Με τους συνήθεις υπόπτους να εδραιώνονται πλέον σιγά σιγά στο ένα τρίτο του πρωταθλήματος στις αναμενόμενες θέσεις τόσο επάνω όσο και κάτω, η μοναδική ομάδα Α' Εθνικής που φαίνεται να κάνει στη σεζόν, για την ώρα, τη διαφορά προς τα επάνω (όπως την κάνουν αντιστοίχως προς τα κάτω η Ξάνθη και ο Ηρακλής) είναι by far η Κέρκυρα. Στην αφετηρία του Αυγούστου, εάν ήταν μια φορά απίθανο να φανταστεί κανείς τον Νοέμβριο ουραγό τον «Γηραιό», τότε ήταν δέκα (όσες και οι αγωνιστικές που έχουν διανυθεί) φορές «εκτός προγράμματος» το ότι η Κέρκυρα στο ίδιο χρονικό σημείο θα είχε θέση στο top-6 της κατάταξης. Κι όμως, (την) έχει.

Το «επιχειρείν ποδόσφαιρο» είναι στο νησί πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Διότι το νησί, σε αντίθεση με μία Λάρισα ή με τα Γιάννενα, δεν είχε ποτέ αυτό που θα περιέγραφε κανείς ως «κουλτούρα του ποδοσφαίρου». Ποτέ στη ζωή εκείνου του όμορφου τόπου το ποδόσφαιρο δεν υπήρξε κάτι σημαντικό. Η Κέρκυρα έχει (απείρως) περισσότερες φιλαρμονικές από γήπεδα, η αθλητική παράδοση είναι το... κρίκετ και αν υπάρχει κάτι που να θυμίζει ενδιαφέρον για την μπάλα, αυτό είναι οι ντόπιοι οπαδοί των μεγάλων κλαμπ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ηταν, μάλλον. Η χρονιά που κυλάει είναι η πρώτη που στους δρόμους και στους τοίχους τα «Ολυμπιακάρα» και τα «Αρειανάρα» έχουν σβηστεί, ενώ συγχρόνως αρχίζουν δειλά δειλά να ξεφυτρώνουν από δω κι από κει τα «ΑΟΚ» και τα «Κερκυράρα».

Οφείλεται, εννοείται, η στροφή στην εικόνα της ομάδας. Η εικόνα βγάζει ταχύτητα, ενθουσιασμό, τρέξιμο, συγκρότηση, ισορροπία, οργάνωση, «χημεία». Ανάβει το ενδιαφέρον. Με αισθητά νεανικό μέσο όρο ηλικίας, με κυρίαρχη στα αποδυτήρια γλώσσα την ελληνική, με δύο Αφρικανούς που ζουν χρόνια κοντά μας, με τέσσερις Βραζιλιάνους που επίσης δεν είναι χθεσινοί στη χώρα, η Κέρκυρα είναι ομάδα «χτισμένη» βήμα βήμα, με πολλή προσοχή και μέθοδο, παρά ομάδα ευκαιριακά μαζεμένη (με διάσημους μισθοφόρους, όπως την προηγούμενη φορά, να την κυριαρχούν), ίσα ίσα για να βγάλει άλλη μια χρονιά στο πάνω-κάτω του κλασικού ασανσέρ μεταξύ των κατηγοριών. Είναι ό,τι έχει ανασηκώσει φέτος τα -παλαιότερα αδιάφορα ακριβώς λόγω της λογικής του ασανσέρ- φρύδια των Κερκυραίων.
Μια ματιΑ στο παιχνίδι της ομάδας πείθει ότι τα στελέχη πρώτης γραμμής είναι ο καθένας καλός σε κάτι και οι ρόλοι τους διακριτοί. Σαν... φιλαρμονική. Ο Φλαβίνιο να κλέβει μπάλες και να σταματάει επιθέσεις του αντιπάλου, ο Καγκιούζης να σουτάρει απ' έξω σαν Γερμανός (εκεί άλλωστε έπαιξε και απέκτησε τη βασική αγωγή), ο Μοσχογιάννης να «σκουπίζει», ο Σιντιμπέ να μαζεύει, ο Σκούφαλης και ο Φίλιπ να κερδίζουν τα φάουλ και να είναι και καθοριστικοί στο passing game, ο Ντ' Ακόλ να δημιουργεί πιο πολύ απ' το να εκτελεί, ο Γκουέλα να γεμίζει το μάτι με την έκρηξη και την επιτάχυνσή του, ο τυπικός Ζαχαρόπουλος του εύκολου γκολ. Και ο Φούφουλας, στόπερ 22 ετών, ξεκάθαρη αποκάλυψη της περιόδου. Αποκτήθηκε ανώνυμος, αργά ή γρήγορα θα παραδοθεί ανταγωνιστικός για το υψηλότερο (εγχώριο) επίπεδο.

Δεν χρειάζονται ύμνοι στον προπονητή. Τους ύμνους τούς αποδίδει το παιγνίδι της Κέρκυρας. Και ο Σπύρος Καλογιάννης, ο παλαιότερος -μετά τους Βαρδινογιάννηδες και τους Μητροπουλαίους- στην κοινωνία των λεγόμενων παραγόντων, δεν χρειάζεται (ούτε επρόκειτο ποτέ να παρασυρθεί από) επικοινωνιακά τρικ για να αποφασίσει ποιος «πωλεί καλύτερα τον εαυτό του» ώστε να τον προσλάβει. Ξέρει μονάχος, απ' τη ζωή και όχι απ' τις δημόσιες σχέσεις, πολύ καλά.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube