Οι πολεμιστές Μασάι στη διάρκεια τελετουργικών χορών κάνουν άλματα, τα οποία σε αγώνα στίβου θα «καθάριζαν» εύκολα τα 2.20 μ. Πριν από 30 χρόνια, στη Νότια Αφρική έγινε προσπάθεια να πάρουν Μασάι στην εθνική ομάδα του στίβου. Το εγχείρημα απέτυχε, αφού τα άλματα γίνονταν μόνο στην τελετή και οι συνθήκες δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν σε μίτινγκ του στίβου. Στην Εθνική Ελλάδας η τελετή είναι η κόντρα με τον Τύπο. Μετά τη νίκη επί της Νορβηγίας, στο ρεπορτάζ της Εθνικής υπήρχε σύμπτωση. «Τα παιδιά πείσμωσαν μετά τις επιθέσεις του Τύπου στον Ρεχάγκελ». Το αν πεισμώνουν αφορά τους ίδιους. Πριν όμως χαρακτηριστούν τα δημοσιεύματα «επιθέσεις», ας τεθούν ορισμένα ερωτήματα:
1) Ηταν ή δεν ήταν σουρεάλ η πρόσκληση του Μιχάλη Καψή, από την οποία ξεκίνησε το τζέρτζελο; Επίσης, η δικαιολογία «καλέσαμε τον Μιχάλη για να μπει στο πνεύμα της ομάδας» ήταν ή δεν ήταν ψέμα; Εάν είχε γίνει, ο Σόλιντ τουλάχιστον έπρεπε να το ξέρει.
2) Γιατί παραπονιέται ο Γιώργος Καραγκούνης λέγοντας «επιστρέψαμε με νίκη από τη Μολδαβία και νιώθαμε σαν να είχαμε κάνει έγκλημα»; Είπε κανένας ότι έκαναν έγκλημα; Εχει πει κανένας ότι όταν η ομάδα δεν παίζει μπάλα, αλλά παίρνει αποτέλεσμα, πρέπει οι δημοσιογράφοι να μη μιλάνε ή να λένε «το αποτέλεσμα μετράει»;
3) Μετά το ματς με τη Νορβηγία, παίκτες της Εθνικής αρνήθηκαν να κάνουν δηλώσεις στην τηλεόραση. Δικαίωμά τους είναι, αν η επικοινωνία είναι αποκλειστική για τον δημοσιογράφο. Οταν όμως βγαίνουν στην τηλεόραση, τυπικά μιλάνε με τον δημοσιογράφο, αλλά ουσιαστικά με τους Ελληνες. Στο φινάλε, μπορούν να βγουν να μιλήσουν και να μη δεχθούν ερωτήσεις, όπως είχε δικαίωμα να κάνει ο Γιούρκας Σεϊταρίδης και ουσιαστικά κάνει όταν βγαίνει ο Γιώργος Καραγκούνης.
Πού στο διάολο λοιπόν αδίκησε ο Τύπος τον Ρεχάγκελ και τους παίκτες; Τι έπρεπε να γραφτεί; «Μπράβο, κόουτς, που θυμήθηκες τον Μιχάλη» και «πολύ ωραία εμφάνιση στη Μολδαβία»; Αν χρειάζονται εχθρούς για να φτιαχτούν, δικαίωμά τους. Οταν όμως ο Τύπος τους παρουσίαζε μετά το Euro σαν ημίθεους, δεν διέκρινα διαμαρτυρίες για υπερβολή. Το να διαμαρτύρονται στην πρώτη κριτική σημαίνει όχι ότι ο Τύπος τους αδίκησε, αλλά ότι τους έχει κακομάθει.
Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο «θέλω» και το «μπορώ». Η Εθνική Ελλάδας δεν θέλει να παίρνει τη νίκη με ένα γκολ. Ετσι μπορεί.
Είναι παράλογο ο Οτο Ρεχάγκελ να δίνει οδηγία «παιδιά, προσπαθούμε να βάλουμε ένα γκολ και μετά δεν είναι ανάγκη να βάλουμε δεύτερο. Κλεινόμαστε πίσω και κρατάμε το 1-0». Εάν έχεις ομάδα που μπορεί να επιβάλει το παιχνίδι της στον αντίπαλο, δεν θα της δώσεις οδηγία να μην «καθαρίσει» το ματς από νωρίς και να κινδυνεύεις να φας το γκολ στην τελευταία φάση, όπως με την κεφαλιά των Νορβηγών. Βάζεις όσα γκολ μπορείς, λυτρώνεσαι από το άγχος και ευχαριστείς τον κόσμο. Απλώς αυτό το ποδόσφαιρο μπορεί να παίξει αυτή η Εθνική. Ο Οτο Ρεχάγκελ το κατάλαβε νωρίς και αυτή ήταν η συνταγή των επιτυχιών στην Πορτογαλία. Οταν δεν μπορούμε να πάρουμε τη νίκη, την «κλέβουμε». Μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού. Ούτε δεύτερες μπάλες πετάμε στον αγωνιστικό χώρο, ούτε έπειτα από κάθε μαρκάρισμα -αν η ομάδα είναι μπροστά- ο παίκτης ξαπλώνει στο χορτάρι και δεν σηκώνεται πριν περάσει ένα δίλεπτο. Η νοοτροπία της Εθνικής είναι «Δαβίδ», κάνοντας δεκτό ότι οι αντίπαλοί της είναι «Γολιάθ». Τους τη σβουράμε με τη σφεντόνα από μακριά, διότι ξέρουμε ότι αν πάμε κοντά να πλακωθούμε, θα μας λιανίσουν. Η Εθνική Ελλάδας δεν επιβάλει το παιχνίδι της. Αφήνει τους άλλους να το επιβάλουν και αντιστέκεται ηρωικά προκειμένου να πάρει το αποτέλεσμα.
Η νοοτροπία της «ηρωικής αντίστασης» έχει δύο μειονεκτήματα. Πρώτον, στην περίπτωση που η Εθνική αντιμετωπίζει μέτριο αντίπαλο, παράγει αγωνία, αλλά κακό θέαμα. Προς απόδειξη τούτου βάζω το ερώτημα. «Αν αντί της Εθνικής Ελλάδας εναντίον της εθνικής Νορβηγίας έπαιζε η εθνική Βελγίου με τους Νορβηγούς, τι θεαματικότητα θα είχε το ματς;». Περισσότερη από το ΠΑΣ-Λεβαδειακός;». Ούτε κατά διάνοια... Ο λόγος που ο κόσμος βλέπει τα ματς της Εθνικής Ελλάδας είναι ότι αυτοί που παίζουν είναι Ελληνες. Είναι δικαίωμα του κάθε Ελληνα να λέει «εμένα με ενδιαφέρει να κερδίζει η Ελλάδα και το θέαμα μού είναι αδιάφορο». Οπως και είναι δικαίωμα του κάθε ποδοσφαιρόφιλου να πει «δεν θεωρώ το ποδόσφαιρο εθνική υπόθεση. Στρατό έχω κάνει, τους φόρους μου τους πληρώνω, μπάλα θέλω να βλέπω και όχι να νιώθω ότι εκτελώ καθήκον στο Εθνος». Το καθήκον κάθε Ελληνα πολίτη στο Εθνος είναι η υπεράσπιση των συνόρων και του πολιτεύματός του, όχι η παρακολούθηση του 5-4-1 με ξαφνικές άμυνες.
Ο Nicolas Chauvin, από το όνομα του οποίου προέκυψε ο όρος «σωβινισμός», ήταν στρατιώτης του Ναπολέοντα. Τραυματίστηκε 17 φορές, αλλά -αν και ακρωτηριασμένος- συνέχισε να είναι μάχιμος. Λέγεται ότι στη μάχη του Βατερλό, στη διάρκεια της επίθεσης των Βρετανών εναντίον της Παλιάς Φρουράς, φώναξε «η Φρουρά πεθαίνει, αλλά δεν υποχωρεί». Επίσης, στον Chauvin αποδίδεται ανεξακρίβωτα η φράση «ό,τι κάνει η πατρίδα μου είναι σωστό». Μετά την ήττα και την εξορία του Ναπολέοντα στην Αγία Ελένη, ο Chauvin έγινε αντικείμενο χλευασμού, με αποτέλεσμα ο «σωβινισμός» να αποκτήσει αρνητική χροιά.
Και μόνο το απόφθεγμα «η προδοσία είναι θέμα χρόνου» δείχνει τον κίνδυνο του «σωβινισμού». Ο «προδότης» Παναγούλης της δικτατορίας ήταν ο «ήρωας» Παναγούλης της δημοκρατίας. Αμφότεροι χαρακτηρισμοί από το ίδιο Εθνος, με άλλο πολίτευμα. Οπότε, εκτός αν φτάσουμε στο λογικό άτοπο ότι ο Παναγούλης ήταν και τα δύο, συμπεραίνουμε ότι ο χαρακτηρισμός του από την πατρίδα ήταν χρονικό θέμα. Ακόμα και να δεχθούμε ότι σε περιπτώσεις πολέμου ο πολίτης οφείλει να αναστέλλει τις αντιρρήσεις του για την πολιτική της πατρίδας του, η πραγματικότητα το διαψεύδει. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι στρατιώτες των Waffen SS καταδικάστηκαν στο σύνολο, παρ' ότι η συγκρότησή τους ήταν νόμιμη. Σε ένα λεπτό, από ήρωες είχαν γίνει εγκληματίες, σύμφωνα με το ίδιο κράτος.
Σε καταστάσεις in extremis οι υπερβολές, ακόμα και να μη δικαιολογούνται, εξηγούνται. Στον αθλητισμό όμως, εκτός αν το κράτος είναι υπανάπτυκτο ή το πολίτευμα είναι δικτατορία που ελέγχει τον Τύπο, ο σωβινισμός καταστρέφει. Πρώτα την αξιοπιστία. Στους Ολυμπιακούς, κοντά στις 20 εθνότητες αγωνίστηκαν με τα ελληνικά χρώματα. Αθλήτριες του πεντάθλου από την Αυστρία, παίκτες του μπέιζμπολ από την Αμερική, πινγκπονίστες από τη Ρουμανία και η πλήρης σειρά πολιτών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης παρουσιάζονταν σαν Ελληνόπουλα, ενώ δεν μπορούσαν να παραγγείλουν χωριάτικη σαλάτα. Ο σωβινισμός ζει από τους «εξωτερικούς εχθρούς». Αμερικανικές συνωμοσίες ανακαλύπτονταν για να καλύψουν τον Κεντέρη και τη Θάνου. Ο σωβινισμός συνήθως δεν αναιρεί τις εθνικές ευθύνες. Τις δικαιολογεί με το «εσείς κάνετε χειρότερα». Η σφαγή των Τούρκων της Τρίπολης δικαιολογείται από το μαρτύριο του Διάκου, οι εμπρησμοί των τουρκικών χωριών της ενδότερης Τουρκίας από το εκστρατευτικό σώμα με την καταστροφή της Σμύρνης από τους Τσέτες και η Μακρόνησος από τον Μελιγαλά. Ο σωβινισμός δεν στηρίζεται στο ήθος του ομιλούντα, αλλά στην έλλειψη ήθους του αντιπάλου. Οπως και στη συνέντευξη Τύπου μετά το ματς της Εθνικής Ελλάδας με τη Νορβηγία.
Εάν αντιστρέψουμε τους όρους και θεωρήσουμε ότι στη θέση της Νορβηγίας βρισκόταν η Ελλάδα, θα είχαμε αντίρρηση να διαμαρτυρηθεί ο Οτο Ρεχάγκελ σε φάση αντίστοιχη με το ανύπαρκτο οφσάιντ που σταμάτησε την επίθεση των Νορβηγών στο 80'; Να το δω και να μην το πιστέψω... Θα λέγαμε «μπράβο» στον Ρεχάγκελ που είχε τον τσαμπουκά και το είπε. Πώς τώρα είναι δυνατόν να παθαίνουμε σοκ για τη διαμαρτυρία του Αγκε Χαρέιντε; Και πώς είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι η φάση αντισταθμίζεται με την ερώτηση που του έγινε καπάκι από Ελληνα δημοσιογράφο για αγκωνιές που έριχναν οι Νορβηγοί στον Σαμαρά; Τον βάλαμε στη θέση του τον Νορβηγό ή κάναμε επίδειξη φτηνού εθνικισμού, ο οποίος θα εκτιμηθεί από τους πολιτειακούς και ποδοσφαιρικούς παράγοντες της Ελλάδας;
Το αντιπαθητικό σημείο στις εκδηλώσεις σωβινισμού είναι ότι γίνονται εκ του ασφαλούς. Το να παίζει η Ελλάδα εντός έδρας και να κάνεις ερώτηση που ευνοεί την Ελλάδα, είναι εύκολο και ασφαλές. Το ίδιο και στη Βόρεια Ευρώπη. Πήγαινε όμως, αγόρι μου, στην Τούμπα να παίζει ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός και κάνε ερώτηση για φάση από την οποία, κατά τη γνώμη σου, αδικήθηκε ο δεύτερος. Πήγαινε και μπορεί να μην εκτιμήσω την άποψή σου, αλλά θα υποκλιθώ στη μαγκιά σου. Οχι στη συνέντευξη Τύπου της Εθνικής στο Καραϊσκάκη, όπου ούτε οπαδικά καρφώνεσαι και περιμένεις να λένε «κοίτα τον ήρωα πώς έβαλε τον Νορβηγό στη θέση του».