Μετα την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στην Πορτογαλία, κάθε παιχνίδι που δίνει η Eθνική είναι κρίσιμο. Γιατί; Μα γιατί «όλοι θέλουν να κερδίσουν την πρωταθλήτρια Ευρώπης». Το Σάββατο, η Εθνική oμάδα δίνει ένα ακόμα κρίσιμο παιχνίδι. Μόνο που κι αυτό, όπως όλα μετά την Πορτογαλία, είναι κρίσιμο όχι γιατί όλοι θέλουν να μας νικήσουν, αλλά γιατί πρέπει να αποδείξουμε ότι είμαστε ικανοί να ξανακερδίσουμε εμείς τον κακό μας εαυτό. Και δεν εννοώ μόνο τον αγωνιστικό.
Να ξεκαθαρισουμε κατι από την αρχή. Ακόμα και αν η Εθνική Ομάδα δεν καταφέρει να προκριθεί στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2008, το κατόρθωμα της Πορτογαλίας δεν μπορεί να της το αμφισβητήσει κανείς. Τότε, και για εκείνο το χρονικό διάστημα των 29 ημερών που μας έστειλαν στον παράδεισο, παίκτες και τεχνική ηγεσία της Εθνικής μπόρεσαν να διαχειριστούν τις προκλήσεις με τον ιδανικότερο τρόπο. Ευχής έργον θα ήταν η επιτυχία να επαναληφθεί, αν όχι με την κατάκτηση εκ νέου του Κυπέλλου, αλλά με την πρόκριση στην τελική φάση και μία καλή εμφάνιση. Μόνο που οι επιτυχίες δεν έρχονται με τις ευχές, αλλά με τη σκληρή δουλειά, τον σχεδιασμό και τη βοήθεια της τύχης μερικές φορές.
Η ομαδικοτητα και το δέσιμο που θαυμάσαμε και ζηλέψαμε στην Πορτογαλία δεν μπορούσαν να περάσουν αυτόματα στην αγωνιστική συμπεριφορά μας. Πολλές φορές μετά την Πορτογαλία σκέφτηκα ότι αυτός που έμοιαζε περισσότερο αγχωμένος από όλους -από εκείνη την επιτυχία- ήταν ο Ρεχάγκελ. Και ο λιγότερο ικανός να διαχειριστεί το κέρδος εκείνης της επιτυχίας, αν και ομολογώ ότι θα ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε κάποιος να του ζητήσει ευθύνες γι’ αυτή του την ανικανότητα. Στη διαχείριση εκείνου του κέρδους θα έπρεπε να παίξουν κεντρικό ρόλο οι άνθρωποι του ελληνικού ποδοσφαίρου, με πρώτη την ομοσπονδία.
Μια ομοσπονδία που αποδείχτηκε τόσο ανώριμη όσο ένας 16άρης που του εμπιστεύεσαι ένα ακριβό και γρήγορο αυτοκίνητο για το σαββατόβραδο. Θα το παρκάρει σε κάποιο μαντρότοιχο, στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη, θα υπάρξουν θύματα. Η αποτυχία της Εθνικής να προκριθεί στο Μουντιάλ ήταν η πρόσκρουση στον μαντρότοιχο.
Τώρα πάμε να φάμε, οργανωτικά και αγωνιστικά, τα μούτρα μας. Ο Ρεχάγκελ, αν ήταν μάγειρας, θα έφτιαχνε καλά ένα μόνο φαγητό. Ξέρει μία μόνο συνταγή και αυτό φαίνεται από τις επιλογές του τα τελευταία δύο χρόνια. Οταν όμως ξέρεις μία μόνο συνταγή, δεν γίνεσαι σεφ σε καλό εστιατόριο. Η κλήση του Καψή αποκαλύπτει αυτή την αδικαιολόγητη εμμονή του στα υλικά της μόνης συνταγής που ξέρει.
Η εμμονη στις συνταγές, στους κανόνες, λένε ότι είναι γνώρισμα των ανθρώπων που δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν ή που έχουν γεράσει και δεν έχουν χρόνο για πειράματα, επειδή σε περίπτωση μιας αποτυχίας δεν θα έχουν το χρονικό περιθώριο μιας δεύτερης προσπάθειας, που μπορεί να έχει καλύτερη κατάληξη.
Ο Ρεχάγκελ, με όλο τον σεβασμό, ξέρει ένα μόνο δρόμο για να πάει από το σημείο Α στο σημείο Β. Αυτόν τον δρόμο θα τον ακολουθήσει ακόμα και αν έχει κοπεί στη μέση. Πίστευα ότι μετά την Πορτογαλία ο Γερμανός τεχνικός θα λειτουργούσε «εκπαιδευτικά», ως general manager για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Θα φρόντιζε να δει το υλικό των μικρότερων Εθνικών, να συνεργαστεί με το τεχνικό επιτελείο τους, να πιέσει περισσότερο -και να ενδιαφερθεί- για τις υποδομές, να κάνει κάποιες βελτιωτικές προτάσεις, να παρακολουθεί στενά το ελληνικό πρωτάθλημα. Τίποτε από όλα αυτά δεν έκανε. Και γιατί δεν μπορούσε και γιατί δεν του το ζήτησαν. Μπορεί και να μην το ήθελε.
Ο Γερμανός τεχνικός, βαδίζοντας προς το τέλος της επαγγελματικής ζωής του, βολεύτηκε μια χαρά στον πάγκο της εθνικής. Και η επιτυχία της Πορτογαλίας ήξερε ότι θα λειτουργούσε σαν ανάχωμα στην όποια κριτική θα μπορούσε να του ασκηθεί. Και πίσω από τον Ρεχάγκελ οχυρώθηκε και η ομοσπονδία, εξίσου γερασμένη σε ιδέες, άτολμη και ευθυνόφοβη. Εν μέρει και παγιδευμένη στην επιτυχία του Ρεχάγκελ. Οταν ακόμα και μετά την αποτυχία της πρόκρισης στο Μουντιάλ η πλειονότητα του κόσμου επιθυμούσε την παραμονή του Ρεχάγκελ στον πάγκο, η ομοσπονδία και να το ήθελε -πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω-, δεν μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Το ελληνικό ποδοσφαιρο έχασε μία σπάνια ευκαιρία. Οχι απλώς την έχασε, την πέταξε στα σκουπίδια. Και πολύ φοβάμαι ότι από εδώ και πέρα θα μεταμορφωθεί σε ένα ρακοσυλλέκτη, ψάχνοντας να βρει αυτό που -τώρα- κατάλαβε ότι είναι σημαντικό. Ο Ρεχάγκελ, μετά την Πορτογαλία θα μπορούσε να παραμείνει -τιμής ένεκεν- στην Εθνική, ως ένα είδος συμβούλου. Κρατώντας τον στον πάγκο ως προπονητή, η ΕΠΟ μοιάζει με τον «γιατρό» που προτείνει αντιβηχικό σε κάποιον που πάσχει από Αλτσχάιμερ.
Η προκριση στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, αν έρθει, δεν πρόκειται να μας δώσει πίσω τον χρόνο και την ευκαιρία που χάσαμε. Απλώς, θα σβήσει με μία μονοκοντυλιά τις άσχημες εντυπώσεις που δημιούργησε η Εθνική μετά την Πορτογαλία. Και, υπό προϋποθέσεις, θα λειτουργήσει σαν εφαλτήριο για ένα ποδόσφαιρο περισσότερο οργανωμένο. Και αισιόδοξο.