Κυκλοφορεί ολοένα και περισσότερο τις τελευταίες μέρες ότι ο Σωκράτης Κόκκαλης σκέφτεται σοβαρά να προσλάβει έναν τεχνικό διευθυντή. Ακούγεται πολύ το όνομα του Κριστιάν Καρεμπέ, που έχει αφήσει στον Ολυμπιακό τις καλύτερες εντυπώσεις. Η δική μου ερώτηση (και την κάνω εγκαίρως και χωρίς καμία διάθεση πολεμικής) είναι αν ξέρουν στον Ολυμπιακό τι δουλειά κάνει (ή πρέπει να κάνει) ένας τεχνικός διευθυντής. Διότι, αν δεν ξέρουν τι δουλειά πρέπει να κάνει, καλύτερα να μην πάρουν κανέναν.
Ο μοναδικός από τους προπονητές του Ολυμπιακού τα τελευταία χρόνια που θα μπορούσε να δουλέψει με έναν τεχνικό διευθυντή δίπλα του –όπως τον εννοούμε στην Ελλάδα– ήταν ο Τάκης Λεμονής. Αν υπήρχε κάποιος, ο Λεμονής θα χρεώνονταν λιγότερα λάθη και θα είχε τη δυνατότητα να δουλέψει χωρίς το βάρος της ευθύνης κάποιων επιλογών –πράγμα που δεν είναι και λίγο. Οι υπόλοιποι προπονητές που είχε τα τελευταία χρόνια ο Ολυμπιακός αμφιβάλλω αν θα ήθελαν ένα τέτοιον προϊστάμενο. Ο Μπάγεβιτς, το αποκλείω: του έφτανε ο Γιώργος Λούβαρης. Ο Ματζουράκης, το ίδιο. Ο Μπιγκόν και ο Κάτανετς ήταν και οι δύο αρκετά εγωιστές και δεν δέχονταν ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχει κάποιος που ξέρει ποδόσφαιρο περισσότερο από αυτούς και μπορεί να έχει λόγο για τη δουλειά τους. Ο Σόλιντ πιστεύει ότι τεχνικός διευθυντής είναι ο ίδιος κι αυτό φαίνεται και από κάποια ρίσκα που παίρνει στις μεταγραφικές επιλογές του: ο Νε κι ο Μπόρχα π.χ. είναι λαχεία που δύσκολα οι προπονητές αγοράζουν. Οι προπονητές συνήθως θέλουν έτοιμους ποδοσφαιριστές. Ο Σόλιντ ενδιαφέρεται και για άλλες παραμέτρους, όπως είναι, για παράδειγμα, η αξία μεταπώλησης ενός παίκτη –θυμηθείτε τις δηλώσεις του για την τιμή του Τουρέ.
Προπονητές
Σας μπέρδεψα; Το έκανα επίτηδες. Οι συγκεκριμένοι προπονητές δεν θα ήθελαν κανενός είδους συνεργασία με τεχνικό διευθυντή, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τους επέλεξε κανένας τέτοιος! Μια εκ των υστέρων πρόσληψη κάποιου θα έμοιαζε «καπέλωμα», και σωστά. Μια επιλογή πρέπει να γίνεται στη σωστή στιγμή. Στη δεδομένη στιγμή, αυτό που λείπει από τον Ολυμπιακό δεν είναι η θέση (και πόσω μάλλον το πρόσωπο που θα την καλύψει), αλλά η ίδια η οργάνωση. Για να το κάνω πιο σαφές, θα το πω πιο απλά: όπως είναι αυτή τη στιγμή διαρθρωμένος ο Ολυμπιακός, ένας τεχνικός διευθυντής δεν θα μπορούσε ποτέ να διαλέξει έναν προπονητή! Θα μπορούσε το πολύ πολύ να λειτουργήσει σαν ένα είδος συμβούλου του Σωκράτη Κόκκαλη: το μόνο που θα κατόρθωνε θα ήταν να τον αντιμετωπίζει ο προπονητής με δυσπιστία. Ίσως και με αγωνία μήπως του φάει τη θέση, όπως έκανε ο Προτάσοφ π.χ., που εμφανίστηκε ως αρχισκάουτερ και σε μια νύχτα διαδέχτηκε τον Κάτανετς.
Σχέδιο
Από το 2000, αυτό που λείπει από τον Ολυμπιακό είναι ένα σοβαρό τεχνικό σχέδιο. Η «διάκριση στην Ευρώπη» δεν είναι τεχνικό σχέδιο, είναι προσδοκώμενο αποτέλεσμα! Δεν μπορεί να λες «θέλω να διακριθώ στην Ευρώπη» και μετά να σκέφτεσαι πώς θα το πετύχεις: αυτό που μπορείς είναι να φτιάξεις μια καλή ομάδα, ώστε να περιμένεις ότι αυτή θα διακριθεί. Αποτέλεσμα είναι η διάκριση, όχι τρόπος διοίκησης.
Λάθος
Το τεχνικό σχέδιο του Σόλιντ, όταν ήρθε, λέγονταν 4-3-3: με βάση αυτό έπρεπε να κινηθεί. Να πάρει τους παίκτες που χρειάζονταν, να διώξει εκείνους που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες του, ν' αξιοποιήσει τον χρόνο για να χτίσει μια ομάδα: δεν το έκανε και προτίμησε να συμβιβαστεί με ό,τι βρήκε. Από τη στιγμή που το αποτέλεσμα (δηλαδή η κατάκτηση του νταμπλ) έγινε σημαντικότερο από τη μέθοδο, χάθηκε η πιθανότητα να γίνει κάτι διαφορετικό. Η πορεία του πράγματος δείχνει το πρόβλημα: όταν συμβιβάζεσαι και ποντάρεις στο ταλέντο των παικτών για να σου πάρουν κουτουρού τα δύσκολα (;) ματς του ελληνικού πρωταθλήματος, αυτοπεριορίζεσαι. Κάποια στιγμή τις παραχωρήσεις που κάνεις τις βρίσκεις μπροστά σου. Οταν οι παίκτες γίνονται σημαντικότεροι από τον προπονητή, το σχέδιό του (ακόμα κι αν υπάρχει) πάει περίπατο.
Αδυναμίες
Ο Σόλιντ παρασύρθηκε: έμπλεξε τη μέθοδο με το αποτέλεσμα. Πίστεψε ότι αλλάζοντας τέσσερις αμυντικούς θα κάνει την Ευρώπη να παραμιλάει –αν ήταν έτσι απλό, θα τα κατάφερναν όλοι. Συνήθως έτσι συμβαίνει με τους προπονητές. Τα τεχνικά τους σχέδια είναι εφήμερα –στην καλύτερη περίπτωση, έχουν να κάνουν με κάποιο αγωνιστικό όραμα. Οι εταιρείες έχουν πιο συγκεκριμένες ανάγκες: για να ικανοποιηθούν αυτές, χρειάζονται οι τεχνικοί διευθυντές. Οχι για να επεμβαίνουν στη δουλειά των προπονητών, αλλά για να χαράζουν με τη διοίκηση μια στρατηγική. Αυτό θα 'πρεπε να είναι το μέλημα του Σωκράτη Κόκκαλη: η στρατηγική.
Τι θέλει
Τι θέλει να έχει τα επόμενα χρόνια ο Κόκκαλης; Μια ομάδα σαν την τωρινή, γεμάτη με ξένους ρολίστες που βρίσκουν στην Ελλάδα ένα τεράστιο για τις δυνατότητές τους συμβόλαιο; Μια ομάδα με πιτσιρικάδες; Μια ομάδα φτιαγμένη από τους καλύτερους παίκτες του ελληνικού πρωταθλήματος; Μια ομάδα επιθετική ή μια ομάδα σκληροτράχηλη; Μια ομάδα παικτών ή μια ομάδα προπονητή; Μια ομάδα που θα κερδίζει το πρωτάθλημα στηριγμένη σε τακτικές αυθαιρεσίες, που στην Ελλάδα επιτρέπονται, ή μια ομάδα που θα παίζει με τον ίδιο τρόπο εντός και εκτός συνόρων, με κίνδυνο να είναι ελαφρώς βαρετή ή και να χάνει κάποιους εγχώριους τίτλους; Μια ομάδα που να πουλάει παίκτες και να μεγαλώνει το μπάτζετ της ή μια ομάδα που να διατηρεί τον ίδιο κορμό και ν' αλλάζει δύο τρεις ξένους τον χρόνο;
Αρχή
Το επόμενο καλοκαίρι φεύγουν ο «Ρίμπο» κι ο Γεωργάτος. Ίσως και ο Ανατολάκης κι ο «Τζόλε», που μάλλον κουράστηκαν να φταίνε για όλα. Ο Ολυμπιακός θα χρειαστεί χτίσιμο. Το χτίσιμο πρέπει να βασιστεί σε κάποιο κριτήριο, το οποίο να το σεβαστούν οι άνθρωποι που θα το φέρουν σε πέρας. Αν στη διοίκηση δεν θέλουν να επαναλαμβάνουν λάθη, ας βρουν πρώτα το κριτήριο.
Thank you…
Μολονότι είμαι συνειδητά αντικαπνιστής (χωρίς ωστόσο ακρότητες –οι προσωπικές μου επιλογές δεν επιβάλλονται), η μοναδική ταινία που είδα τον τελευταίο καιρό και αληθινά με διασκέδασε λέγεται «Thank you for smoking» –σας συνιστώ να τη δείτε. Οχι μόνο για το ρεσιτάλ ερμηνείας του εξαιρετικού Αρον Εκχαρτ, αλλά κυρίως για τον ειρωνικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον κόσμο των Media και την ίδια την ανάγκη όλων (!) για χειραφέτηση της επικοινωνίας.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας υποδύεται τον εκπρόσωπο Τύπου των βιομηχανιών τσιγάρου: έναν άνθρωπο που δουλειά του είναι να λέει παραμύθια και υπερβολές, με σκοπό να βραχυκυκλώνει τους συνομιλητές του. Ο τύπος το κάνει πολύ καλά και κυρίως πολύ επαγγελματικά: μόνο που ανάμεσά μας ζουν πλέον και κινούνται πολλοί επαγγελματίες ψεύτες! Η ταινία ξεκινά ως ένα είδος ηθογραφικής κωμωδίας κι εξελίσσεται σε ειρωνικό σχόλιο. Ομως μόνο στο τέλος αποκαλύπτεται ο λόγος της ύπαρξής της: πρόκειται για μια σαρκαστική παρατήρηση, υπερβολική, ώστε να γίνει κατανοητή σε όλους, και ταυτόχρονα γεμάτη από ενοχλητικές αλήθειες που κρύβονται πίσω από πινελιές ισοπέδωσης. Η εικόνα της Λορίν Μπακόλ, π.χ., που για το χατίρι της αντικαπνιστικής υστερίας πρέπει στις ταινίες νουάρ να κρατάει γλειφιτζούρι αντί για τσιγάρο, είναι ένα μήνυμα αισθητικής φρίκης: η υστερία κατά του καπνίσματος είναι κατά βάθος μια πράξη τρομοκρατική απέναντι στην ίδια την ιστορία της κοινωνίας μας.
Η ταινία δεν είναι ο ύμνος του καπνίσματος: ο πρωταγωνιστής, τη μοναδική φορά που θέλει να ανάψει ένα τσιγάρο για να καταπολεμήσει τη δυσφορία του, βρίσκει το πακέτο του άδειο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο στόχος είναι η υποκρισία: η υποκρισία του καταγγέλλοντος γερουσιαστή, η υποκρισία της ρεπόρτερ που θέλει να ανέβει στην ιεραρχία τσαλαπατώντας κάθε κανόνα, η υποκρισία της ίδιας της αμερικανικής (και όχι μόνο…) οικογένειας, που μεγαλώνει τα παιδιά της αντικαθιστώντας την αλήθεια με εθνικούς μύθους που βρίσκονται στα όρια της αρλούμπας. Μέσα σε αυτό το υποκριτικό παραλήρημα, ο επαγγελματίας που απλώς κάνει τη δουλειά του αθωώνεται για το ποιόν του: είναι μισητός γιατί αυτός είναι ο ρόλος του, σε μια κοινωνία στην οποία οι ρόλοι είναι σημαντικότεροι από την αλήθεια. Το να ενοχλεί είναι μέρος της αλήθειας του, σε μια κοινωνία αποτρελαμένων υστερικών, που δεν αντέχουν καμία αλήθεια.
Δείτε το. Θα διασκεδάσετε και θα προβληματιστείτε…