Δεν κρύβω ότι η επιλογή του Βασίλη Τσιάρτα να συνεχίσει στον Εθνικό είναι μία από αυτές που με εξέπληξαν. Γνωρίζω την καλή σχέση του ποδοσφαιριστή με τον Γιώργο Γλου και την αδυναμία του χορηγού της ομάδας για τους «μάγους». Ομολογώ πως δεν περίμενα ότι ο Τσιάρτας θα έριχνε τις απαιτήσεις του και θα πήγαινε να αγωνιστεί στη Β' Εθνική έπειτα από σχεδόν ένα χρόνο απραξίας. Και αναρωτιέμαι γιατί το κάνει. Οχι πάντως για τα χρήματα –δεν νομίζω ότι έχει ανάγκη.
Στα δικά μου τα μάτια ο Τσιάρτας ήταν πάντοτε μία από τις πιο αξιοπρόσεκτες μορφές του σύγχρονου ποδοσφαίρου μας, όχι μόνο ως παίκτης, αλλά κυρίως ως χαρακτήρας.
Συμβατό
Ως παίκτης πιθανότατα είχε την ατυχία να γεννηθεί με δέκα χρόνια καθυστέρηση. Το ποδόσφαιρο που παίζει δεν είναι απολύτως συμβατό με το ποδόσφαιρο του καιρού μας. Αν έπαιζε μπάλα τη δεκαετία του '80, θα ήταν πιθανότατα ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου: τότε η βαλλιστική ακρίβεια μετρούσε πιο πολύ από τα πνευμόνια και η τεχνική κατάρτιση ήταν όπλο για να καταξιωθείς στη συνείδηση των προπονητών και όχι πρόβλημα, όπως συχνά συμβαίνει στις μέρες μας. Ο τεχνίτης ήταν αυτός που όλοι πρόσεχαν –σήμερα ο προικισμένος παίκτης σε ουκ ολίγες περιπτώσεις πονοκεφαλιάζει τον προπονητή, όταν ανασταλτικά δεν βοηθάει. Από την άλλη, και σήμερα το «δεκάρι» γοητεύει, όπως πάντα συνέβαινε. Ο Τσιάρτας είχε την τύχη να είναι ως ποδοσφαιριστής απολύτως κατανοητός από τους ποδοσφαιρόφιλους (άλλοι για να αποδείξουν τη χρησιμότητά τους έφτυναν αίμα –του Τσιάρτα του χρειάζονταν δύο μπαλιές ρεπερτορίου) και την ατυχία να βρεθεί σε μια εποχή που οι προπονητές εύκολα θυσίαζαν άσους με τα δικά του χαρακτηριστικά στο όνομα ενός αγωνιστικού κυνισμού που έφερνε νίκες. Ο Τσιάρτας (όπως και πολλά από τα συκοφαντημένα «δεκάρια» του καιρού μας) πιστωνόταν θριάμβους και αυτό είναι λογικό, αφού μπορεί να κάνει τη διαφορά. Χρεωνόταν όμως και ήττες και αυτό μία δεκαετία πριν (τη δεκαετία που, σημειωτέον, ο Τσιάρτας μεγάλωνε και μάθαινε ποδόσφαιρο!) δεν θα τολμούσε να το πει κανείς: θα ήταν αιρετικό για την ίδια τη θρησκεία του ποδοσφαίρου.
Λάθος
Ο Τσιάρτας είναι μια περίπτωση παιδιού που έμαθε τέλεια το ποδόσφαιρο το οποίο όταν ήταν μικρός λατρευόταν από όλους και κάποια στιγμή, όταν μεγάλωσε, βρήκε μπροστά του ανθρώπους που παιδεύονταν να τον πείσουν ότι αυτό είναι λάθος! Θυμάμαι τον μακαρίτη τον Γιάννη τον Παθιακάκη να μου λέει με παράπονο πόσο αναγκαίο είναι για την ΑΕΚ να μάθει ο Βασίλης να κυνηγάει τον προσωπικό του αντίπαλο όταν η ομάδα αμύνεται. Για τον φίλαθλο που λατρεύει την μπάλα, αυτό ήταν ψιλά γράμματα -αλλά ήταν αδύνατο να του το πεις αυτό του προπονητή: πόσω μάλλον να συμφωνήσει μαζί του ο Τσιάρτας.
Δουλειά
Υπερασπιζόμενος -πολλές φορές ιδεολογικά- (και δεν είναι καθόλου πληθωριστικός ο όρος) το ποδόσφαιρο που αγαπούσε, ο Τσιάρτας απέκτησε τον χαρακτήρα ποδοσφαιριστή της επόμενης δεκαετίας –σαν αυτόν θα συμπεριφέρονται και θα μιλάνε οι Ελληνες παίκτες σε δέκα χρόνια! Εμαθε να έχει άποψη για το παιχνίδι του και να την τεκμηριώνει. Απαιτούσε. Ηξερε πάντα τι ήθελε, σε ποιους μπορούσε να βασιστεί, πώς θα ήθελε η ομάδα να παίζει. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ποδοσφαιρικής ψυχανάλυσης, ο Τσιάρτας βρήκε το «εγώ» του. Είναι ένας εγωιστής, υπεράνω ομάδων, που παίρνει τον εαυτό του και τη δουλειά του (δηλαδή το ποδόσφαιρο) πάρα πολύ στα σοβαρά! Ενας άλλος π.χ. θα παραιτούνταν από τα χρήματα που του χρωστούσε η ΑΕΚ και θα πουλούσε αυτή την παραίτηση ως αγάπη για την ομάδα με αντάλλαγμα μία θέση στο νέο οργανόγραμμα –ο Τσιάρτας δεν θα το 'κανε ποτέ, όχι γιατί έτσι κι αλλιώς αποφεύγει τους λαϊκισμούς (μην ξεχνάτε ότι έχει κάνει επίθεση στον Ρεχάγκελ, όταν κανείς δεν τολμούσε να τον πιάσει στο στόμα του!), αλλά γιατί αυτά τα χρήματα αντικατοπτρίζουν ό,τι σοβαρότερο, δηλαδή τη δουλειά του. Και η δουλειά του Τσιάρτα είναι ποδοσφαιριστής, όχι οπαδός της ΑΕΚ ή του Ντέμη ή του Ρεχάγκελ. Αυτά είναι για άλλους.
Τρέλα
Αυτή η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει κάτι ελαφρύ, όπως είναι στην πραγματικότητα το ποδόσφαιρο, έχει ως αποτέλεσμα ο Τσιάρτας να είναι πολύ αρεστός σε όσους υιοθετούν τη δική του οπτική γωνία και σχεδόν αντιπαθής στους υπόλοιπους. Αναφέρομαι κυρίως σε όσους τον ξέρουν. Οι Ελληνες παίκτες, όταν έχουν κοινές αντιλήψεις, εύκολα τακιμιάζουν. Δύσκολα, όμως, λένε καλά λόγια ο ένας για τον άλλο. Η φιλία τους βασίζεται στην αμοιβαία κατανόηση, αλλά η κατανόηση δεν είναι κάτι που οδηγεί υποχρεωτικά σε θαυμασμό. Ο Τσιάρτας από τους συναδέλφους του, που τον καταλαβαίνουν, θαυμάζεται –κι αυτό, όταν μιλάμε για ένα παιδί που δύσκολα κολακεύει, είναι κατόρθωμα. Πίστευα ότι τον θαύμαζαν για την τεχνική κατάρτισή του, την ευθύτητά του και το θάρρος της γνώμης του. Τώρα που πάει στον Εθνικό κατάλαβα ότι τον γουστάρουν και για κάτι ακόμα: γιατί αγαπάει το ποδόσφαιρο μέχρι τρέλας και η αγάπη αυτή είναι στο αίμα του -μοιάζει με την αγάπη στην πατρίδα ή στη μάνα. Ο τρόπος που προσεγγίζει το ποδόσφαιρο είναι υπαρξιστικός –πολλοί από τους συνάδελφούς του αυτή την τρέλα μπορεί να την έχουν, μπορεί και όχι. Αλλά τη ζηλεύουν όλοι.
