Ξεκίνησαν με το δεξί («τρία στα τρία»), αλλά μέχρι πού θα μπορέσουν να φτάσουν οι ελληνικές ομάδες που μετέχουν στην Ευρωλίγκα; Να μια πολύ δύσκολη ερώτηση, που υπάρχει κίνδυνος να απαντηθεί, όχι με βάση τις πραγματικές δυνατότητες των ομάδων, αλλά με βάση το ειδικό βάρος των παικτών που έχουν συγκεντρώσει και τους στόχους που οι ίδιες έχουν θέσει. Κι αυτό μπορεί να συμβεί όχι μόνο επειδή είναι δυνατόν να παρασυρθεί κανείς από το κλίμα και την προπαγάνδα που καλλιεργείται, αλλά και διότι οι πραγματικές δυνατότητες είναι πολύ δύσκολο να διαγνωσθούν τόσο νωρίς.
Επιγραμματικά, λοιπόν, και πριν επιχειρήσω μια βαθύτερη ανάλυση, θα έλεγα τα εξής για την καθεμία από τις τρεις ομάδες μας, με βάση την εικόνα που παρουσίασαν σε αυτά τα πρώτα παιχνίδια τους:
• Παναθηναϊκός: επέδειξε ανά ημίχρονο όλες τις αδυναμίες τού σήμερα και μέρος των δυνατοτήτων τού αύριο.
• Ολυμπιακός: ξεδίπλωσε στο παρκέ τον τρόπο παιχνιδιού που επιδιώκει ο προπονητής του, με αποτελέσματα που ξεπέρασαν τις προσδοκίες.
• Αρης: επιβεβαίωσε ότι το μεγαλύτερο όπλο του θα είναι η δύναμη που αποκτά όταν παίζει στο Αλεξάνδρειο.
Ας πάμε παρακάτω, όμως... Στον Παναθηναϊκό έχει συντελεσθεί η μεγαλύτερη συγκέντρωση αστέρων στην ιστορία του συλλόγου, αλλά, παρ' όλα αυτά στο 19ο λεπτό η ομάδα του Ομπράντοβιτς έχανε 48-24 από τη νεοφώτιστη στην Ευρωλίγκα Μπανταλόνα! Αιτία, το ότι οι περισσότεροι νέοι παίκτες δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στον τρόπο παιχνιδιού που απαιτεί ο προπονητής, με συνέπεια να υπάρχουν στιγμές που η ομάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης. Παρ' όλα αυτά, στο β' ημίχρονο υπήρξε πλήρης ανατροπή στο σκορ και στις εντυπώσεις, διότι ο Ομπράντοβιτς στηρίχθηκε μόνο σε παίκτες που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχαν κάτι να του προσφέρουν και επειδή με τον τρόπο που διαχειρίστηκε το παιχνίδι ανάγκασε την Μπανταλόνα να κάνει πράγματα που δεν της αρέσουν –δηλαδή να σκεφτεί και να αποφασίσει απέναντι σε καταστάσεις που προφανώς δεν της ταιριάζουν!
Το πέρασμα, πάντως, από το αβέβαιο σήμερα σε ένα χειροπιαστό αύριο για τον Παναθηναϊκό δεν προβλέπεται εύκολο, ακόμα κι αν όλοι οι νέοι παίκτες προσαρμοστούν πλήρως μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Και αυτή η δυσκολία εντοπίζεται στους εξής παράγοντες:
1. Παρ' ότι όλοι οι νέοι παίκτες αντικειμενικά είναι πολύ καλοί ως αξίες, σε ορισμένα μέρη του ρεπερτορίου τους ο Παναθηναϊκός τους υπερεκτίμησε. Για παράδειγμα, ο Ντελκ, που αποκτήθηκε ως «1-2», συμπεριφέρεται ως κλασικός πλαϊνός παίκτης, που επιπλέον δυσκολεύεται να καταλάβει τι του ζητούν στην επίθεση και τι πρέπει να κάνει στην άμυνα. Επίσης, ο Μπετσίροβιτς δεν δείχνει την απαιτούμενη προσαρμογή στη θέση του πλέι μέικερ, επειδή προφανώς ύστερα από τόσα χρόνια στο «2» έχει ξεχάσει να την παίζει. Οσο για τον Σισκάουσκας, που υπολογιζόταν ότι θα μπορούσε να βάλει κι αυτός ένα χεράκι στην οργάνωση του παιχνιδιού, προς το παρόν είναι σε τέτοια χάλια που δεν του επιτρέπουν να κάνει τίποτα...
2. Όλα τα παραπάνω έχουν συνέπεια να μείνει ουσιαστικά μόνος στη θέση του πλέι μέικερ ο Διαμαντίδης και ο Παναθηναϊκός να περιμένει λύση του προβλήματος όταν ετοιμαστεί ο Βούγιανιτς, για τον οποίο ναι μεν υπάρχει η βεβαιότητα του μεγάλου ταλέντου του, αλλά και το ρίσκο των δύο σοβαρότατων τραυματισμών του.
3. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Ομπράντοβιτς θα πρέπει να αναδείξει τον καλύτερο εαυτό του για να μπορέσει να χειριστεί 15 παίκτες που θα έχουν την απαίτηση να παίζουν και μετά την ενσωμάτωση του Βούγιανιτς να αποφασίσει ποιος κοινοτικός θα αγωνίζεται μόνο στην Ευρωλίγκα.
Πέραν αυτών ή και ως συνέπεια όλων αυτών, ο Παναθηναϊκός σε σχέση με πέρυσι υστερεί σε έκρηξη και πίεση πάνω στην μπάλα, δεν έχει πολύπλευρη δημιουργία και την απαιτούμενη επικοινωνία ανάμεσα στη φροντ λάιν και την περιφέρεια. Υπερτερεί όμως σε ψηλούς και γενικά σε προσωπικότητες, αλλά αυτό το τελευταίο μπορεί να προκαλέσει προβλήματα αν τα «εγώ» δεν μπουν κάτω από το συμφέρον της ομάδας.
Πυραυλοκίνητος
Ο Ολυμπιακός είχε εναντίον της Τάου μεγάλα διαστήματα που σε υποχρέωνε να βγάζεις επιφωνήματα θαυμασμού για τον επιθετικό οίστρο του και την ενέργεια που έβγαζε στο παρκέ, αλλά και κάποια μικρότερα, στα οποία δεν μπορούσε να διαχειριστεί την ορμή του και (το σημαντικότερο) να ελέγξει τα επιθετικά ατού ενός μονοδιάστατου (στο συγκεκριμένο ματς) αντιπάλου.
Στην επιθετική λογική του έμοιαζε με την Μπανταλόνα που έχασε απ' τον Παναθηναϊκό, την οποία προσπάθησε να μιμηθεί και σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα όταν στο β' ημίχρονο η διαφορά που είχε στο σκορ έπεσε μόλις στους δύο πόντους. Όμως, τελικά, η καλύτερη (σε σχέση με της Μπανταλόνα) ποιότητα των παικτών του και τα προβλήματα της Τάου τού επέτρεψαν να επιστρέψει δριμύτερος!
Διαπίστωση πρώτη: όταν ο Ολυμπιακός παίζει με το γκάζι στο πάτωμα, είναι δύσκολο να τον ακολουθήσει οποιαδήποτε ομάδα. Το ερώτημα, όμως, είναι για πόση ώρα μπορεί να το κάνει, όχι μόνο σε σχέση με τις δικές του δυνατότητες, αλλά και με τα εμπόδια που θα του βάζει ο εκάστοτε αντίπαλός του. Με λίγα λόγια, θέλω να πω ότι το μπάσκετ που τον βάζει να παίζει ο προπονητής του είναι εντυπωσιακό, προκαλεί ενθουσιασμό στην εξέδρα, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα αποδειχθεί και αποτελεσματικό, στον βαθμό μάλιστα που απαιτούν οι φετινοί στόχοι της ομάδας.
Θα πει ίσως κανείς ότι με το ίδιο μπάσκετ η Μακάμπι κέρδισε δύο πρωταθλήματα Ευρώπης και έπαιξε και σε ένα χαμένο τελικό. Ναι, έτσι είναι, μόνο που μεταξύ εκείνης της Μακάμπι και του σημερινού Ολυμπιακού υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα των βασικών παικτών. Για παράδειγμα, ο Ολυμπιακός (και καμιά άλλη ομάδα...) δεν έχει Γιασικεβίτσιους, ο Ακερ μπορεί να υπόσχεται πολλά αλλά δεν είναι ακόμα Πάρκερ, ο Στακ και ο Βασιλόπουλος δεν έχουν το ειδικό βάρος του Μπάστον και στη θέση του σέντερ δεν υπάρχει το μυαλό ενός Βούιτσιτς, ούτε καν η θηριώδης δύναμη του Σοφοκλή για περισσότερα από 15 λεπτά.
Διαπίστωση δεύτερη: η αποτελεσματικότητα του Ολυμπιακού θα εξαρτηθεί από την ικανότητα προσαρμογής που θα επιδείξει, από το παιχνίδι ανοιχτού γηπέδου το οποίο επιδιώκει, από το παιχνίδι μισού γηπέδου στο οποίο θα προσπαθεί να τον υποχρεώνει κάθε αντίπαλος.
Διότι ακόμα κι εκεί, με τα πικ εν ρολ που έχουν στην ημερήσια διάταξη, οι «ερυθρόλευκοι» είναι ομάδα γρήγορου ρυθμού, με προκαθορισμένο τρόπο σκέψης και λειτουργίας. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι τι θα γίνει όταν ο αντίπαλος θα σταματήσει τον ρυθμό, τόσο στο ανοιχτό γήπεδο όσο και στο «πέντε εναντίον πέντε». Είναι δυνατόν τότε ο Σκούνι Πεν να γίνει Γιασικεβίτσιους και να βγάλει ελεύθερους τους σουτέρ της ομάδας για να «σκοτώσουν» τον αντίπαλο; Ή όταν δεν θα μπορεί να γίνει ούτε αυτό, να πάρει ο ίδιος την ευθύνη και να βάλει τα τρίποντα που θα απαιτούνται για τη νίκη;
Μετά λόγου γνώσεως, πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω θα παίξουν σημαντικότερο ρόλο και από την επιστροφή του Ματσιγιάουσκας, την οποία οι περισσότεροι θεωρούν κομβική για την πορεία του φετινού Ολυμπιακού, χωρίς να υπολογίζουν ότι την ίδια ακριβώς δουλειά με τον Λιθουανό κάνει και ο Ντόμερκαντ –άντε, με κάποια ελάχιστη διαφορά στην αποτελεσματικότητα, που όμως δεν δικαιολογεί πλήρως το τεράστιο ύψος των απολαβών του.
Θέμα χημείας
Ο Αρης είχε την ευκαιρία (εντός έδρας, εναντίον μιας ομάδας φτιαγμένης από παλιά φθαρμένα υλικά) να ξεκινήσει νικηφόρα στη διοργάνωση και δεν την έχασε. Από μόνο του το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, διότι συντηρεί τη φλόγα του ενδιαφέροντος μεταξύ των οπαδών του και ταυτόχρονα παρέχει χρόνο για να δουλευτεί η ομάδα καλύτερα και να γίνουν κάποιες απαραίτητες αλλαγές, που θα βελτιώσουν τη χημεία της. Οι «κιτρινόμαυροι» θα ήθελαν απαραίτητα ένα πιο κινητικό «τεσσάρι», με σουτ από την περιφέρεια για να μην μπουκώνει η αντίπαλη ρακέτα, που ταυτόχρονα θα μπορεί να μαρκάρει τα αντίστοιχα ελαφριά φόργουορντ που διαθέτουν σχεδόν όλες οι ομάδες.
Περίεργη, με την προσθήκη του Αμπντούλ Ραούφ, είναι η κατάσταση και στην περιφέρεια, στην οποία ο λιγότερο προικισμένος παίκτης, δηλαδή ο Καλαϊτζής, προβλέπεται ότι θα αποδειχθεί ο πιο απαραίτητος, επειδή παίζει άμυνα και στην επίθεση προσπαθεί να δημιουργήσει και όχι να σκοράρει.
Γενικά ο Αρης, ανεξάρτητα από το ύψος του μπάτζετ του, μοιάζει με μια ομάδα φτιαγμένη όχι με τα πιο κατάλληλα υλικά, καθώς η φροντ λάιν φαίνεται αποκομμένη από την περιφέρεια, η οποία «πυροβολεί» αδιακρίτως. Για παράδειγμα, ο Μάσεϊ θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του ριμπάουντερ και του αμυντικού «σκιάχτρου» χωρίς να παίρνει πολλές επιθέσεις, αφού δεν έχει ταλέντο σε αυτό, αλλά θα έπρεπε να υποστηρίζεται από έναν φόργουορντ-σκόρερ, τόσο από κοντά όσο και από μακριά, που όμως δεν υπάρχει.
Επίσης και Σκέιλς και Αμπντούλ Ραούφ είναι μια πολυτέλεια που ίσως δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ' όσα θα λύσει. Όμως σε γενικές γραμμές η ποιότητα υπάρχει. Αρκεί, λοιπόν, να υποστηριχθεί με τη σωστή χημεία και τα αποτελέσματα θα έρθουν.