Με τη ζυγαριά των πιθανοτήτων (πριν από τη σέντρα) λίγο ως πολύ ισορροπημένη, Ολυμπιακός - Ρόμα ήταν ματς στο οποίο θα «μιλούσαν» οι στιγμές. Αυτές θα καθόριζαν όλη την απόσταση νίκης - ήττας. Οι στιγμές. Κανείς δεν επρόκειτο να πάρει παραμάζωμα, και να συντρίψει, κανέναν.

Του Ολυμπιακού, στο μοναδικό πράγματι καλό διάστημά του, εκείνα τα 15 λεπτά μετά τα μέσα του α' ημιχρόνου, του έπεσαν στη μερίδα του δυόμισι φάσεις. Δεν πήρε καμία. Της Ρόμα ύστερα, στο β' μέρος, άλλες τόσες. Πήρε τη μία. Κι έφυγε με τους τρεις πόντους. Ενώ θα 'φευγε ευχαριστημένη και με τον ένα. Είναι, πάντοτε, πιο εύκολο όταν παίζεις για έναν ή τρεις (βαθμούς). Για δύο αποτελέσματα, αντί ένα. Δεν σε πιάνει άγχος, στο κύλισμα του χρόνου. Και βιασύνη.

Η κόκκινη εικόνα του β' ημιχρόνου δεν άρεσε, φυσικά, σε κανέναν. Η Ρόμα, με το να κάνει άμυνα στο μισό γήπεδο και να (προσ)καλεί τον Ολυμπιακό καταπάνω της, τον απονεύρωσε τελείως. Δημιούργησε κινούμενη άμμο και τον εγκλώβισε μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναδειχθούν ξεκάθαρα όλα τα βασικά ελλείμματα του πρωταθλητή. Έλλειμμα ταχύτητας, έλλειμμα ιδεών, έλλειμμα δυνατοτήτων να προξενήσουν αριθμητική υπεροχή σε συγκεκριμένους χώρους, δηλαδή ό,τι χρειάζεται για να διασπαστεί η οποιαδήποτε κλειστή άμυνα.

Το γκολ, έπειτα, γεννάται απ' τη νούμερο «ένα» επιθετική κίνηση –τα σημειώναμε και ανήμερα του αγώνα εδώ– του ρωμαϊκού ρεπερτορίου. Να βγει απ' τους σέντερ μπακ ο Τότι για να υποδεχθεί την μπάλα, να τη σπάσει στο πλάι, να τη γυρίσει ο εξτρέμ, να την πάρει ο Περότα, που στο μεταξύ (απ' το έβγα, κιόλας, του Τότι) έχει εφορμήσει καθέτως σαν πύραυλος, κρυφός φορ, στην καρδιά της αντίπαλης άμυνας. Προβλέψιμο. Αλλά, όπως διδαχθήκαμε και στη Λανς την Τρίτη, το προβλέψιμο δεν είναι το συνώνυμο του αναχαιτίσιμου. Τη χρυσή εποχή τής (Μάντσεστερ) Γιουνάιτεντ, όλοι τα ήξεραν όλα για το παιχνίδι της, βιβλίο ανοικτό. Ουδείς, όμως, μπορούσε να το σταματήσει.

Η Ρόμα, δίχως τον Μανσίνι, το 'κανε (ακόμα και) με τον μείρακα Ρόζι. Αρκεί, για να συνειδητοποιήσει κανείς το προχωρημένο επίπεδο δουλειάς. Εάν δεν μπορείς να το αποτρέψεις, το 'πε κι ο Σέρα Φερέρ, συγχαίρεις. Ορθόν. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί, μετά το 0-1, η κακή εικόνα του β' ημιχρόνου να γίνεται εικόνα Δ' Εθνικής. Η εικόνα του Ολυμπιακού στα τελευταία 15 λεπτά ήταν Δ' Εθνική. Τη συμπλήρωσαν... ιδανικά, αργότερα, οι τσιμεντόλιθοι και οι μολότοφ στο πούλμαν των φιλοξενούμενων. Σταγονίδια, φυσικά, μπροστά στη φρόνιμη πλειονότητα. Αλλ' από κάτι τέτοια σταγονίδια, ποτέ από πλειονότητες, «βγαίνει θέμα». Και λόγος τιμωρίας. Οι παίκτες της Ρόμα είναι καλά εκπαιδευμένοι σ' αυτά, απ' τα παροιμιώδη ντου των δικών τους οπαδών κάθε τρεις και λίγο στο προπονητήριο της Τριγκόρια. Ο Ολυμπιακός, όμως, έχει μονάχα ένα δρόμο. Τα σταγονίδια, να τα εξαερώσει.

Για να επιστρέψουμε: ομάδα που δεν έχει ιδέα, στο β' ημίχρονο, «τι κάνουμε» με την μπάλα (οπότε η προοπτική του 0-0 αρχίζει, στις συνθήκες, να γίνεται όλο και πιο πολύ ευλογία) θα καταλήξει να παίξει... μπέιζμπολ. Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα ηττηθεί, ακόμη και τη νύχτα που ο γκολκίπερ κι οι δύο σέντερ μπακ αγγίζουν το μάξιμουμ της αξιοπιστίας. Είναι η διαφωνία μου με τη δημόσια κριτική του αγαπητού Τάκη (Γκώνια). Ότι οι πίσω διακρίθηκαν «επειδή η Ρόμα έπαιζε δίχως επίθεση». Είναι πιο εύκολο να 'χεις να αντιμετωπίσεις τον «προφανή» φορ, ας είναι κι ο Ντρογκμπά, που... λέει ο λόγος. Παρά τον κανένα και όλους (Τότι, Περότα, Ταντέι, Ρόζι) μαζί! Το ένα απαιτεί το 100% της συγκέντρωσης. Το άλλο, το 200%.

Μεσ στη ροή του αγώνα, με τον Ριβάλντο κλειδωμένο απ' τον (...γιο του) Φατί, ο Ολυμπιακός έπεσε στην απόγνωση της ανάγκης. Κάποιος να κλονίσει τα στενόχωρα δεδομένα, με μια καλή πάσα ή ένα απρόοπτο σουτ. Ο μοναδικός που θα μπορούσε, επειδή διαθέτει τα χαρακτηριστικά, λέγεται Καφές. Ο Καφές, με το που ανακοινώθηκε η ενδεκάδα κι ακούστηκε το όνομά του, κατακλύστηκε από μουρμούρα. Το συναισθηματικό κύμα της εποχής είναι υπέρ του Πατσατζόγλου. Κατανοητό. Ευχάριστο. Το να βγαίνει, εξ αντανακλάσεως, σε... κράξιμο εις βάρος του Καφέ (λες κι ο Καφές αποφάσισε για τη σύνθεση, οπότε έβαλε μέσα τον εαυτό του και πέταξε έξω τον Πατσατζόγλου ή τον Μάριτς ή τον Νε!), αυτό δεν είναι απλώς ακατανόητο. Αποβαίνει αυτοκαταστροφικό. Ο Καφές, η επιτομή της ηρεμίας και της συγκρότησης, ήταν ένας ταραγμένος ποδοσφαιριστής. Ενα μείον, απ' το πρώτο λεπτό. Πωλούσε μπάλες. Έτρεχε να τις ξαναμαζέψει, πριν τις ξαναπωλήσει. Ενα σισύφειο μαρτύριο, που πήρε τέλος με την αντικατάστασή του.

Η «επόμενη ημέρα» του Ολυμπιακού είναι η ημέρα που (με ή άνευ Σόλιντ) θα απαλλαγεί απ' την κληρονομημένη ψύχωση των εξτρέμ, του παιχνιδιού απ' τα άκρα, και θα υπερφορτώσει τον άξονα. Μαυρογενίδης-Γιαννακόπουλος και «Τζόλε»-Γεωργάτος καλά ήταν, για... τότε που ήταν. Αυτό τελείωσε. Μπήκε στο χρονοντούλαπο. Δεν υπάρχει. Προτού ο Κόκκαλης ξοδέψει 200 εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει τους παικταράδες που θα τσακίσουν τη Λιόν και την Τσέλσι, η καλή δουλειά μπορεί να γίνει, τουλάχιστον να αρχίσει να γίνεται, και με τους υπάρχοντες. Αλλά δίχως τα βαρίδια. Δίχως, επίσης, τα επιλεκτικά κραξίματα. Σκεφτείτε ένα 4-3-1-2 με «3» Πατσατζόγλου, Μάριτς, Στολτίδη, με «1» τον Καφέ, με «2» Κωνσταντίνου, Καστίγιο. Εχει υγεία, έχει όρεξη, έχει ισορροπία, έχει μέλλον. Και θα 'ναι ό,τι πιο κοντινό σ' αυτό που περιέγραψε ως «καλό ποδόσφαιρο» προχθές ο Ριβάλντο. Δίχως τον Ριβάλντο!

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube