Με το πρόβλημα του «διπλού» να συνεχίζεται, στον Ολυμπιακό δεν παρατηρήθηκε κάτι άλλο. Ίσως ότι ο Ολυμπιακός έχει σταματήσει να παίρνει και τους «άσους». Συγκεντρωμένοι, όμως, στο πρόβλημα των αποτελεσμάτων, στον Ολυμπιακό δεν καταλαβαίνουν ότι χάνεται το πολυτιμότερο στοιχείο μιας ομάδας. Η ελπίδα, στοιχείο που ο Δάντης στην «Κόλαση» θεώρησε τόσο πολύτιμο, ώστε να γράψει στην είσοδό της ότι οι θνητοί μπορούν να την αφήσουν απ' έξω. Και στο ποδόσφαιρο την ελπίδα τη δίνουν οι νέοι παίκτες. Από τότε που ήμουν πιτσιρικάς θυμάμαι, όταν μια ομάδα περνούσε κρίση, οι οπαδοί της να φωνάζουν στον πρόεδρο: «Διώξ' τους όλους απ' την ομάδα και βάλε να παίξουν οι πιτσιρικάδες, να δούμε μπάλα». Ολοι το ξέρουν ότι με 11 πιτσιρικάδες δεν θα δουν μπάλα, αλλά με το «πιτσιρικάδες» ζητούν αυτό που σε κάνει να αντέχεις και τις χειρότερες στιγμές: την ελπίδα. Στην επικοινωνιακά ευαίσθητη ΑΕΚ το στοιχείο της ελπίδας εκτιμήθηκε αμέσως. Οι πιτσιρικάδες, τις δύο πρώτες χρονιές του Σάντος και φέτος του Φερέρ, προβλήθηκαν ώστε να μπορέσει ο κόσμος να αντέξει τις δύσκολες σεζόν. Ενα στοιχείο που στο παρελθόν στον Παναθηναϊκό δεν εκτίμησαν αρκετά όταν ξεμοντάρισαν την ομάδα της Παιανίας. Τουλάχιστον, όμως, επανόρθωσαν με τις περσινές μεταγραφές του Τζιόλη, του Μάντζιου και τη χρησιμοποίηση στην πρώτη ομάδα των Δάρλα και Λεοντίου. Στον χοντρόπετσο, όμως, Ολυμπιακό δεν έχουν αντιληφθεί την αξία της ελπίδας που οι νέοι παίκτες δίνουν σε μια ομάδα, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Ο οπαδός μπορεί να εκτιμήσει τη μεταγραφή του Νικοπολίδη, του Κωνσταντίνου, του Οκκά, του Ζεβλάκοφ και του Σέζαρ, αλλά τα μεγέθη τους είναι γνωστά και τριανταρίζουν. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο δημοφιλέστερος, μετά τον Ριβάλντο, παίκτης του Ολυμπιακού είναι ο Καστίγιο. Οχι μόνο για την όποια αξία του, αλλά επειδή αφήνει περιθώρια στον οπαδό να ονειρευτεί ότι μια μέρα θα γίνει ο μεγαλύτερος παίκτης της ιστορίας. Ο οπαδός, όπως η γυναίκα, χρειάζεται το παραμύθι του. Χρειάζεται το παραμύθι για νεαρούς άσους που παρακολουθεί η Τσέλσι, αλλά δεν είναι τόσο τυχερή να τους έχει μια και παίζουν στην ομάδα του, για πιτσιρικάδες που θα μεγαλώσουν για να λύσουν το πρόβλημα της ομάδας σε μια θέση για την επόμενη δεκαετία και για την ομάδα των παιδιών-θαυμάτων, που τώρα υπό το βλέμμα του χτίζεται. Ο οπαδός χρειάζεται να βλέπει νέο αίμα. Αλλιώς το γήπεδο γίνεται κόλαση. Ψιλά, βέβαια, γράμματα για μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, που νομίζει ότι η επικοινωνία είναι κάτι που για να πραγματοποιηθεί χρειάζεται κάτι να μπει στην πρίζα, αλλά βασικά στοιχεία για τη νέα ΑΕΚ. Και όποιος δεν μπορεί να διδαχθεί από τους αντιπάλους του, είναι καβαλημένος. Πάνω σε ένα άλογο που προ πολλού έχει γεράσει.
Άκουγα πάλι ραδιόφωνο. Στη βραδινή ώρα, του ελεύθερου βήματος, βιότοπου των τεκμηριωμένων, των ψαγμένων, των ανευλαβών και των φρενοβλαβών, την ώρα που ο Έλληνας οπαδός διεκδικεί το δεκάλεπτο της διασημότητας που του ανήκει. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα –και έχω παρατηρήσει και στο παρελθόν όταν άκουγα τη νυχτερινή ζώνη του ΣΚΑΪ– ήταν ότι στις γραμμές στον αέρα εννέα στις δέκα φορές βγαίνουν τα ίδια άτομα. Ότι στους περισσότερους ο παραγωγός δεν περιμένει καν να πουν το όνομά τους, μια και τους καταλαβαίνει από τη φωνή. Επίσης, ότι στην ίδια εκπομπή βγαίνουν δύο και τρεις φορές τα ίδια άτομα, αυτοί τους οποίους οι παραγωγοί ονομάζουν «η ραδιοφωνική μας παρέα». Ότι, συμπερασματικά, στο ραδιόφωνο η ώρα των ακροατών αφορά 20-30 άτομα. Τα οποία έναν πόνο, στην πραγματικότητα, έχουν. Να τα πουν όλα. Οχι μόνο τα υπαρκτά, αλλά και τα ανύπαρκτα.
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει στους περισσότερους ακροατές που βγαίνουν στο ραδιόφωνο είναι η αδυναμία να διαχωρίσουν την πληροφορία από την εκτίμηση. Σε συνδυασμό με το ότι ο καθένας έχει ένα δημοσιογράφο με τον οποίο έχει κολλήσει και προσπαθεί να τον βγάλει σκάρτο, ακούγονται τραγελαφικά πράγματα. Άκουγα, λοιπόν, έναν προχθές, που έλεγε ότι μετά το δεύτερο ματς της ΑΕΚ στην Ευρώπη ο Κάρπετ είχε πει ότι αμφιβάλλει αν η «Ενωση» θα βάλει γκολ, πόσω μάλλον αν θα κάνει νίκη. Και μετά συνέχιζε, ότι μετά τις δύο νίκες της ΑΕΚ δεν άκουσε τον Κάρπετ να ζητάει συγγνώμη. Η συζήτηση ήταν λίγο τουρμπιγιόν. Έλεγε ο Ελευθεράτος «αυτή ήταν η εκτίμησή του», απαντούσε ο ακροατής «αλλά αφού έγινε, δεν πρέπει να βγει και να ζητήσει συγγνώμη;» και η εκπομπή είχε γίνει η ραδιοφωνική μέρα της μαρμότας. Εγώ καμία αντίρρηση δεν έχω να παρακολουθήσω όποια ταπείνωση του Κάρπετ, ακόμα και για άδικους λόγους. Μπορώ, όμως, να ρωτήσω κάτι; Το ίδιο δεν πρέπει να γίνει με τον Σωτηρακόπουλο, τον Γκαραγκάνη, τον Μιαούλη και όποιον άλλον έχει τολμήσει να δώσει προγνωστικό για το Στοίχημα; Έκαναν μια εκτίμηση και δεν τους βγήκε. Και τι διαφορά έχει να πεις «το ματς της Τζούργκαρντεν δεν γίνεται over» και να βάλει τέσσερα από το να πεις «δεν βλέπω την ΑΕΚ να σκοράρει» και να παίρνει δύο νίκες;
Η μόνη διαφορά είναι ότι η ΑΕΚ είναι ελληνική ομάδα και, είτε με το μυαλό του ακροατή όποτε παίζει ελληνική ομάδα στο Τσάμπιονς Λιγκ πρέπει να λέμε ότι θα νικήσει είτε υπάρχουν οπαδικά συμφέροντα που έκαναν τον Κάρπετ να πει ότι η ΑΕΚ φέτος θα μείνει άγκολη. «Τώρα ψάχνεις για τάξη στο εγκεφαλικό χάος;», μπορεί να μου πει κάποιος, αλλά ομολογώ. Το να μην μπορεί κάποιος να καταλάβει τη διαφορά της πληροφορίας «κάποιος μου είπε ότι τα ματς της ΑΕΚ είναι στημένα και δεν θα μπει ούτε ένα γκολ» από την εκτίμηση «νομίζω ότι η ΑΕΚ φέτος δεν θα σκοράρει» και να θέλει από κάποιον να πει συγγνώμη για προγνωστικό, κλονίζει την πίστη μου στην αξία του Πολυτεχνείου. Γιατί αν το Πολυτεχνείο έγινε για να μπορέσει ο συγκεκριμένος να ψηφίζει, την κάτσαμε τη δημοκρατική βάρκα και οι αξιωματικοί στον Κορυδαλλό μου μοιάζει όλο και περισσότερο ότι είχαν τα δίκια τους.
Επίσης, μαγεύομαι από την άνεση των συμπερασμάτων κάποιων άλλων. Βγαίνει ένας, με ώριμη, μάλιστα, φωνή και λέει: «Ο κύριος Πανούτσος μίλαγε για τον Μάριτς και έλεγε στον κύριο Νικολακόπουλο ότι δεν θέλει ούτε το όνομά του να ακούει. Για τον Οκκά, όμως, γιατί δεν μιλάει ο κύριος Πανούτσος; Επειδή μάνατζέρ του είναι ο Μπότος, με τον οποίο έχει σχέσεις. Γιατί αυτά τα πράγματα σε κάνουν να υποπτεύεσαι», συμπλήρωσε ο ακροατής με μια ψαγμένη σιωπή να αιωρείται. Μήπως ο κύριος Πανούτσος (c' est moi) τα παίρνει από τον κύριο Μπότο χάρη στη μυστική σχέση τους, που αποκαλύφθηκε μόνο επειδή έβγαλε τον Μπότο στο ράδιο και έχει γράψει καμιά πεντακοσαριά φορές ότι πίνουν μαζί τον καφέ τους στο «Jimmy's»; Μήπως, λέω εγώ με το φτωχό μου το μυαλό;
Και στην ερτζιανή σιωπή προστίθεται το επόμενο ερώτημα. Δηλαδή αν θεωρώ τον Οκκά καλύτερο από τον Μάριτς τι να κάνω; Να τον βρίζω επειδή είναι πελάτης του Μπότου; Επίσης, αν ο Οκκάς δεν παίζει σε κάποιο ματς, αλλά παίζει ο Μάριτς, πώς να το πηγαίνω το κείμενο; «Στη βασική ενδεκάδα έβαλε ο Τροντ Σόλιντ τον άχρηστο τον Μάριτς, αλλά σε σύγκριση με τον γελοίο Οκκά ο Μάριτς είναι ο Μαραντόνα»; Ακούγεται πιο αντικειμενικό και ανεξάρτητο έτσι;
Η επόμενη κατηγορία είναι οι μάστορες του cross examination. Αυτοί που βρίσκουν αντιφάσεις στα γραπτά. «Κατηγορούμενε Πανούτσε, ενώ τη 12η/4/02 στη σελ. 22 της εφημερίδας "Το Βήμα" είχες γράψει ότι ο Γιάννης Βαρδινογιάννης χτίζει την ομάδα του μέλλοντος, γιατί στις 23/9/05 στη σελ. 58 της εφημερίδας "Έθνος" είχες γράψει ότι ο Παναθηναϊκός χρειάζεται ανανέωση; Σε συνδυασμό με το κείμενο της 2ας/11/06 στην εφημερίδα "SportDay" υπό τον τίτλο "Ελπίδες για ανάκαμψη της ομάδας του Μουνιόθ", στο οποίο αναφέρεις ότι η ομάδα του Παναθηναϊκού έχει ανάγκη ενίσχυσης στο κέντρο της άμυνας και λαμβανομένου υπ' όψιν του κειμένου της ιδίας ημέρας "Πήρε ή δεν πήρε κόκα ο Παπακώστας;", καταδικάζεσαι να γράψεις εκατό φορές τη φράση "Τι έχουν να πουν τώρα αυτοί που έλεγαν ότι ο Παναθηναϊκός δεν θα πάει πουθενά με τους Γκουμομπασινάδες μετά το ματς της Ριζούπολης, όταν άλλοι έλεγαν ότι δεν θα πρέπει να μιλάμε πριν ακούσουμε τι έχουν να πουν κάποιοι άλλοι, που δεν μίλαγαν επειδή τότε δεν ήταν καιρός για λόγια. Και να προσθέσω ότι ο Βύντρα είναι καλύτερος από τον Σεϊταρίδη». Είναι οι ακροατές που αναφέρονται σε κείμενα που σου είναι αδύνατον να τα θυμάσαι επειδή εν τω μεταξύ έχεις γράψει τέσσερις φορές το «Πόλεμος και Ειρήνη», ενώ πολλές φορές δεν τα θυμάσαι επειδή ποτέ δεν τα έγραψες.
Επίσης, υπάρχουν ακροατές που σε κατηγορούν επειδή όταν μιλάς για την ομάδα τους γελάς, ακροατές που λένε πετυχημένα αστεία –«με το μπαστουνάκι παίζει ο "Ρίμπο"»–, ακροατές που απειλούν με τρομακτικά ψευδώνυμα, όπως Mpouxesas 7 και Klasompanieras 13, ακροατές που βγαίνουν για να πουν πως ξέρουν ότι η ομάδα του Ολυμπιακού ντοπάρεται επειδή έχουν έναν ξάδελφο που μένει απέναντι από το σπίτι του Μενδρινού και ακροατές που απαντούν σε ακροατές. «Ελα, Δημήτρη, βγαίνω ξανά στον αέρα για να απαντήσω επί προσωπικού. Δεν θα προσβάλλω, ούτε θα βρίσω, αλλά, Δημήτρη, θέλω να σχολιάσω αυτό που είπε για μένα ο μαλάκας ο Γιάννης. Συγγνώμη, Δημήτρη, έχεις δίκιο, δεν θα ξαναβρίσω. Τις μαλακίες που είπε για μένα ο Γιάννης. Ναι, Δημήτρη, μου ξέφυγε. Συγγνώμη, μαλάκα μου, sorry, Δημήτρη, ο μαλάκας έβρισα εσένα. Συγγνώμη, δεν θα επαναληφθεί, δεν την ξανακάνω τη μαλακία». Είναι το νυχτερινό ραδιόφωνο. Στο οποίο και την ώρα να σου πουν δεν πρέπει να την πιστέψεις, στο οποίο κάποιος μπορεί να βγει και να πει ότι ο Λούβαρης τα έχει με τον Κόκκαλη, το οποίο είναι αβάσιμο, ανυπόληπτο, επαναλαμβανόμενο και εξοργιστικό, αλλά το ομολογώ: έχει απέραντη πλάκα.