Απ' όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, το ρεκόρ της εικοσάχρονης παραμονής του σερ Αλεξ Φέργκιουσον στον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι έξω από οποιαδήποτε λογική. Η προφανής ερώτηση είναι πώς γίνεται να μην κουράστηκε. Είκοσι χρόνια παραμονής στην ίδια θέση, με τις ίδιες αρμοδιότητες, με την ίδια καθημερινότητα, με τους ίδιους στόχους, ακούγονται πιο πολύ σαν καταδίκη, παρά σαν κατόρθωμα.

Την πρώτη φορά που είχα πάει στο Μάντσεστερ, είχα ξεφυλλίσει έναν τουριστικό οδηγό για να δω τι αξιόλογο έχει αυτή η γκρίζα πόλη με τα χιλιάδες ομοιόμορφα σπίτια στα προάστια. Από αυτά που διάβασα, κατάλαβα ότι τα μοναδικά μέρη που αξίζει τον κόπο να επισκεφτεί κανείς είναι τα δύο γήπεδα της πόλης και το μουσείο ιστορίας του κόμματος των Εργατικών. Ο σερ Αλεξ μεγαλούργησε σε μία πόλη που δεν είχε καμία απολύτως λάμψη.

Τόπος

Ψάχνοντας να βρω τους λόγους της παραμονής του, καταλήγω κυρίως σε αυτό: το Μάντσεστερ υπήρξε ο ιδανικός τόπος προορισμού –για τα μέτρα του συγκεκριμένου Σκωτσέζου. Υποθέτω ότι ο σερ Αλεξ, όταν κατέβηκε στο Μάντσεστερ, αντέδρασε όπως ο Γιουγκεμπράντ, ο οποίος -βλέποντας την Αθήνα από ψηλά- μονολογούσε ότι «είναι ένας ιδανικός τόπος για να τον κατακτήσεις». Ο σερ Αλεξ είχε ως στόχο ζωής την κατάκτηση της ομάδας και κατά συνέπεια της πόλης: η Γιουνάιτεντ ήταν για τον ίδιο το παν πολύ πριν πάει εκεί, όμως κατάφερε αυτό να το κρύψει. Αλλιώς, αν δηλαδή είχε γίνει κατανοητό το πάθος του, η καριέρα του εκεί θα τέλειωνε νωρίτερα.

Προσέγγιση

Διάβασα διάφορα πράγματα στις ελληνικές και ξένες εφημερίδες για τη συμπλήρωση της θρυλικής αυτής εικοσαετίας. Το συνηθισμένο λάθος που γίνεται στην προσέγγιση της απίστευτης αυτής ιστορίας είναι ότι όλοι αναρωτιούνται πώς γίνεται η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να κράτησε τόσα χρόνια τον ίδιο προπονητή. Στην πραγματικότητα, το παράδοξο είναι το αντίθετο: πώς δηλαδή ένας προπονητής τόσο σπουδαίος έμεινε στην ομάδα τόσο έπειτα από θριάμβους όσο και έπειτα από συνεχείς επιτυχίες. Οταν ο σερ Αλεξ ανέλαβε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, δεν ήταν αυτός που την είχε ανάγκη. Εκείνη χρειαζόταν τις υπηρεσίες του: η σχέση τους δεν γεννήθηκε από μία κοινή ανάγκη και, κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που άντεξε τόσο. Η ομάδα μεγάλωσε για να φτάσει τον προπονητή της και από εκεί κι έπειτα οι δύο συμπορεύτηκαν. Οταν όμως η σχέση ξεκίνησε, ο σερ Αλεξ δεν είχε τίποτα να αποδείξει, ενώ η ομάδα έπρεπε να (του) αποδείξει πολλά.

