Η ΑΕΚ θα μπορούσε να πάρει την ισοπαλία. Με ένα καπρίτσιο της τύχης ακόμα και τη νίκη. Για μια ακόμα φορά προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει την πρώτη νίκη της σε ματς του Τσάμπιονς Λιγκ. Αιτία, η ποιότητα του Κεϊτά.
Σπανίως δύο γκολ σε ένα ματς έχουν τέτοια ομοιότητα. Οταν όμως συμβαίνει, κάτι επαναλαμβάνεται. Στο ματς του «Φελίξ Μπολάρ» επαναλαμβανόταν το πρόβλημα των αμυντικών της ΑΕΚ στα αριστερά να αναχαιτίσουν τον Κεϊτά, συνδυασμένο με την απειρία του Σωκράτη Παπασταθόπουλου, ο οποίος δύο φορές αντί να καλύψει την ευθεία της πάσας προς το φορ βρέθηκε να κυνηγάει τον αντίπαλο.

Το πρόβλημα της ΑΕΚ στα αριστερά ήταν ότι όταν ο Κεϊτά έμπαινε στην περιοχή, ο Ουντέζε, ο Τσιρίλο ή ο Εμερσον δεν ένιωθαν την εμπιστοσύνη να βγουν προς την μπάλα χωρίς τον φόβο ότι θα κάνουν πέναλτι. Το πρόβλημα της ΑΕΚ στο κέντρο είναι ότι ο Παπασταθόπουλος -που στάθηκε ικανοποιητικά και δεν είχε πρόβλημα να αποκρούει την μπάλα κατά πρόσωπο- δεν μπορούσε να καλύπτει την μπάλα, όταν του έβγαινε πλάτη. Η διαφορά ανάμεσα στο αριστερό άκρο και το δεξί ήταν στην ποιότητα των παικτών. Αντίθετα με τον Ουντέζε, ο Γεωργέας δεν είχε πρόβλημα να παίξει τον Κεϊτά χωρίς καν τη βοήθεια κεντρικού αμυντικού, αφού από την πλευρά του έπαιζε ο Παπασταθόπουλος.

Κατά τ' άλλα, τα γνωστά. Ξέρουμε ότι ο Νίκος Λυμπερόπουλος είναι ο καλύτερος Έλληνας παίκτης με την πλάτη στο τέρμα, κερδίζοντας χρόνο μέχρι να κατέβουν οι συμπαίκτες του. Ξέρουμε ότι ο Βασίλης Λάκης δεν μπορεί να δώσει βοήθειες στην άμυνα. Δεν είχαμε πρόβλημα να δούμε ότι ενώ ο Τόζερ ξέρει μπάλα, είναι αμφίβολο αν μπορεί να αντέξει τον ρόλο του ηγέτη στην Ευρώπη. Έχουμε καταλάβει ότι ο Λορένσο Φερέρ δεν έχει πρόβλημα να ρισκάρει, αλλά έχει ένα κόλλημα να χρησιμοποιεί βαρύ φορ στη δεξιά γραμμή, όπως στο παρελθόν έκανε με τον Καπετάνο και χθες με τον Ντελίμπασιτς, την ώρα που ο μοναδικός παίκτης του που θα μπορούσε να βοηθήσει στη συγκεκριμένη θέση, ο Περπαρίμ Χετεμάι, δεν βρισκόταν καν στον πάγκο.

Αυτή τη φορά τα πουρά και όχι τα πιτσιρίκια του Φερέρ έκαναν μία αξιοπρεπέστατη εμφάνιση και μπορούσαν να πάρουν την ισοπαλία. Με ένα βαθμό, όμως, και με την ΑΕΚ να κυνηγάει την πρώτη νίκη της, το μόνο που κερδήθηκε στο χθεσινό ματς είναι περισσότερο άγχος για τη συνέχεια.

Ανήκω στην κατηγορία των πολιτών που έχουν ελάχιστο σεβασμό στη δημοκρατία, αλλά την υποφέρουν ελλείψει καλυτέρου συστήματος. Οι δικτατορίες είναι από τη φύση του συστήματα στα οποία κάποιος έχει επιβάλει την ισχύ τους και διατηρεί τη νοοτροπία του τσαμπουκά. Σοσιαλιστική δημοκρατία αντέχει σε χώρες τύπου Κίνας την εποχή του '50, όταν η μεγαλύτερη απαίτηση του αγρότη-εργάτη ήταν να έχει αρκετή σόγια το ρύζι του και η αισθητική του δεν ξεπέρναγε την αισθητική του Καραγκιόζη. «Ο Καραγκιόζης Μεγαλέξαντρος» γινόταν «Ο Μάο με μπανιερό», ενώ είναι αξιοσημείωτη η σύμπτωση ότι αμφότεροι έχουν παίξει τον ρόλο του αγροτικού γιατρού. Οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες τα φτύνουνε από τη στιγμή που ο πολίτης βαρεθεί τη στολή του Μάο και απαιτήσει τζιν. Οσο για το επιχείρημα «δώστε μας άλλη μία ευκαιρία. Φταίει ο τρόπος που εφαρμόσανε το σύστημα», της δεύτερης γενιάς των σοσιαλιστών, παραείναι μεγάλη απαίτηση. Σε 100 εφαρμογές καπιταλισμού, τα αποτελέσματα πάντα ήταν ίδια. Ακριβώς το ίδιο και στις 100 φορές που εφαρμόστηκε ο σοσιαλισμός, σε διαφορετικές χώρες. Τι νόημα, λοιπόν, έχει το «άλλη μία ευκαιρία»; Κάτι σαν αβάτζο κορδόνι στο μπιλιάρδο;

Το μόνο σύστημα που -για μένα- έχει λογική είναι η αριστοκρατία, με την έννοια της «κυβέρνησης των αρίστων». Το πρόβλημα είναι ποιος θα εκλέγει τους άριστους. Κάποια μορφή πανεπιστημιακού ιδρύματος, στο οποίο ο αριστούχος στη στρατιωτική ιστορία θα γίνεται υπουργός Εθνικής Αμυνας και ο αριστούχος της Ιατρικής υπουργός Υγείας; Κομμάτι δύσκολο... Πρώτον, το να είσαι καλός στην τεχνική δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι και καλός στη διοίκηση και, δεύτερον, ποιος θα επιλέγει τους πανεπιστημιακούς που θα βαθμολογούν τους άριστους; Το μεγαλύτερο πρόβλημα, πάντως, των πολιτικών συστημάτων είναι ότι εξαρτώνται λιγότερο από τον τύπο τους και περισσότερο από τους αριθμούς των πολιτών.

Ας υποθέσουμε ότι μια ομάδα πέντε ατόμων ναυαγεί σε ερημονήσι. Ακόμα και αν προέρχονται από διαφορετικές τάξεις, αυτόματα θα αναλάβουν τους ρόλους που μπορούν να προσφέρουν. Ας υποθέσουμε ότι σε μια ομοιογενή κοινωνία των δέκα χιλιάδων ατόμων πρέπει να μοιρασθούν οι κοινωνικοί ρόλοι. Θα αναγκασθεί να καταφύγει στην ψηφοφορία, διότι -λογικά- περισσότερα του ενός άτομα θα θέλουν τους ηγετικούς ρόλους. Οι εκλογείς, όμως, θα τους ψηφίζουν με τα ίδια περίπου κριτήρια, αφού ταξικά θα έχουν την ίδια προέλευση και μορφωτικά το ίδιο περίπου επίπεδο. Ας υποθέσουμε ότι μια κοινωνία των 10 εκατομμυρίων ατόμων, όπως η σημερινή Ελλάδα, εκλέγει πρωθυπουργό. Οι ομάδες των πολιτών που θα τον εκλέξουν είναι τραγικά ανομοιογενείς. Ο ψαράς της Καλύμνου δεν έχει καμία σχέση με τον ακαδημαϊκό του Deree. Ο καθένας ψηφίζει αυτόν που νομίζει καλύτερο, αλλά -παρά το παραμύθι που συχνά επαναλαμβάνεται- ο τελικός νικητής δεν είναι αυτός που αντιπροσωπεύει τον μέσο όρο των πολιτών. Ο νικητής είναι αυτός που αντιπροσωπεύει 100% τα συμφέροντα και το επίπεδο της πληθυσμιακά ισχυρότερης τάξης, ενώ πιθανόν να αντιπροσωπεύει κατά 0% ένα ολιγομελές κομμάτι του πληθυσμού. Αρα, το «αυτόν που επιλέξαμε» δεν σημαίνει τίποτα, αφού δεν είναι κοινή επιλογή. Η δημοκρατική σύμβαση είναι η υποχρέωση να σέβεσαι την επιλογή των πολλών, ακόμα και όταν διαφωνείς. Οταν η γνώμη σου πλησιάζει την κοινή γνώμη, οι αποκλίσεις στις επιλογές είναι μικρές. Οταν όμως η γνώμη σου διαφέρει κατά πολύ από τον μέσο όρο, στη δημοκρατία είσαι καταδικασμένος να υποφέρεις τη δημοκρατία της εξουσίας. Είσαι παράπλευρη απώλεια του εκλογικού συστήματος. Αλλά η παρηγοριά είναι μικρή. Είσαι απώλεια.

Το βιβλίο που μεταφορικά προσέγγισε το πρόβλημα του πολίτη που βρίσκεται «ναυαγισμένος» σε μια παράταιρη κοινωνία είναι το «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», του Τζόναθαν Σουίφτ. Συνήθως αντιμετωπίζεται σαν παραμύθι, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αλληγορία ενός ανθρώπου που ταξιδεύοντας στη ζωή ναυαγεί σε χώρες νάνων και γιγάντων και βασανίζεται, επειδή το στοιχείο για το οποίο δεν μπορεί να κάνει τίποτα, τα μέτρα του, είναι διαφορετικό. Στο όνομα του Γκιούλιβερ και όλων όσοι νοιώθουμε ότι μια κατάρα μάς έκανε να γεννηθούμε στη χώρα που ο Παναγιώτης Ψωμιάδης μπορεί και παίρνει 50%, συμπάσχω. Είμαι πρόθυμος να συνεχίσω να διαβιώ με τους ψηφοφόρους του. Φυσικά, είμαι υποχρεωμένος να ανέχομαι την επιλογή τους. Να τη σεβαστώ όμως, όχι. Ακόμα και η δημοκρατία δεν αξίζει τέτοια θυσία.

Τη Φιλοθέη, του Παπάγου και τις υπόλοιπες περιοχές των Αθηνών, τις γνωστές και με τον χαρακτηρισμό «Χουντέικα», είναι αδύνατον να τις διασχίσεις κατευθυνόμενος προς άλλη περιοχή. Οι δήμαρχοι των περιοχών αυτών έχουν μονοδρομήσει με τσαμπουκά κατά τέτοιον τρόπο τις περιοχές τους, που είναι αδύνατον να τις χρησιμοποιήσεις ως δρόμους πρόσβασης. Αντίθετα, η Αθήνα είναι μονοδρομημένη κατά τέτοιο τρόπο, που να εξυπηρετεί τους κατοίκους των... Βουπού, όταν κατεβαίνουν στο κέντρο. Υπάρχει κανένας δήμαρχος Αθηναίων που να μπορεί να δείξει ότι σέβεται τους δημότες του και να μην είναι κότα, να μονοδρομήσει και αυτός έτσι τους δρόμους, που όποιος κατεβαίνει από τα Βουπού να λέει τον Δεσπότη Παναγιώτη;

Στο «The Radical Soap Opera» του Zane Mairowitz και στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον γερουσιαστή Joe MacCarthy, ο συγγραφέας αναφέρεται στον τρόμο που προκάλεσε στην αμερικανική Αριστερά. Λιγότερο για τις πεποιθήσεις του και περισσότερο για την εμφάνισή του. Ο MacCarthy ήταν πανομοιότυπος σε στυλ με τον John Garfield, τον αγαπημένο ηθοποιό των Αμερικανών κομμουνιστών. Οπως και με τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οποίο το κομμουνιστικό κόμμα απεγνωσμένα προσπαθούσε να συνδέσει με το μεγάλο κεφάλαιο, όταν ήταν γνωστό ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις ήθελαν τον πόλεμο να τελειώσει πριν καταστραφούν, έτσι και με τον Μακ Κάρθι οι προσπάθειες ήταν να περαστεί η εικόνα του χοντρού πλουτοκράτη με το πούρο. Ο ΜακΚάρθι, φυσικά, κάπνιζε πούρο. Αλλά από τα stooges των 10 cents που κάπνιζε κάθε εργάτης στις οικοδομές. Η αμηχανία του κομμουνιστικού κόμματος μπροστά στο φαινόμενο Ψωμιάδη είναι ότι έχει να αντιμετωπίσει την πραγματική εικόνα του επιτυχημένου παιδιού του λαού. ΠΑΟΚτσής, που τραγουδάει λαϊκά, με μια δίμετρη –μάλλον Ουκρανέζα– στο πλάι και με μια Mercedes στο γκαράζ, ο Ψωμιάδης είναι ο Ναζωραίος των ονείρων κάθε σύγχρονου οικοδόμου που έφτασε να γίνει εργολάβος. Στο μεταξύ, ο Χαλβατζής προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον λαό, φορώντας γκρίζο κοστούμι και ανοιχτό άσπρο πουκάμισο, που ούτε στα Τίρανα δεν υπάρχει αυτό το look.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube