Απόψε ξεκινάει η καριέρα του Βίκτορ Μουνιόθ στον Παναθηναϊκό και η συνηθισμένη ερώτηση που γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πόσο χρόνο χρειάζεται ένας προπονητής –και μάλιστα ξένος για να καταφέρει να βάλει τη σφραγίδα του σε μία ομάδα. Η απάντηση είναι ότι όσο πιο γρήγορα καταλάβει πού βρίσκεται τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να κάνει καλά τη δουλειά του.

Κάποτε στην Ιταλία είχα ρωτήσει τον Ζντένεκ Ζέμαν όταν είχε αναλάβει τη Λάτσιο πόσο καιρό χρειάζεται για να φανεί η δουλειά του. Στη Φότζια, στην οποία δούλευε προηγουμένως, τον συνόδευε η φήμη του πρωτοπόρου, αυτού που κάνει πράγματα που οι υπόλοιποι θα ανακαλύψουν σε δέκα–δεκαπέντε χρόνια. Οταν το 1994 ήρθε στη Ρώμη, είχα πάει από περιέργεια να δω τις πρώτες προπονήσεις της Λάτσιο. Και αν εξαιρέσει κανείς την (ασυνήθιστη) έντασή τους και την επιμονή του κόουτς στις προσχεδιασμένες φάσεις, μου είχαν φανεί πολύ λογικές. Οταν τον ρώτησα πόσο χρόνο θα χρειαστεί, μου απάντησε ότι έχει σκοπό να εξαντλήσει το τριετές συμβόλαιό του και όταν φύγει, να αφήσει μια ομάδα καλύτερη από αυτή που βρήκε! «Ο χρόνος που χρειάζεται ο προπονητής είναι αυτός που η ομάδα τού δίνει, επιτρέποντάς του να δουλέψει. Αν με διώξουν σε ένα μήνα, προφανώς δεν θα έχω εκμεταλλευτεί σωστά αυτές τις 30 μέρες που με ανέχθηκαν», μου είπε. Και μου εξήγησε ότι όταν μιλάμε για παίκτες εμπειρίας και όχι για μαθητούδια σε τσικό, ο προπονητής μπορεί να δείξει τι θέλει σε τρεις προπονήσεις: το αν οι παίκτες θα ακολουθήσουν το «πιστεύω» του, είναι άλλη ιστορία.

Χρόνος

Ενας προπονητής που προσπαθεί να μάθει σε μια ομάδα κατιτίς, λίγο χρόνο τον χρειάζεται. Περισσότερο απαραίτητο όμως είναι να καταλάβει γρήγορα τι υλικό έχει στα χέρια του. Ο Σκάζνι ξεκίνησε με ήττα από την Κέρκυρα, διότι έβαλε τον ΠΑΟ να πρεσάρει ψηλά. Ο Μαλεζάνι νίκησε με τα χίλια ζόρια τον Πανιώνιο (0-1) στην πρεμιέρα του, διότι τον περίμενε με βασικό σκοπό να διασφαλίσει το «μηδέν» στα μετόπισθεν. Αναφέρομαι επίτηδες σε αυτούς τους δύο, επειδή ήταν ξένοι και κυρίως επειδή δεν ήξεραν καλά την πραγματικότητα του Παναθηναϊκού: ο Τότης Φυλακούρης και ο Βέλιτς, οι οποίοι ανέλαβαν κι αυτοί τον ΠΑΟ στη μέση της σεζόν, χωρίς να κάνουν τίποτα θεαματικό, είχαν καλύτερα αποτελέσματα τουλάχιστον στην πρεμιέρα τους, διότι γνώριζαν όχι μόνο τις δυνατότητες του Παναθηναϊκού, αλλά και τις αδυναμίες του.

Λογική

Αν ένας προπονητής έχει κάτι να διδάξει σε μια ομάδα, χρειάζεται χρόνο –έτσι λέει η κοινή λογική. Η ίδια λογική λέει ότι αν ο κόουτς δεν έχει να διδάξει και πολλά και είναι απλώς ένας μεγάλος εμψυχωτής, τότε τα πρώτα αποτελέσματά του είναι καλύτερα από τα επόμενα. Ολα αυτά ισχύουν, όμως στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες. Και όλη η πλάκα είναι αυτή: αν ξέραμε από πριν τι θα γίνει, το ποδόσφαιρο θα ήταν φρικτά βαρετό. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρεμιέρα ενός προπονητή δεν εξαρτάται τόσο από τη διάθεσή του να διδάξει όσο από τη γνώση του σχετικά με τι τον περιμένει. Θα 'λεγα ότι η γνώση μετράει καθοριστικά περισσότερο από τη μεθοδολογία.

Σάντος

Θα φέρω δύο παραδείγματα. Το πρώτο είναι ο Φερνάντο Σάντος. Οταν πήγε στην ΑΕΚ την πρώτη φορά, την εποχή της ηγεμονίας του Μάκη Ψωμιάδη, ο Πορτογάλος κατάλαβε πού βρισκόταν από τα γεγονότα και τους ανθρώπους που συνάντησε. Επειτα από δύο εβδομάδες δουλειάς σε εκείνη την ΑΕΚ, ο Σάντος είχε δει να αλλάζει το γραφείο Τύπου και η μισή διοίκηση! Οι περισσότεροι από αυτούς που συνάντησε όταν ήρθε, έπειτα από δεκαπέντε μέρες έλειπαν. Ο κόουτς διαπίστωσε χάρη στην καθοδήγηση του Βέλιτς και -γιατί όχι;- κάποιων δημοσιογράφων ότι εκείνη η ΑΕΚ είχε καταρχάς ανάγκη από αποτελέσματα, μπας και βρει λίγη ηρεμία. Εκανε μια κάπως χαλαρή προετοιμασία και παρουσίασε στην πρεμιέρα του μια ομάδα έτοιμη, η οποία ξεκίνησε πηγαίνοντας από νίκη σε νίκη. Η αγωνιστική κοιλιά ήρθε μετά και πληρώθηκε ακριβά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οπως άλλη ιστορία ήταν και η συμπεριφορά του Πορτογάλου στον ΠΑΟ. Γνωρίζοντας τις ανάγκες μιας ομάδας που είχε για ένα χρόνο ως αντίπαλο, ο Σάντος πίστεψε ότι στον Παναθηναϊκό θα υπάρχει υπομονή και χρόνος: δεν του τα είχαν πει καλά! Το βαρύ πρόγραμμα του Σπράι το καλοκαίρι εκτελέστηκε κατά γράμμα και ο ΠΑΟ ήταν αδύνατον επί ενάμιση μήνα να αλλάξει ταχύτητα. Ο Σάντος, ο οποίος νόμιζε ότι είχε καταλάβει πού βρισκόταν, απολύθηκε πριν βγάλει δίμηνο.

Σόλιντ

Το δεύτερο παράδειγμα είναι ο Τροντ Σόλιντ. Πέρυσι του 'λαχε να ξεκινήσει με αντίπαλο τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ. Για καλή του τύχη, ο Κούλης Δουρέκας και ο Σάββας Θεοδωρίδης του εξήγησαν ότι το ματς αυτό δεν είναι όπως τα υπόλοιπα. Ο Νορβηγός αντιμετώπισε τον ΠΑΟ πολύ κλειστά –ο Ολυμπιακός του δεν έπαιξε έτσι σε κανένα άλλο ματς κατά τη διάρκεια της χρονιάς! Κι όμως, εκείνη η νίκη –βασισμένη σε έναν τρόπο παιχνιδιού τον οποίο ο Σόλιντ δεν αποδέχεται!– είναι αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να δουλέψει ολόκληρη τη σεζόν χωρίς πρόβλημα.

