Ο Μπίσκαν, για παράδειγμα, στο τέλος της χρονιάς μπορεί να έχει μέση απόδοση ίδια ή κατώτερη από αυτή ενός αμυντικού χαφ της Λάρισας ή του Πανιωνίου. Η αμοιβή του όμως θα είναι πολλαπλάσια της αμοιβής των άλλων δύο. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και αλλού
Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, το ποδόσφαιρο ήταν πολύ πιο απλό απ' όσο είναι σήμερα. Η ιστορία των ομάδων ήταν ακόμα ζωντανή, τα γήπεδα λειτουργούσαν σαν βασικοί χώροι κοινωνικοποίησης –μετά το σχολείο–, η βία και ο φανατισμός βρίσκονταν στην περιφέρεια του αθλήματος, τα χρήματα δεν ήταν το καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία, οι παίκτες ήταν περισσότερο απελευθερωμένοι από τον καταναγκασμό των αγωνιστικών συστημάτων, η ποιότητα κυμαινόταν σε υψηλότερο μέσο όρο, τα γήπεδα ως εγκαταστάσεις ήταν πολύ πιο φτωχά, οι εμφανίσεις των ποδοσφαιριστών, απλές. Όλα αυτά στο παρελθόν.
Δεν συμφωνώ με τον τρόπο σκέψης ορισμένων ανθρώπων προχωρημένης ηλικίας, οι οποίοι πάντα υποστηρίζουν ότι «στην εποχή τους» τα πράγματα ήταν καλύτερα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τα πράγματα έδειχναν καλύτερα, ίσως επειδή ήταν απλούστερα. Όπως και οι άνθρωποι. Και οι συμπεριφορές. Και τα κίνητρα, επίσης.
Αυτό όμως δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα. Περισσότεροι άνθρωποι πέθαιναν από πείνα και αρρώστιες. Περισσότεροι άνθρωποι ήταν αγράμματοι. Υπήρχαν ανισότητες, αλλά όχι στο άνοιγμα που υπάρχουν σήμερα. Οι άνθρωποι ήταν περισσότερο ευτυχισμένοι, διότι είχαν λιγότερες επιθυμίες. Και δυστυχία είναι το άνοιγμα, η απόσταση ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι και ο ρυθμός με τον οποίο προχωρούσε ο κόσμος ήταν πολύ πιο αργός. Αυτός ο ρυθμός άρχισε να αλλάζει εντυπωσιακά από τις αρχές της δεκαετίας του '60 και μετά.
Και το μεγάλο «μπαμ» γίνεται στη δεκαετία του '80, όταν βγαίνει στην αγορά ο πρώτος προσωπικός υπολογιστής. Η εντυπωσιακή αυτή αλλαγή του ρυθμού του κόσμου επηρέασε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, ατομική και συλλογική. Πολιτική, τέχνη, οικονομία, διασκέδαση, αθλητισμός. Το ποδόσφαιρο πέρασε με τη βοήθεια της τηλεόρασης από το '70 και μετά στον χώρο του θεάματος, με το περιεχόμενο που προσδίδουν στη λέξη οι Αμερικανοί όταν μιλούν για show business. Και αναγκαστικά υιοθέτησε κανόνες που μέχρι τότε ήταν ξένοι προς τον χαρακτήρα του αθλήματος. Αταίριαστοι.
Οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών και τα ποσά των μεταγραφών εκτοξεύθηκαν στη στρατόσφαιρα. Πολλοί μιλούν για πρόκληση και παραλογισμό. Και έχουν απόλυτο δίκιο, αν εξετάσουμε τα πράγματα από την πλευρά της ηθικής. Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη μεγάλη, εξωπραγματική μεταγραφή εκεί στις αρχές της δεκαετίας του '90, μια μεταγραφή έξω από τα όρια εκείνης της εποχής, ήταν η μεταγραφή του Λεντίνι από την Τορίνο στη Μίλαν.
Μια μεταγραφή που τότε είχε φθάσει στο ποσό των 4 δισ. δρχ. Το ποσό θεωρήθηκε τόσο παράλογο, τόσο προκλητικό, που μέχρι και το Βατικανό εξέδωσε μια εξαιρετικά επικριτική ανακοίνωση. Όμως, στο γήπεδο της οικονομίας τα πράγματα διέπονται από διαφορετικούς κανόνες απ' ό,τι στο γήπεδο της ηθικής. Η άγνοια και η περιφρόνηση αυτών των κανόνων της οικονομίας αποτελούν το διαβατήριο της καταστροφής.
Παρα πολλές ομάδες -και όχι μόνο στην Αγγλία-, θεωρώντας ότι τα χρήματα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα θα ήταν όλο και περισσότερα, ανοίχτηκαν οικονομικά, βασισμένες σε βραχυπρόθεσμους σχεδιασμούς και βεβαιότητες. Και στις αρχές αυτής της δεκαετίας το πλήρωσαν ακριβά. Στον κόσμο του 21ου αιώνα όμως δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Ούτε και στην οικονομία. Τα χρήματα που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει δεν μπορούσαν να αφήσουν το ποδόσφαιρο ανεπηρέαστο. Το μεγάλο «μπαμ» στις αμοιβές των αθλητών στις ΗΠΑ πέρασε τον Ατλαντικό και οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης καθορίζουν πλέον τα πάντα. Δεν υπάρχει πια «δίκαιη» η «υπερβολική» τιμή.
Αυτά που δεν μπορείς να πάρεις από την ομάδα στην οποία βρίσκεσαι είναι πρόθυμη να σου τα δώσει κάποια άλλη. Τα μεγάλα ποσά των μεταγραφών, όπως γνωρίζουν όλοι οι φίλαθλοι, έχουν επίδραση και σε άλλα στοιχεία του παιχνιδιού: στις τιμές των εισιτηρίων, για παράδειγμα, ή στις φανέλες των ομάδων που πωλούνται στις μπουτίκ. Στην Αγγλία ή την Ισπανία οι φίλαθλοι μπορεί να γκρινιάζουν, αλλά τα γήπεδα γεμίζουν και ένα σωρό πιτσιρικάδες γυρνούν με τη φανέλα του Ρούνεϊ, του Ροναλντίνιο, του Μπέκαμ ή του Ρονάλντο.
Φυσικά το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δεν είναι το μόνο σπορ στο οποίο παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα. Πριν από τέσσερα χρόνια, η αμερικανική ομάδα του μπέιζμπολ Texas Rangers πλήρωσε 252 εκατομμύρια δολάρια για να έχει στη σύνθεσή της τον Αλεξ Ροντρίγκεζ για τα επόμενα 10 χρόνια. Μία μεταγραφή-ορόσημο στο αμερικανικό μπέιζμπολ.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Φρανκ, ο οποίος μελετά αυτό που πλέον ονομάζεται «οικονομία των σπορ», εκτιμά ότι ζούμε στην κοινωνία του «The winner takes it all». Ο νικητής τα παίρνει όλα. Ο Μπίσκαν, για παράδειγμα, μπορεί στο τέλος της χρονιάς να έχει μέση απόδοση ίδια ή κατώτερη από αυτή ενός αμυντικού χαφ της Λάρισας ή του Πανιωνίου. Η αμοιβή του όμως θα είναι πολλαπλάσια της αμοιβής των άλλων δύο.
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και αλλού. Στην όπερα, για παράδειγμα. Πρακτικά, η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον 20ό καλύτερο τενόρο στον κόσμο είναι πολύ μικρή. Η διαφορά στις αμοιβές τους όμως είναι τεράστια. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι αγορές έχουν γίνει πολύ μεγάλες και περισσότερο πολύπλοκες, πράγμα που επιτρέπει στους καλύτερους επαγγελματίες να προβάλλουν το προϊόν τους (δηλαδή, τον ίδιο τον εαυτό τους) σε μεγαλύτερη έκταση.
Η δυνατότητα κερδοφορίας του ονόματος του Πλάθιντο Ντομίνγκο έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο παρελθόν χάρη στις τεχνολογικές ανακαλύψεις. Υπάρχουν τα CD's, τα DVD's, οι βιντεοταινίες, τα i-pods. Ετσι συμβαίνει και με τους ποδοσφαιριστές.
Από τη μεσαία ομάδα πάνε στη μεγάλη και αποκτούν μεγαλύτερη δημοτικότητα, πραγματοποιούν περισσότερες εμφανίσεις, αγωνίζονται σε παιχνίδια στην Ευρώπη, αποκτούν σπόνσορες, πρωταγωνιστούν σε διαφημίσεις. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι μεγαλύτερες αγορές έχουν προκαλέσει και την άνοδο της οικονομικής αξίας των επαγγελματιών στον αθλητισμό, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις επιχειρήσεις, στις οποίες οι καλοί μάνατζερς αλλάζουν εταιρείες με πριμ εκατομμυρίων. Με αυτόν τον τρόπο όμως το παιχνίδι γίνεται τραγικά προβλέψιμο και εν τέλει βαρετό.