Ευτυχία
Κι εγώ τη ζηλεύω. Ο Τσιάρτας δεν θα μπορούσε να είναι φίλος μου –για τα γούστα μου είναι πολύ σοβαρός και αυτή τη σοβαρότητα τη θεωρώ ένα είδος κατάρας. Ομως, όπως μου συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που δυσκολεύομαι να καταλάβω, ομολογώ ότι αυτή η Οδύσσεια του Τσιάρτα, αυτή η περιπλάνησή του σε μια Ελλάδα που ελάχιστα του ταιριάζει, με μαγεύει. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι αντιλαμβάνεται την εκδίκηση ως ευτυχία: ναι, καλά το καταλάβατε, πάει στον Εθνικό για να κλείσει στόματα!
«Miami Vice»
Το έβλεπα μικρός, χωρίς να τρελαίνομαι, το «Μiami Vice» και πήγα να το δω και στο σινεμά. Και είναι η πρώτη ταινία της χρονιάς που μου άρεσε. Οχι επειδή μου θύμισε τα παιδικά χρόνια μου, αλλά κυρίως διότι δεν θυμίζει τη σειρά –για την ακρίβεια δεν θυμίζει καθόλου τηλεόραση.
Αυτός ο ξεχωριστός εικονολάτρης που λέγεται Μάικλ Μαν έκανε μια ταινία για να αποδείξει το εν δυνάμει της σειράς: κάθε πλάνο είναι μια πρόταση για το πώς θα μπορούσε να είναι η τηλεόραση. Οι πρωταγωνιστές έχουν κοινές φάτσες: το μουστάκι με το οποίο σακατεύεται το clean look του Κόλιν Φάρελ είναι απαραίτητο για να εξορκιστεί το φάντασμα του Ντον Τζόνσον. Ο ερωτισμός δεν κρύβεται πίσω από ιλουστρασιόν γκόμενες, αλλά στην τέχνη της απόλαυσης ενός μοχίτο: οι σκληροί του Μαϊάμι αυτή τη φορά τριγυρνούν με ταχύπλοα και Φεράρι για να κρύβουν την ταραχή τους. Ουδείς φεύγει με τη βεβαιότητα ότι είδε δύο ήρωες –καλά καλά δεν είναι κατανοητό από πού ξεφύτρωσαν, πού πάνε, τι θέλουν, τι τους περιμένει και τι θα βρουν μπροστά τους. Η ταινία ξεκινά σαν κάποιος να πήρε το τηλεκοντρόλ και να άνοιξε την τηλεόραση, ενώ το επεισόδιο έχει ξεκινήσει και κλείνει με ένα μπανάλ πλάνο εισόδου σε ένα νοσοκομείο –καμία αρχή, κανένα τέλος, μόνο μια μεγάλη παρένθεση: Ο.Κ., οι σκληροί είναι fiction, αλλά fiction με κανόνες ανθρώπινους.
Ο Μάικλ Μαν δεν θα μπορούσε ποτέ του να σκηνοθετήσει την τηλεοπτική σειρά, επειδή αγαπάει το σινεμά παράφορα. Το πλάνο του ζευγαριού που κοιμάται αγκαλίτσα είναι ένα κερασάκι τρυφερότητας, που παραδόξως λειτουργεί κόντρα στο mainstream, σαν εικόνα άλλης εποχής: απόψε φίλα με, αύριο φεύγω και θα με χάσεις –σε κανένα action movie δεν θυμάμαι μια τέτοια θεώρηση. Κι όμως, οι πρωταγωνιστές έχουν αυτό το καρικατουρίστικο που η περίσταση απαιτεί –μόνο που εντέχνως δεν είναι τηλεοπτικοί ήρωες: ο Μαν είναι σαν να λέει ότι ακόμα και για τους ήρωες της μικρής οθόνης υπάρχει μια ζωή πιο ανθρώπινη, που ώρα είναι να την ανακαλύψουμε.
Οσο περνούσε η ώρα ένιωθα τον κόσμο στο σινεμά να κουράζεται. Οι εκρήξεις ήταν λίγες, οι σκηνές με τους πυροβολισμούς όχι οι καλύτερες, το love story δεν είχε χάπι εντ –το κοινό αναζητούσε τους δικούς του κώδικες, αυτούς της μικρής οθόνης. Ο Μάικλ Μαν έκανε μια ταινία για τους υπόλοιπους: αυτούς που το «Miami Vice» στην τηλεόραση το έβλεπαν όταν δεν είχε τίποτα καλύτερο στα σινεμά.