Προετοιμασία

Υπάρχει η προετοιμασία της ομάδας, αλλά υπάρχει και η προετοιμασία του προπονητή. Οσο και να ακούγεται οξύμωρο, οι προπονητές χρειάζονται επίσης καθοδήγηση όχι μόνο για να διαπιστώνουν έγκαιρα πού βρίσκονται, αλλά και για να οργανώνουν τη δουλειά τους. Ο Παναθηναϊκός, για παράδειγμα, τη δεδομένη στιγμή δεν έχει ανάγκη από κάποιον που να διδάξει στην ομάδα πώς γίνεται η διαγώνιος στη φάση της επίθεσης, αλλά από κάποιον ο οποίος θα δείξει στους παίκτες εμπιστοσύνη. Μετά τα ματς με τη Χάποελ και την ΑΕΚ θα ξέρουμε αν αυτό το πολύ βασικό το έχουν εξηγήσει στον Ισπανό...


Βιασύνη

Δύο πράγματα μπορεί να κάνουν πετυχημένη την παρουσία μιας ελληνικής ομάδας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι να καταφέρει να διακριθεί. Το δεύτερο είναι να καταφέρει να «ψήσει» κάποιους ποδοσφαιριστές. Φέτος η ΑΕΚ είδε πολλούς παίκτες της να παίρνουν το χρίσμα στη διοργάνωση: ο Τσιρίλο, ο Σορεντίνο, ο Κυριακίδης, ο Ουντέζε, ο Παουτάσο, ο Χετεμάι, ο Καπετάνος, ο Λαγός, ο Τόζερ, ο Σέζαρ. Ισως και άλλοι να πήραν το βάπτισμα του πυρός, το θέμα όμως είναι πόσοι από τους παίκτες αυτούς είναι επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ. Προφανώς η «Ενωση» πρέπει να επενδύσει στους νεότερους, σε αυτούς που έχουν μπροστά τους όλο τον απαραίτητο χρόνο ώστε μαζεύοντας εμπειρίες να γίνουν καλύτεροι. Μόνο που όσο πιο νέος είναι ένας παίκτης, τόσο ευκολότερα «καίγεται». Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς.

Η περίπτωση του νεαρού Παπασταθόπουλου είναι η πιο ενδιαφέρουσα. Ο Φερέρ τον έριξε στη «μάχη» στο ματς με τη Λιλ κι αυτός τα πήγε αρκετά καλά στο ατομικό μαρκάρισμα (εξαφανίζοντας τον προσωπικό του αντίπαλο) και αρκετά άσχημα στις περιπτώσεις που έπρεπε να καλύψει χώρους ή να βγει στην μπάλα πριν από τους επιθετικούς. Το παιδί καλό είναι να ξεχάσει και τα καλά και τα άσχημα της βραδιάς και να κρατήσει μόνο τη γλυκιά ανάμνηση της εμπειρίας. Το θέμα όμως δεν είναι ο Παπασταθόπουλος: η αληθινή ερώτηση που συνοδεύει κι αυτόν και τους υπόλοιπους μικρούς είναι αν θα συνεχιστεί αυτή η αποσπασματική χρησιμοποίησή τους. Μέχρι τώρα ο Φερέρ δίνει χρόνο στους πιτσιρικάδες σαν να πρόκειται για βετεράνους αναπληρωματικούς: κανείς τους δεν είναι ακόμα βασικός (ο Χετεμάι στο τελευταίο ματς έχασε τη θέση του από τον Λάκη, ο οποίος δεν είναι «ενδεκαδάτος») και κανείς δεν αντιμετωπίζεται ως παίκτης που ξεκινάει τώρα! Ο Ισπανός χρησιμοποιεί τους μικρούς σαν να είναι ίδιοι με τους μεγάλους: το ρίσκο είναι τεράστιο όχι για την ΑΕΚ, αλλά για τους παίκτες. Αν πέρυσι κάποιοι από αυτούς δεν έπαιζαν, φέτος όχι μόνο παίζουν, αλλά «χρεώνονται» και ήττες!
Στο τέλος της χρονιάς είναι βέβαιο ότι η «Ενωση» θα έχει κερδίσει κάποιους παίκτες για το ρόστερ της. Και ο Τόζερ και ο Χετεμάι και ο Κυριακίδης και ο Παπασταθόπουλος θα έχουν παίξει αρκετά. Πολύ φοβάμαι όμως ότι τα ερωτηματικά που θα συνοδεύουν την καθοριστικότητά τους θα είναι το ίδιο μεγάλα...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube