Τι είναι το ποδόσφαιρο; Ενα παιχνίδι που είτε το παίζουμε –όσοι μπορούμε με τους φίλους μας στα 5Χ5– είτε πηγαίνουμε να το παρακολουθήσουμε στα γήπεδα, για να το χαρούμε ως θέαμα και να υποστηρίξουμε την ομάδα που αγαπάμε. Και επειδή, τα τελευταία χρόνια, δημιουργήθηκαν συνθήκες τέτοιες που απομάκρυναν τους περισσότερους από εμάς από τα γήπεδα, αρκούμαστε να το παρακολουθούμε από την τηλεόραση.
Ετσι κι αλλιώς, το γήπεδο δεν έχει πλέον τη συμβολή που είχε στην κοινωνικοποίηση των ανθρώπων, όπως συνέβαινε στη δεκαετία του '70 και παλαιότερα. Αλλαξε και ο κόσμος από τότε. Αντί να γίνει περισσότερο ανοιχτός, περισσότερο επικοινωνιακός, αιχμαλωτίζεται σε μια εσωστρέφεια που ορίζεται από τη χρήση και την απόλαυση αγαθών που –υποτίθεται– διευρύνουν τους ορίζοντές μας (αυτοκίνητο, υπολογιστής, DVD, Home cinema, κινητή τηλεφωνία, ευρυζωνικές συνδέσεις κ.ά.). Αυτές οι αλλαγές επηρέασαν και το παιχνίδι που αγαπάμε και το έφεραν στα μέτρα της οικιακής διασκέδασης. Ναι μεν ο κόσμος δεν πάει στα γήπεδα, αλλά το παρακολουθεί από το σπίτι με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις αθλητικές εφημερίδες.
Οι ιδιοκτήτες των ομάδων στην Ελλάδα αποφάσισαν –σοβαρά, για πρώτη φορά– από φέτος να εργαστούν για να μεταμορφώσουν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Να το μεταμορφώσουν σε ένα προϊόν με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως στις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, στις οποίες το ποδόσφαιρο γίνεται το κορυφαίο είδος λαϊκής διασκέδασης. Μιας διασκέδασης που φέρνει και αρκετά κέρδη. Φυσικά, για μια τέτοια μεταμόρφωση θα πρέπει να δημιουργηθούν και οι κατάλληλες συνθήκες. Να επενδυθούν χρήματα, να δημιουργηθούν υποδομές, να καταπολεμηθεί η βία, να διασφαλιστούν οι αρχές του ανταγωνισμού. Οι ιδιοκτήτες των ομάδων αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη Σούπερ Λίγκα για να τη χρησιμοποιήσουν ως το βασικό όχημα μεταμόρφωσης του παιχνιδιού. Μόνο που, όπως φαίνεται από την πορεία του πρωταθλήματος μέχρι τώρα, η προσπάθειά τους ξεκίνησε χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο. Και εδώ παρακολουθούμε το τυπικό χαρακτηριστικό κάθε ελληνικής προσπάθειας. «Βλέποντας και κάνοντας».
Υποθέτω ότι γίνεται κατανοητό πως η πρώτη –και βασικότερη– αρνητική επίπτωση αυτού του γεγονότος θα είναι η καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των όποιων αλλαγών απαιτούνται για τη μεταμόρφωση του παιχνιδιού. Η προχειρότητα των ανθρώπων της Σούπερ Λίγκας και η έλλειψη σχεδίου για τη μεταμόρφωση του ελληνικού ποδοσφαίρου φαίνονται και από το γεγονός ότι η διαιτησία παραμένει υπό τον έλεγχο της ΕΠΟ, παρά το γεγονός ότι οι ομάδες είναι αυτές που πληρώνουν τους διαιτητές.
Χωρίς λόγο, οι πρόεδροι των ομάδων έχουν παραδώσει την αξιοπιστία και την εικόνα του «προϊόντος» στα χέρια εκείνων των οποίων η αξιοπιστία εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Με τον έλεγχο της διαιτησίας η ΕΠΟ μπορεί ακόμη να διεκδικεί μερίδιο –το μεγαλύτερο και καθοριστικότερο– στον καθορισμό των βασικών χαρακτηριστικών του πρωταθλήματος και στην ανάδειξη του πρωταθλητή.
Η νέα προσπάθεια για την αναμόρφωση του ελληνικού ποδοσφαίρου που ξεκίνησε η Σούπερ Λίγκα είναι ετεροκαθοριζόμενη και η Σούπερ Λίγκα δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Οι συνεχές κακές διαιτησίες, επί της ουσίας, δεν ενοχλούν καθόλου την ΕΠΟ ή την ΚΕΔ. Είναι ένας τρόπος να διαιωνίζουν την «εξουσία» τους και να διασφαλίζουν την παρεμβατική τους δυνατότητα σε ένα πεδίο στο οποίο νιώθουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν.
Η εικόνα του παιχνιδιού, εν τω μεταξύ, πλήττεται ανεπανόρθωτα, όπως και κάθε έννοια αξιοπιστίας. Οι άνθρωποι της Σούπερ Λίγκας, παρ' όλο που υπονομεύεται η προσπάθειά τους για την αναμόρφωση του ελληνικού ποδοσφαίρου, νομίζω ότι αρκούνται –δεν μπορώ όμως να καταλάβω για ποιο λόγο– σε αυτή την κατάσταση, όσο οι ευνοημένοι (έστω και σε καθεστώς ισορροπίας του τρόμου) παραμένουν οι τρεις μεγάλοι. Άραγε, ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο πληρώνονται 250 χιλιάδες ευρώ στην PROZONE, αφού δεν χρειαζόμαστε τα πορίσματά της για να κατανοήσουμε ότι οι διαιτησίες, όσο κακές κι αν είναι, έχουν μεγάλο περιθώριο χειροτέρευσης;
Δωρεάν παιδεία ή τζάμπα παιδεία;
Αν κάποιος επιχειρήσει να κάνει σύγκριση ανάμεσα στα στοιχεία των απογραφών του 1991 και του 2001, ειδικά στα επιμέρους στοιχεία που αφορούν την εκπαίδευση, μπορεί και να εκπλαγεί. Στη δεκαετία που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο απογραφές, 120 χιλιάδες παιδιά δεν ολοκλήρωσαν την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Τα αίτια εντοπίζονται στην ανεργία, τη μετανάστευση, τη φτώχεια ενός νοικοκυριού, όπως επίσης και στο επίπεδο –και το είδος– των οικονομικών δραστηριοτήτων μιας περιοχής.
Αν αυτό το στοιχείο δεν είναι αρκετά εντυπωσιακό για να προκαλέσει ανησυχία, τότε τι θα λέγατε αν μαθαίνατε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, περίπου ένας στους δέκα κατοίκους της χώρας, δηλαδή 1.016.152 άτομα, δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε το δημοτικό σχολείο και ότι περίπου 2.800.000 άτομα ηλικίας 16 ετών και πάνω δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική 9χρονη εκπαίδευση. Πώς έχουμε την απαίτηση αυτοί οι άνθρωποι να αποφύγουν την αιχμαλωσία από το σκουπιδαριό της τηλεόρασης, αφού η κριτική ικανότητα και η παιδεία τους είναι ευνουχισμένες;
Την Παρασκευή στη Βουλή έγινε συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για την παιδεία. Με την ευθύνη των δύο μεγάλων κομμάτων, η συζήτηση περιστράφηκε στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Λες και το μέγα πρόβλημα της παιδείας αυτή τη στιγμή είναι αν θα λειτουργήσουν ή όχι ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Αντί οι εκπρόσωποι του δικομματισμού και τα τηλε-παπαγαλάκια τους να ασχοληθούν με τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, για να έχουμε πραγματικά δωρεάν παιδεία –όπως προβλέπει και το Σύνταγμα– και όχι «τζάμπα παιδεία», όπως επιδιώκουν όλοι εκείνοι που χρειάζονται ειδικευμένους αγράμματους, ασχολούνται με πυροτεχνήματα, όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και το πανεπιστημιακό άσυλο. Είδατε να γίνεται λόγος για την αύξηση των δαπανών για την παιδεία;
Για την αυτοτέλεια των πανεπιστημίων, την αναμόρφωση του χαρακτήρα του λυκείου, τη διαμόρφωση ενός νέου και σύγχρονου προγράμματος σπουδών για το δημοτικό και το γυμνάσιο; Για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, για τον χαρακτήρα, το κόστος και την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και χρόνια; Οχι. Και ούτε πρόκειται. Ο διάλογος για την εκπαίδευση προϋποθέτει παιδεία, την οποία δεν μπορεί να την εντοπίσει κάποιος στις κορόνες αυταρχισμού της κυρίας Γιαννάκου ή του κυρίου Βερέμη.