Δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει τις αντιδράσεις των εκπροσώπων των κομμάτων όταν καλούνται να σχολιάσουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Αν τα πορίσματα της δημοσκόπησης είναι ευνοϊκά για το κόμμα τους, συμπεριφέρονται λες και οι τάσεις που καταγράφονται στη δημοσκόπηση είναι ισοδύναμες του εκλογικού αποτελέσματος.
Αν τα ευρήματα της δημοσκόπησης δεν είναι ευνοϊκά, τότε εκφράζουν την εκτίμηση ότι τα πορίσματα αποτελούν «φωτογραφία της στιγμής» και δεν προδιαγράφουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Πέραν των επιφυλάξεων που μπορεί να έχει κάποιος για τη μέθοδο και τον τρόπο διενέργειας μιας δημοσκόπησης, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι –αν η δημοσκόπηση έχει γίνει σύμφωνα με επιστημονικούς και δεοντολογικούς όρους– η εικόνα που δίνουν τα αποτελέσματα είναι χρήσιμη για μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων, που δεν έχουν –φυσικά– απόλυτη ισχύ.
Παρά το γεγονός ότι ο γράφων δεν έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις πολιτικές δημοσκοπήσεις, για προφανείς λόγους, οι έρευνες που γίνονται για τον εντοπισμό και την αναζήτηση ορισμένων ιδιαίτερων προτιμήσεων ή τάσεων του κοινωνικού συνόλου έχουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο σημείο αυτό θα πρέπει –εν είδει παρένθεσης– να επισημάνω μια στρέβλωση που συχνά επηρεάζει τις προτιμήσεις ή τις απόψεις του κοινού και έχει να κάνει με τα συμπεράσματα ορισμένων επιστημονικών ερευνών. Για παράδειγμα, από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μεταδίδεται η είδηση ότι η σοκολάτα κάνει καλό στην υγεία –ενώ όλοι γνωρίζουν ότι η σοκολάτα παχαίνει–, σύμφωνα με το πόρισμα των ερευνητών του τάδε πανεπιστημίου. Συχνότατα αποκρύπτεται το γεγονός ότι η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από μία μεγάλη σοκολατοβιομηχανία. Η μέθοδος αυτή ισχύει σε πολλές έρευνες τις οποίες χρηματοδοτούν εταιρείες οι οποίες ενδιαφέρονται να προωθήσουν τα προϊόντα τους, δημιουργώντας μια θετική εικόνα γι' αυτά στο κοινό.
Σημειώστε ότι πολλές από τις δημοσκοπήσεις «παραγγέλνονται» από τα πολιτικά κόμματα –τις πληρώνουν δηλαδή– και σπανίως ανακοινώνονται τα αποτελέσματά τους, εκτός κι αν είναι εξόφθαλμα ευνοϊκά. Επίσης, μερικοί από τους καλύτερους πελάτες των εταιρειών δημοσκοπήσεων είναι τα ΜΜΕ. Και ο τρόπος που παρουσιάζονται οι δημοσκοπήσεις δείχνει ότι το κάθε Μέσο προσπαθεί να δώσει μια κατεύθυνση στο κοινό του. Παρακολουθώντας εξαντλητικά –λόγω επαγγελματικής διαστροφής– σχεδόν όλα τα debates των δημοτικών εκλογών, έμεινα με την εντύπωση ότι οι εκλογές έγιναν για να διαφημίσει το κάθε κανάλι το δικό του exit poll.
Να βγάλει στην αγορά την «αξιοπιστία» του και να τη διατιμήσει ανάλογα. Το παράλογο στοιχείο της ιστορίας είναι ότι ειδικά τα τηλεοπτικά κανάλια δεν έχουν και τόσο στενούς δεσμούς με την αξιοπιστία, αλλά είναι ο βασικός δίαυλος με τον οποίο «επικοινωνούν» οι πολιτικοί με τους πολίτες. Μυστηριωδώς, οι πολιτικοί των δύο μεγάλων κομμάτων κυρίως, που έχουν δημιουργήσει δεσμούς διαπλοκής με τα τηλεοπτικά κανάλια.
Η κυβέρνηση μοιράζει το χοντρό χρήμα της κρατικής διαφήμισης, ενώ η αντιπολίτευση μέχρι να γίνει κυβέρνηση μοιράζει διαφήμιση, την οποία πληρώνει με τα 45 εκατομμύρια ευρώ της κρατικής επιχορήγησης. Τα αντικρουόμενα –συχνά– πορίσματα μιας δημοσκόπησης δεν μου προξενούν πια καμία εντύπωση. Εχω καταλάβει ότι, όπως ένα προϊόν χρειάζεται διαφημιστική υποστήριξη για να προχωρήσει στην αγορά, έτσι και οι δημοσκόποι έχουν γίνει οι βασικοί διαφημιστές των κομμάτων. Κομμάτων που έχουν εξελιχθεί σε προϊόντα και δεν έχουν πλέον καμία σχέση με την πολιτική.
Γυρίζοντας από τον θάνατο
Στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αν ρωτήσετε τους ανθρώπους για το καλύτερο γκολ που θυμούνται θα συγκεντρώσετε πολλές γνώμες. Αν ρωτήσετε για την καλύτερη απόκρουση, σχεδόν όλοι θα μιλήσουν για μία. Αυτή του Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ, στο Μεξικό. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κι άλλες μεγάλες στιγμές από τους τερματοφύλακες, αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι θυμούνται το γκολ και όχι την απόκρουση. Ο Πετρ Τσεχ το ξέρει.
Γνωρίζει ότι οι φανέλες των τερματοφυλάκων δεν πουλάνε. Και δεν τον ενοχλεί. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να κάνει καλά τη δουλειά του, ώστε οι συμπαίκτες του να παίζουν πιο ελεύθερα. Οι ειδικοί λένε πως κάθε μήνα ωριμάζει όλο και περισσότερο, έτσι που αν συνέχιζε με την ίδια σταθερότητα σε ένα χρόνο θα θεωρείτο ο κορυφαίος στον κόσμο. Οταν τον ρωτούν, ο Τσεχ δεν περιλαμβάνει τον εαυτό του στους κορυφαίους τερματοφύλακες, τους οποίους παρουσιάζει με την εξής σειρά: Μπουφόν, Κασίγιας, Ντίντα, Καν. Ήθελε να γίνει τερματοφύλακας σε ομάδα χόκεϊ –όπως ο Γιασίν– και ξεκίνησε παίζοντας εξτρέμ. Στα 19 χρόνια του, παίζοντας για τη Σπάρτα Πράγας, δημιουργεί ένα ρεκόρ για το τσέχικο πρωτάθλημα, με 903 λεπτά χωρίς γκολ. Το 2002 πηγαίνει στη Ρεν και την ίδια χρονιά βοηθά την εθνική Νέων της χώρας του να κερδίσει το Πρωτάθλημα Ευρώπης.
Τα δύο χρόνια που έμεινε στη γαλλική ομάδα τα θεωρεί καθοριστικά για την εξέλιξή του, μια και στη Γαλλία οι τερματοφύλακες κάνουν πολύ σκληρότερη προπόνηση από ό,τι στην Αγγλία. Δύο προπονητές, κάθε φορά που ο Τσεχ κάνει μια σπουδαία απόκρουση, νιώθουν ένα μικρό «τσίμπημα« ζήλιας. Ο Βενγκέρ, που προσπάθησε δύο φορές να τον φέρει στην Αρσεναλ, αλλά υπήρξε πρόβλημα με την άδεια εργασίας του στην Αγγλία. Ο άλλος ήταν ο Κλαούντιο Ρανιέρι, που τον έφερε στην Τσέλσι λίγο πριν φύγει από το «Στάμφορντ Μπριτζ». Ο Ιταλός ξέρει ότι αν είχε κάνει μια σεζόν με τον Τσεχ βασικό τερματοφύλακα, θα είχε διαφορετική τύχη.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του είναι ότι μπορεί να μένει συγκεντρωμένος σχεδόν σε όλο το ματς. Θέλει να είναι συγκεντρωμένος και στα 90 λεπτά. Οταν τον ρωτάς «γιατί;», σου απαντά «το έκανε και ο Σμάιχελ». Ο Σμάιχελ, όμως, δεν γύρισε ποτέ από τον θάνατο. Ο Τσεχ, όταν τραυματίστηκε στο ματς με τη Ρέντινγκ, στάθηκε τυχερός. Θα μπορούσε να είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο γήπεδο. Προχθές βγήκε από το νοσοκομείο και οι γιατροί λένε ότι σε τρεις-τέσσερις μήνες θα μπορέσει να καθίσει κάτω από τα δοκάρια της Τσέλσι. Πώς, όμως, θα είναι; Θα παίζει όπως πριν ή θα έχει τη σκιά του φόβου στα μάτια του; Βλέπετε, ύστερα από μια περιπέτεια σαν αυτή ο τερματοφύλακας φοβάται πολύ περισσότερο από όταν έχει να αποκρούσει πέναλτι...