Κρίσεις

Είναι αλήθεια πως τον έσωσε κάποια στιγμή στην αρχή της καριέρας του ο Μαρκ Ρόμπινς (που πέρασε ένα φεγγάρι από τον Πανιώνιο), σκοράροντας σε ένα ματς Κυπέλλου με τη Νότιγχαμ. Είναι επίσης γνωστό ότι το 2000 η ομάδα έψαξε σοβαρά για τον διάδοχό του. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ περνούσε τότε μία σοβαρή αγωνιστική κρίση, μολονότι είχε ξοδέψει πολλά χρήματα για μεταγραφές. Οι οπαδοί της ζήλευαν τους (νοτιο)ευρωπαίους προπονητές των ανταγωνιστών, οι οποίοι δίδασκαν ένα καινούργιο ποδόσφαιρο. Κολοσσοί όπως ο Καπέλο και ο Ερικσον έστελναν μηνύματα καλής διάθεσης για μία πιθανή συνεργασία. Η «Ντέιλι Μίρορ» είχε γράψει ότι «πλησιάζει η μέρα που οι κάτοικοι του Μάντσεστερ που περνούν από τα γραφεία της Γιουνάιτεντ στη "Sir Matt Busby Way" δεν θα δουν το μαύρο Rover του τεχνικού παρκαρισμένο στο γνωστό σημείο: θα είναι το πιο μεγάλο από τα σημάδια που μαρτυρούν ότι ο κόσμος άλλαξε». Ομως, η μέρα αυτή δεν ήρθε. Και απ' ό,τι όλα δείχνουν, θα αργήσει πολύ. Κυρίως διότι ειδικά την ώρα των κρίσεων, στο Μάντσεστερ κατάλαβαν ότι μπορεί να βρουν έναν καλύτερο προπονητή –δεν πρόκειται όμως να βρουν κάποιον σαν τον σερ Αλεξ, ο οποίος θεωρεί ότι η ζωή του και η Γιουνάιτεντ είναι ακριβώς το ίδιο.

Ιστορία

Κάπου εδώ βρίσκεται το μυστικό της εικοσάχρονης παραμονής. Διαβάζοντας την ιστορία του σερ Αλεξ, δεν πρέπει να στέκεστε στους τίτλους και στις επιτυχίες, αλλά στη διαχειριστική ικανότητα των κρίσεων της ομάδας που είναι κυρίως ζητήματα ζωής. Ο Φέργκιουσον αντιμετωπίζει τον σύλλογο όχι σαν μία μικρογραφία ενός σχολείου ή μιας οικογένειας, αλλά σαν τη ζωή του την ίδια. Οι σκληρές αποφάσεις που κατά καιρούς έχει πάρει βασίζονται στο αξίωμα που λέει ότι η ζωή τρέχει. Ο ίδιος εξελίχθηκε, το ίδιο και ο σύλλογος. Η δική του παρουσία δεν είναι ένα παράδειγμα στασιμότητας ή συντηρητισμού, αλλά η εγγύηση ότι θα γίνονται πάντα οι αλλαγές που η περίσταση απαιτεί –ακριβώς όπως συμβαίνει και στη ζωή. Τα είκοσι χρόνια του σερ Αλεξ είναι χρόνια προόδου, ακριβώς επειδή ο ίδιος δεν παγιδεύτηκε σε καμία από τις μεγάλες στιγμές που έζησε. Η ομάδα που κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα ύστερα από αμέτρητα χρόνια παραχώρησε τη θέση της σε μια άλλη, πιο θεαματική, πιο ενδιαφέρουσα. Ο Ρόμπσον, ο Καντονά, ο Μπέκαμ, ο Φαν Νιστελρόι, ο Σταμ, ο Σμάιχελ, είναι οι αποδείξεις ότι ο προπονητής εξακολουθεί να έχει μπροστά στα μάτια του μόνο τον σύλλογο: όλοι οι άλλοι, σπουδαίοι ή λιγότερο σπουδαίοι, είναι περαστικοί και χρήσιμοι. Εχουν όμως μία αποστολή να φέρουν εις πέρας. Και όταν την εκτελέσουν, οφείλουν να φύγουν.

Σύλλογος

Ο σερ Αλεξ «δέθηκε» με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: ούτε με τους παίκτες της ούτε με τους θριάμβους της. Η συνεχής παρουσία του είναι η απόδειξη ότι αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε ταύτιση με τίποτα πέρα από τον σύλλογο που υπηρετεί. Για τον σερ Αλεξ δεν υπάρχουν παίκτες, νίκες, ήττες, απογοητεύσεις και θρίαμβοι: υπάρχει μόνο η εξέλιξη της ομάδας, το «σήμερα» και το «αύριο», μία ιστορία που συνεχίζεται χωρίς περίληψη προηγουμένων. Ακούγεται απλό, όμως μόνο έτσι δεν είναι.

Ξυπνητήρι

Το καλοκαίρι είχα γράψει ότι ο Σάββας Κωφίδης είναι ο δέκατος σημαντικότερος άνθρωπος του ελληνικού πρωταθλήματος, διότι έβγαλε τον Ηρακλή τέταρτο. Το πίστευα και θα το έγραφα ξανά. Ο περσινός Ηρακλής δεν θα ερχόταν ποτέ τέταρτος χωρίς τον Σάββα.

Το μελαγχολικό συμπέρασμα της ιστορίας του είναι ότι ένας προπονητής μπορεί να είναι ο καθοριστικός παράγοντας που θα βοηθήσει μία ομάδα να βγει τέταρτη ή ακόμα και πρώτη. Είναι όμως σχεδόν αδύνατον να διαχειριστεί τελείως μόνος του όλες τις κρίσεις. Τα δύο τελευταία χρόνια ο Κωφίδης ήταν στον Ηρακλή τα πάντα: είχε λόγο για τη διοίκηση, για τις καθυστερημένες πληρωμές, για τις ανανεώσεις των συμβολαίων των παικτών, για τις μεταγραφές, για τους οπαδούς, για όλα. Για να αντέξει μία τέτοιου είδους ευθύνη, θα 'πρεπε να είναι υπεράνθρωπος. Δεν είναι.

Η φετινή δυσκολία του Ηρακλή δεν οφείλεται στην έλλειψη «εμπνεύσεων» του προπονητή. Ούτε εξηγείται με υπεραπλουστεύσεις του είδους «οι παίκτες ξεφούσκωσαν», «οι καλοί μεγάλωσαν» και άλλα τέτοια, που κυκλοφορούν κυρίως στη Σαλονίκη. Αυτό που έφθειρε τον Ηρακλή είναι η έλλειψη προοπτικής: όταν μία ομάδα φτάνει στην τέταρτη θέση και η (όποια) διοίκησή της αντιμετωπίζει αυτό το κατόρθωμα σαν ταβάνι, δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτα καλό στη συνέχεια. Ο Ηρακλής είχε ανάγκη από δυο–τρεις προσθήκες, ώστε να είναι πιο δυνατός: αντίθετα απ' αυτό (που θα ήταν λογικό και αναμενόμενο), το καλοκαίρι μπήκε πωλητήριο στους παίκτες, άρχισαν τα παζάρια, κόπασε ο άνεμος της ελπίδας που πέρυσι φύσηξε ξαφνικά. Ο Κωφίδης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να συντηρήσει την ομάδα: η συντήρηση όμως είναι το πρώτο σημάδι της φθοράς.

Εχω δει σχεδόν όλα τα ματς του Ηρακλή που έδειξε η τηλεόραση. Η εντύπωση που έχω σχηματίσει είναι ότι αυτή η ομάδα είναι παγιδευμένη στις πρόσφατες μνήμες της –άρρωστη. Ολοι περίμεναν από τον Επαλέ και τον Ερέρα, για παράδειγμα, να κάνουν ό,τι έκαναν και πέρυσι. Ελάχιστοι καταλάβαιναν ότι το φετινό πρωτάθλημα δεν είναι η συνέχεια του προηγούμενου, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Πώς να το καταλάβουν άλλωστε; Τα προβλήματα είναι ίδια, η διοίκηση εξακολουθεί να απουσιάζει, τα χρέη μεγαλώνουν και ο Σάββας ήταν εκεί ως σύμβολο μιας κατάστασης που διαιωνίζεται και που, όπως εξήγησα, ούτε ο ίδιος πλέον δεν μπορούσε να αντέξει.

Φεύγει για να δείξει ότι τίποτα δεν είναι ίδιο με πέρυσι. Η παρουσία του λειτουργούσε ως καταπραϋντικό. Αναμένεται να δούμε αν η φυγή του θα λειτουργήσει σαν ξυπνητήρι.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube