο να απλοποιήσουν και να διευκολύνουν το διαιτητικό έργο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις οι κανονισμοί αυτοί είναι θέμα ερμηνείας. Και την πρωτοβουλία της ερμηνείας έχει ο διαιτητής, έτσι ώστε να διασφαλιστεί και ο ρόλος του στο παιχνίδι. Τόσο η ΟΥΕΦΑ όσο και η ΦΙΦΑ πειραματίζονται με διάφορους τρόπους προκειμένου να διευκολύνουν το έργο του διαιτητή.

Η ενδοσυνεννόηση με τον τέταρτο διαιτητή προσφέρει μια κάποια βοήθεια, αλλά δεν μεταθέτει την ευθύνη της ερμηνείας του κανονισμού ή το βάρος της επιβολής μιας ποινής, είτε πρόκειται για ένα πέναλτι είτε για μια αποβολή. Η εισαγωγή δύο ακόμα διαιτητών, που ο καθένας τους θα έχει τομέα ευθύνης τις μεγάλες περιοχές των αντίπαλων ομάδων –όπου έχει παρατηρηθεί ότι διαδραματίζεται ο μεγαλύτερος αριθμός των αμφισβητούμενων φάσεων– ίσως βοηθήσει στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά θα μεταθέσει το ενδιαφέρον από τους ποδοσφαιριστές στους διαιτητές. Ενα από τα στοιχεία της γοητείας του ποδοσφαίρου είναι ότι ως παιχνίδι ενέχει το ανθρώπινο λάθος, που μπορεί να διαμορφώσει το τελικό αποτέλεσμα. Ενα ανθρώπινο λάθος, που μπορεί να είναι η κακή έξοδος ενός τερματοφύλακα, ένα τετ α τετ που χάθηκε (ενώ δεν χανόταν με τίποτα) ή ένα λάθος διαιτητικό σφύριγμα. Απόλυτη δικαιοσύνη στο ποδόσφαιρο –όπως και στη ζωή– δεν υπάρχει. Αν σφύριζαν ρομπότ, πιθανότατα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.

Όμως σφυρίζουν άνθρωποι. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και επειδή το άθλημα έχει γίνει πιο δύσκολο, θα έπρεπε οι ομοσπονδίες διαιτητών να υιοθετήσουν αυστηρότερες δοκιμασίες για τα μέλη τους. Ενας ανίκανος διαιτητής ενισχύει την προκατάληψη των φιλάθλων, μια και με την κακή απόδοσή του τρέφει την πεποίθηση ότι τα παιχνίδια κρίνονται έξω απ' τα γήπεδα.

Οι ομοσπονδίες διαιτητών, βέβαια, πρέπει να προστατεύουν και τα μέλη τους. Όμως δεν προστατεύεις έναν κακό διαιτητή βαθμολογώντας την απαράδεκτη απόδοσή του σε ένα παιχνίδι με 8. Αντιθέτως, εκθέτεις την ανικανότητά του περισσότερο και, επίσης, αποκαλύπτεις τη δική σου αδιαφορία για το άθλημα.

Ενδεχομένως και κάτι πολύ χειρότερο από την αδιαφορία. Στο ελληνικό πρωτάθλημα η διαιτησία υπάγεται στην ΕΠΟ, οι παράγοντες της οποίας έχουν κατ’ επανάληψη και σε μια πληθώρα θεμάτων αποδείξει την ανεπάρκεια και την ανικανότητά τους. Αλλά τι να περιμένει κάποιος για το επίπεδο διαιτησίας σε μια χώρα όπου οι «καθηγητές διαιτησίας» είναι περισσότεροι από τους διαιτητές; Αν, μάλιστα, οι «καθηγητές» ήταν υποχρεωμένοι να κρίνουν τις αποφάσεις των συναδέλφων τους χωρίς να χρησιμοποιούν βίντεο, η ελληνική κωμωδία θα ζούσε ένα δεύτερο χρυσό αιώνα...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube