Ανεξάρτητα από το ύφος των ανακοινώσεών της, η Λάρισα έχει το δικαίωμα να διαμαρτύρεται ότι στο θέμα του γηπέδου αντιμετωπίζεται σαν ομάδα δεύτερης διαλογής. Τουλάχιστον, αν συγκριθεί η μεταχείρισή της με αυτή του Παναθηναϊκού ή, στο παρελθόν, του Ολυμπιακού. Η Λάρισα μοιάζει να έχει πέσει σε μια περίπτωση θιγμένου εγωισμού. Και, δυστυχώς για τη Λάρισα, ο άνθρωπος που νιώθει ότι έχει θιχτεί ο εγωισμός του είναι ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Γιώργος Σουφλιάς.

Τα πάντα ξεκίνησαν από τις γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, σε ένα κράτος που αν θέλεις να κινηθείς νόμιμα σε πηδάει. Μελέτες επί μελετών, μικρότερα όρια δόμησης από αυτά που είχε δώσει το κράτος στο Καραϊσκάκη, συνυπολογισμός του γηπέδου μπάσκετ, που σήμερα λειτουργεί χωρίς άδεια, δασαρχεία, κυκλοφοριακές μελέτες, περιβαλλοντικές μελέτες, πάσα νόσος και μαλακία που τραβάει ο κάθε Έλληνας επιχειρηματίας για να πάρει άδεια για οτιδήποτε μεγαλύτερο από κοτέτσι, με τις συνεπαγόμενες αλλαγές μελετών, με τα έξοδά τους και νέες συμφωνίες με τους μελλοντικούς χρηματοδότες του έργου, οδήγησαν την ΠΑΕ Λάρισα στο μεγαλύτερο λάθος της ιστορίας της: ο Πηλαδάκης να παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου, παρά τις προειδοποιήσεις στελεχών του ΥΠΕΧΩΔΕ ότι τον υπουργό ενοχλούν τέτοιες κινήσεις στην εκλογική περιφέρειά του. Η συνέντευξη έγινε. Και από τότε ο υπουργός έδειξε τη δυσαρέσκειά του, ενεργοποιώντας το μεγαλύτερο όπλο: τη γραφειοκρατία.

Η γραφειοκρατία βασίζεται σε ένα τρικ. Στο να πηγαίνεις κάθε φορά, να παίρνουν το χαρτί που ζήτησαν, αλλά να σου ζητάνε δύο καινούργια. Μέχρι που κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι αντί να σκέφτεσαι το έργο, σκέφτεσαι τα χαρτιά που πρέπει να μαζέψεις. Το ίδιο συμβαίνει, για παράδειγμα, με τα γήπεδα του γκολφ, που ενώ στη Δυτική Ευρώπη μπορούν να κατασκευαστούν σε τρία χρόνια και στην Τουρκία σε λιγότερο, στην Ελλάδα χρειάζονται επτά και πλέον χρόνια, που δεν αναλώνονται στην κατασκευή, αλλά σε συλλογή χαρτιών για να νιώσουν οι υπάλληλοι του Δημοσίου ασφαλείς ότι δεν έχουν ευθύνη.

Ενώ, όμως, στις περιπτώσεις των γηπέδων του γκολφ το πρόβλημα είναι η ευθυνοφοβία, το γήπεδο της Λάρισας «κολλάει» στο πείσμα ενός υπουργού που ένιωσε ότι τον μειώνουν. Εάν ο εγωισμός και η οργή κάθε αξιωματούχου διαφοροποιεί τη συμπεριφορά του Δημοσίου, ας μου επιτραπεί να πω ότι αυτό δεν λέγεται δημοκρατία, αλλά σατραπεία.

«Επιτέλους! Μετά την ΑΕΚ ο Μπότος θα κάνει μπουρδέλο και τον Ολυμπιακό για τον Γιαννάκη». Το SMS δεν συνοδευόταν από ενδεικτικό αριθμό θύρας για να φανεί η ομάδα του ακροατή που το έστελνε, αλλά, στη ροή της συζήτησης που είχαμε με τον Κάρπετ στην εκπομπή του SuperΣΠΟΡ FM, η εντύπωση που άφηνε ήταν αυτή του ΑΕΚτσή. Με τη διαμαρτυρία του για μειωτική αντιμετώπιση του Οκκά από το προπονητικό τιμ του Ολυμπιακού, ο Κώστας Μπότος για μία ακόμα φορά έβαζε φωτιά σε διοίκηση για λογαριασμό του πελάτη του. Πριν, όμως, ο Μπότος σταυρωθεί –με καρφιά Faca d’ Οro ελπίζω– ας δούμε αυτή την ιστορία χωρίς οπαδική τοποθέτηση.

Πριν από λίγο καιρό ο Κώστας Χαραλαμπίδης είχε λύσει τη συνεργασία του με τον Φάνη Κλωνόπουλο, κατηγορώντας τον ότι στη μεταγραφή στον ΠΑΟΚ υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του Παναθηναϊκού περισσότερο από τα δικά του. Ανεξάρτητα από την αλήθεια, το να έχεις πελάτη και την ομάδα και τον παίκτη οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Αν ήμουν παίκτης, θα προτιμούσα να είχα 10 Μπότους έτοιμους να καταστρέψουν την ησυχία μιας ομάδας παλεύοντας για τα συμφέροντά μας, παρά το πιο καλό παλικάρι, που θα είχα την αγωνία σε κάθε ντιλ αν κοιτάζει τι συμφέρει εμένα ή τον ιδιοκτήτη. Τι συμβαίνει, όμως, με τους μάνατζερ; Ειδικά στην Ελλάδα…

Ο μάνατζερ ή ατζέντης είναι απαραίτητος στο σημερινό ποδόσφαιρο. Μέχρι πριν από 30 χρόνια, όταν οι ξένες μεταγραφές στην Ελλάδα αφορούσαν τρεις ομάδες και έξι ποδοσφαιριστές, ο μάνατζερ δεν ήταν τόσο σημαντικός. Ηταν συνήθως κάποιος Ελληνας ιδιοκτήτης ταβέρνας του εξωτερικού, που ό,τι του τράβαγε το μάτι το πρότεινε στο αφεντικό της αγαπημένης ομάδας του και όταν η δουλειά έκλεινε, περίμενε ένα πουρμπουάρ. Μια άλλη κατηγορία μάνατζερ ήταν ξένοι, κυρίως Νοτιοαμερικανοί, που έμεναν μόνιμα στην Ελλάδα και πλάσαραν παίκτες κατά κανόνα προβληματικούς ή κατεστραμμένους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Σήμερα, με τις ομάδες μέχρι και στο Περιφερειακό να παίρνουν παίκτες από τις πέντε ηπείρους, ο μάνατζερ χρειάζεται άλλα στοιχεία.

Πρώτον, χρειάζεται την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Οι παίκτες που πούλησε στο παρελθόν να ανταποκρίνονταν στις υποσχέσεις που είχε δώσει. Για παράδειγμα, η σχέση του Αγγελου Τραυλού με τον Ολυμπιακό έχει περάσει από πολλές φάσεις. Σήμερα, μετά την απόδοση του Μιχάλη Καψή στον Ολυμπιακό, η σχέση του πρέπει να βρίσκεται σε all times low. Διότι όχι μόνο ο Καψής δεν απέδωσε τα αναμενόμενα –γεγονός για το οποίο δεν ευθύνεται απαραίτητα ο παίκτης ή ο μάνατζέρ του– αλλά δεν μπόρεσε και να του βρει άλλη ομάδα, όταν ο Ολυμπιακός το καλοκαίρι είχε ζητήσει να λύσει το συμβόλαιο.

Η ομάδα θέλει όταν ο μάνατζερ φέρνει παίκτες να έχει και την ικανότητα να τους βρίσκει άλλη ομάδα αν η μεταγραφή δεν κάτσει. Επίσης, σε περίπτωση που ο παίκτης νυχτοπερπατάει, ο μάνατζερ πρέπει να του περάσει το μήνυμα να περιορίσει τις εξόδους. Αυτά, όμως, ενδιαφέρουν τη διοίκηση. Τι ενδιαφέρει τον παίκτη;

Ο παίκτης θέλει να έχει μάνατζερ που θα του βρει μια ομάδα η οποία θα ανεβάσει την αξία του. Δηλαδή μια ομάδα που το στυλ του παιχνιδιού της θα του επιτρέπει να διακριθεί. Για παράδειγμα, αν ήμουν μάνατζερ του Χάρη Παππά, η τελευταία ομάδα που θα του πρότεινα είναι ο Ολυμπιακός. Μια ομάδα που στο πρωτάθλημα στα 25 από τα 30 ματς βρίσκεται στην επίθεση να πιέζει, είναι ό,τι χειρότερο για έναν παίκτη που βασίζεται στις αντεπιθέσεις για να εκμεταλλευθεί την ταχύτητά του. Επίσης, να του κλείσει το καλύτερο δυνατό συμβόλαιο σε μια ομάδα που για να πάρει τα λεφτά του δεν θα χρειάζεται να πάει στη FIFA. Το κύριο, όμως, προσόν του καλού μάνατζερ είναι η πίστη στα συμφέροντα του πελάτη του.

Οπου κι αν πήγε τον Οκκά ο Μπότος, έφυγε εισπράττοντας τα οφειλόμενα μέχρι δεκάρας, χωρίς να φοβηθεί ότι χαλάει τη σχέση του με τη διοίκηση και δεν θα μπορέσει να ξαναπουλήσει παίκτη. Είχε δίκιο. Η ΑΕΚ αγόρασε τον Παναγιώτη Κονέ παρά το επεισοδιακό «διαζύγιο» με τον Οκκά, χωρίς ο Μπότος να φοβηθεί από το γεγονός ότι τον παίκτη διεκδικούσε ο Ολυμπιακός. Ο Μπότος πήγε τον Κλέιτον στη Λάρισα, παρ' ότι έχει ειπωθεί ότι ο Ηλίας Δαμήλος είχε πει μέχρι και ότι θα τον δείρει. Συμπέρασμα; Κάποιος μπορεί να πει για τον Κώστα Μπότο ακόμα και ότι ντύνεται σαν πατσαβούρα. Ότι, όμως, σκέφθηκε τη διοίκηση πριν από τον πελάτη του, ποτέ.

*Η ιστορία με τις μετοχές του Εθνικού και τους ανύπαρκτους μετόχους που ανέφερε ο Φοίβος Μορίδης έχει μεγαλύτερες προεκτάσεις από όσες αφορούν τον Εθνικό.

Πρώτον, η φράση «την ΠΑΕ την αγόρασα πάνω σε 24 λευκές σελίδες, που αντιπροσώπευαν τις μετοχές της ΠΑΕ. Είκοσι τέσσερις μέτοχοι φέρονται ότι μου πούλησαν τις μετοχές τους» έχει νομικό ενδιαφέρον. Πώς διάολο έγινε αυτή η αγοραπωλησία; Χέρι χέρι στο καφενείο, «πόσες μετοχές έχεις; Κάνε μια καλή τιμή να δώσουμε τα χέρια»; Πώς γίνεται μέτοχοι να πουλάνε μετοχές που δεν έχουν, μέτοχοι να εμφανίζουν μετοχές που δεν είχαν αναφερθεί και ο Μορίδης να λέει ότι δεν υπάρχουν τίτλοι; Εδώ κληρονομική δωρεά να κάνεις, χρειάζεσαι συμβολαιογράφο. Η αγοραπωλησία του Εθνικού έγινε χωρίς συμβολαιογραφική πράξη;

Δεύτερον. Ξέρω πόσο χοντρόπετσοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί, αλλά το Υπουργείο Εμπορίου τι έχει να πει για την κατάσταση της Ποδοσφαιρικής Ανωνύμου Εταιρείας του Εθνικού; Ακόμα περισσότερο, τι έχει να πει το απαξιωμένο κυβερνητικό όργανο που ονομάζεται Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού; Υποτίθεται ότι στην ΕΕΑ κατατίθενται οι φάκελοι κάθε επαγγελματικής ομάδας για να αδειοδοτηθεί. Τι, γαμώτο μου, έχει μέσα ο φάκελος του Εθνικού; Χαρτοπετσέτες; Χαρτί τουαλέτας; Επίσης, τι κάνει ο Γιώργος Ορφανός, υπό την εποπτεία του οποίου βρίσκεται η επιτροπή; Χαμογελάει; Αν ναι, είναι ο μόνος...

*Την έκτη αγωνιστική ο Ολυμπιακός εξάντλησε τα περιθώρια χρηματικών προστίμων από την πειθαρχική επιτροπή της Σούπερ Λίγκας. Πρώτο πρόστιμο 12 χιλιάρικα, δεύτερο 20, τρίτο 50 και στο εξής η τιμωρία θα είναι ματς κεκλεισμένων των θυρών. Το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι ότι με τα χρηματικά πρόστιμα ευνοημένη είναι η ΕΠΟ, η οποία εισπράττει 25%. Από τα 400 κατοστάρικα των πρώτων προστίμων, ένα κατοστάρι κατέληξε στην ΕΠΟ. Παρηγοριά, βέβαια, μπροστά στο μεγάλο κόλπο που θα γινόταν με τις κίτρινες κάρτες. Αν εφαρμοζόταν το αρχικό σχέδιο, ομάδες όπως η Προοδευτική θα έπρεπε να πληρώνουν στο τέλος της σεζόν 12 εκατομμύρια πρόστιμο. Κανονισμός που όταν φάνηκε η γελοιότητά του μαζεύτηκε στη μούγκα, χωρίς δικαιολογία και εξήγηση.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube