Η ελιτίστικη θεωρία πως το ποδόσφαιρο είναι «το όπιο του λαού» έχει υποστεί πολλά πλήγματα, αλλά δεν έχει εκπνεύσει ακόμα. Στον νου μου, η ήττα της άρχισε να προδιαγράφεται, σημειολογικά τουλάχιστον, εκείνη την Κυριακή της 24ης Νοεμβρίου 1974
Πέντε ζευγάρια μάτια καρφωμένα στην τηλεόραση. Το ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού θα άρχιζε σε λίγη ώρα. Η εφηβική παρέα αδημονούσε. Το επιβλητικό έπιπλο-ραδιοπικάπ Grundig είχε μόλις σταματήσει να υποδέχεται τους δίσκους 33 στροφών του Σαββόπουλου και τα «σαρανταπεντάρια» των Nazareth και των Who. Η σύνδεση με το Στάδιο Καραϊσκάκη είχε γίνει, όταν μπήκε στο σαλόνι ο πατέρας του γράφοντος.
«Ρε παιδιά, μέρα της πορείας για το Πολυτεχνείο κι εσείς βλέπετε ποδόσφαιρο; Δεν θα πάτε στο Πολυτεχνείο;». Ενιωσα ενοχλημένος και υπόλογος -απέναντι στην παρέα- για την προσβολή. «Ξέρεις πολύ καλά ότι θα είμαστε εκεί πολύ πριν από σένα, τι σε νοιάζει αν βλέπουμε μπάλα νωρίτερα;». Το τελευταίο που θα ήθελα εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα, ήταν μία συζήτηση για το αν το ποδόσφαιρο αποτελεί «όπιο του λαού»: το αξίωμα αυτό με εκνεύριζε αφάνταστα, χωρίς βεβαίως να μπορώ, στα 13 μου χρόνια, να το αντικρούσω με στέρεα επιχειρήματα.
Ξαφνικα, μια «διακριτικη» βουή μεταφέρθηκε, μέσω της TV, σε εμάς. «Σκάστε ρε, να ακούσουμε», φώναξε κάποιος από την παρέα. Το σύνθημα αντηχούσε δειλά και διστακτικά, λες και ασφυκτιούσε στο περιβάλλον του γηπέδου. Αργότερα, δυνάμωσε κάπως: «Λαέ, θυμήσου τον Νοέμβρη». Για φαντάσου! Σύνθημα για το Πολυτεχνείο σε γήπεδο, πριν από ένα ντέρμπι «αιωνίων». Πότε; Οταν το ποδόσφαιρο εθεωρείτο, σε αδρές γραμμές, κάτι σαν σήμα κατατεθέν του δικτατορικού καθεστώτος που μόλις είχε καταρρεύσει. Ενιωσα... γλυκά δικαιωμένος. Τόσο γλυκά, ώστε δεν φώναξα καν τον πατέρα μου για να τον αποστομώσω. Αλλωστε άρχιζε το ματς.
Ηταν η ηλιόλουστη Κυριακή της 24ης Νοεμβρίου 1974. Ο,τι αξιζε απο το ντερμπι εκείνο, έγινε σε είκοσι λεπτά. Πρώτο λεπτό, ο Παναθηναϊκός στην επίθεση. Σέντρα του Βαλλίδη, κεφαλιά του Ελευθεράκη, η μπάλα δίπλα από το πόδι του αιφνιδιασμένου Κελεσίδη: 1-0 οι «πράσινοι». Στο επόμενο λεπτό, ισοφάριση του Ολυμπιακού με κεφαλιά του Κρητικόπουλου. Δεύτερο «ερυθρόλευκο» γκολ με κεφαλιά του Γαλάκου, έπειτα από εκτέλεση κόρνερ του Δεληκάρη. Η συνέχεια, άνευρη και ανιαρή. Ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1. Ο Δομάζος αργότερα γκρίνιαζε: «Ξεκινήσαμε με γκολ και καθίσαμε σαν κούκλες και δεχθήκαμε την ισοφάριση». Διαμαρτυρόταν και ο συγχωρεμένος, πλέον, Κρητικόπουλος για τον Ελβετό «άρχοντα του αγώνος» Ρολάν -ναι, τότε ήταν συνηθισμένο φαινόμενο η παρουσία ξένων διαιτητών σε εγχώρια ντέρμπι: «Τέσσερα γκολ έβαλα, μέτρησε το ένα. Κανένα άλλο δεν ήταν κανονικό;».
Καθ' οδον προσ το Πολυτεχνείο, αντίκριζες και «διαμαρτυρόμενους» τοίχους: «Δεν έγινε ο Νοέμβρης για τον Καραμανλή», αναγραφόταν πάνω τους. Βλέπετε, οι εκλογές είχαν διεξαχθεί ανήμερα τη 17η Νοεμβρίου. Γι’ αυτόν τον λόγο η πρώτη πορεία του Πολυτεχνείου γινόταν μία εβδομάδα αργότερα. Πλήθος απέραντο: το καταλάβαινες πριν ξεκινήσει η πορεία. Κάπου ανάμεσα στον νεαρόκοσμο που συνέρρεε φορώντας τα διακριτικά της ΚΝΕ, του «Ρήγα Φεραίου», του ΠΑΣΟΚ ή άλλων πολιτικών οργανώσεων, να και κάποιοι που έρχονταν από το Καραϊσκάκη. Με τα κασκόλ της ομάδας τους. «Ρε, μπας και ξεμπερδέψουμε γρήγορα με αυτή την ενοχοποίηση του ποδοσφαίρου;», αναρωτήθηκα. Οι «λοξές» ματιές κάμποσων παρευρισκομένων προς τους νεοφερμένους φιλάθλους με έπεισαν να επανεξετάσω την αισιόδοξη εικασία μου.
Ειπαμε, 1974. Ησαν πολύ νωπές ακόμα οι μνήμες: η χούντα είχε οικειοποιηθεί την πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ τόσο κυνικά και χοντροκομμένα, ώστε την επομένη του ημιτελικού αγώνα με τον Ερυθρό Αστέρα (3-0) σε αθλητικά πρωτοσέλιδα παρουσιαζόταν ως «βασικός συντελεστής του θριάμβου» ο... Ασλανίδης, γενικός γραμματέας Αθλητισμού του καθεστώτος! Κάπως έτσι είχε εκμεταλλευτεί τη λάμψη της εθνικής Βραζιλίας του 1970 η στρατιωτική δικτατορία της λατινοαμερικανικής χώρας. Η χούντα του Βιντέλα, στην Αργεντινή, μετρούσε αντίστροφα τον χρόνο μέχρι το Μουντιάλ του 1978, αφαιρώντας τις ζωές πολιτικών αντιπάλων της. Εξολόθρευσε δέκα χιλιάδες. Αφήστε που βρήκε αρωγούς στην προσπάθειά της να εμφανίσει προς τον υπόλοιπο κόσμο μια πλαστή εικόνα «αναγέννησης» κι «ευημερίας»: ο γνωστός και μη εξαιρετέος Χένρι Κίσιγκερ, ο πρόεδρος της ΦΙΦΑ Χαβελάνζε και ο αρχηγός της γερμανικής ομάδας Μπέρτι Φογκτς δήλωσαν ό,τι ακριβώς ήθελε να ακούσει ο Βιντέλα. Ο Φογκτς, μάλιστα, ξεπέρασε κάθε όριο: «Δεν είδα κανέναν πολιτικό κρατούμενο, διαπιστώνω απλώς ότι στην Αργεντινή επικρατεί τάξη».
Θα μπορουσε να συνυπολογίσει κανείς περιπτώσεις, κατά τις οποίες με ποδοσφαιρικές αφορμές ξέσπασαν εθνικιστικές συγκρούσεις ή ακόμα και πόλεμοι -από την Κεντρική Αμερική του 1969 (Σαλβαδόρ-Ονδούρα) τη Γιουγκοσλαβία του 1990. Ομως ήσαν απλώς αφορμές ή μάλλον αποτυπώματα: «τα δάκρυα δεν βγαίνουν από το μαντίλι», όπως γράφει κι ο Γκαλεάνο. Πιστεύει κανείς ότι όλα τούτα θα είχαν αποτραπεί, εάν δεν υπήρχε ποδόσφαιρο; Αν ναι, είναι απλώς ανόητος.
Είναι παιδαριώδες να στιγματίζει κάποιος το ποδόσφαιρο, a priori, «γενικώς και αορίστως», δίχως καν να διευκρινίζει σε ποια πτυχή του αναφέρεται: το άθλημα έχει την εσωτερική δομή και λειτουργία του, τους επιχειρηματίες, γενικώς όσους το εμπορεύονται, όσους το αγαπούν, τους οπαδούς, τους παίκτες, την αισθητική του. Το άθλημα έχει τα συμβόλαια, τα σύμβολα και τους συμβολισμούς του. Αλίμονο εάν όλα αυτά ταυτίζονταν, παντού και πάντα. Είναι σαν να προσπαθεί να κρίνει κάποιος ένα βιβλίο, όχι μόνο χωρίς να το έχει διαβάσει, αλλά δίχως καν να ξέρει ποιος και υπό ποιες συνθήκες το έγραψε. Ακόμα χειρότερα: είναι σαν να προσπαθεί να αποφανθεί εάν η Ιστορία της Ανθρωπότητας έχει μόνο μελανές ή μόνο φωτεινές σελίδες!
Η αληθεια ειναι οτι οι «άλλες» σελίδες του ποδοσφαίρου δεν είναι ευρέως γνωστές. Ξέρουν «και οι πέτρες» πώς ακριβώς αξιοποίησαν το ποδόσφαιρο τυραννικά καθεστώτα. Ασυγκρίτως λιγότεροι γνωρίζουν τι έκανε τον Μάη του 1968 ο Κοπά, γιατί έφυγε κακήν κακώς από την «Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών» ο Αργυρούδης, πώς, πότε και γιατί έγινε «λίκνο ελευθερίας» η Κορίνθιανς του Σόκρατες (το έγραψε προσφάτως ο Χρ. Χαραλαμπόπουλος), γιατί ο Ιρλανδός πολιτικός κρατούμενος Μπόμπι Σανς, που πέθανε από απεργία πείνας το 1981, έγινε τραγούδι στα χείλη των οπαδών της Σέλτικ, ποια ήταν η σχέση των γηπέδων με τον αγώνα των μαύρων εναντίον του απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική, για ποιο φιλεργατικό «μήνυμά» του ο Φάουλερ κινδύνεψε να βρει τον μπελά του. Για όλα αυτά κάποια στιγμή αξίζει να επανέλθουμε.
Το αξίωμα οτι το ποδοσφαιρο είναι «οργανικά» συνδεδεμένο με την κοινωνική παθητικότητα και επενεργεί ως αναισθητικό μαζικής χρήσης, διαχρονικά το κονιορτοποίησαν φωτεινά μυαλά, όπως ο Γκράμσι κι ο Καμί. Στις ημέρες μας, στην Ελλάδα, θα αρκούσε μία παρατήρηση: τα εγχώρια γήπεδα άρχισαν να αδειάζουν (για τα καλά) περίπου όταν ο κόσμος «έκοψε» δύο ακόμα συνήθειές του -που κάποτε ήταν ακλόνητες. Την καθημερινή ανάγνωση πολιτικής εφημερίδας και τη βραδινή έξοδο, αυτήν που στις ημέρες μας περιορίζεται στο Σάββατο -άντε και λίγη Παρασκευή. Ταυτοχρόνως έπεσε στο ναδίρ και η διάθεσή του να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά.
Είναι άραγε τυχαίο αυτό; Νομίζω πως όχι. Το ποδόσφαιρο αποτελεί βαρόμετρο για... πολλά. Ανάμεσά τους η εξωστρέφεια -κι αυτή, ως γνωστόν, είναι «εξαδέλφη» της ενεργητικότητας. Η εποχή του εγκλεισμού σε ατομικά καβούκια, η εποχή του «καναπέ», του «κοιτάω να βολευτώ όπως μπορώ μόνος», του πετσοκομμένου ελεύθερου χρόνου, του ψυχρού «καλημέρα» στον άγνωστο ένοικο του διπλανού διαμερίσματος και της επιφυλακτικότητας προς τον αλλοδαπό που μένει στο υπόγειο, είναι και η εποχή των άδειων γηπέδων. Αυτό (θα έπρεπε να) λέει πολλά και σημαντικά. Σε πολλούς -σημαντικούς ή μη.
Η ελιτιστικη θεωρια πως το ποδόσφαιρο είναι «το όπιο του λαού» έχει υποστεί πολλά πλήγματα, αλλά δεν έχει εκπνεύσει ακόμα. Στον νου μου η ήττα της άρχισε να προδιαγράφεται, σημειολογικά τουλάχιστον, εκείνη την Κυριακή της 24ης Νοεμβρίου 1974. Προσωπικό ορόσημο που το «έντυσαν», μια παρέα, ένα «σεμνό» σύνθημα στο Καραϊσκάκη, τρία γκολ από ισάριθμες κεφαλιές και μερικά κασκόλ στην πρώτη πορεία του Πολυτεχνείου...