Στο Αϊντχόφεν πριν από ενάμιση χρόνο, ημιτελικός Τσάμπιονς Λιγκ PSV-Μίλαν, στο ξενοδοχείο με τον delegate της UEFA Θεόδωρο Θεοδωρίδη, περνά από μπροστά μας ένας ηλικιωμένος φινετσάτος κύριος. Οταν απομακρύνθηκε, αποφάσισα, επιτόπου, να κάνω στον φίλο μου τεστ. «Ξέρεις ποιος είν' αυτός;». Δεν (τον) ήξερε. Γεμάτος κομπορρημοσύνη, ότι εγώ ήξερα αυτό που εκείνος δεν ήξερε, του ανακοίνωσα: «Ζοσέ Αλταφίνι, αγόρι μου». Σχολιαστής πλέον, εδώ και χρόνια, στην ιταλική TV. Έκπληκτος, απάντησε μ' εκείνο που αμέσως σκέφτηκε, ενώ εγώ δεν είχα σκεφτεί: «Αυτός είχε βάλει δύο γκολ στον πατέρα μου!».
Ηταν άνοιξη 2005 στην Ολλανδία και, μονομιάς, μιλούσαμε για φθινόπωρο 1959 στον Πειραιά. Αγέννητοι, ακόμα, και οι δύο. Τα μάθαμε πολύ αργότερα, από τα βιβλία κι από τις διηγήσεις. Πράγματι ο Αλταφίνι, Βραζιλιάνος φορ που στη «σελεσάο» έπαιζε με το ψευδώνυμο «Ματσόλα», είχε βάλει τα δύο γκολ στον Σάββα Θεοδωρίδη, Ολυμπιακός-Μίλαν 2-2, πρώτη εμφάνιση ελληνικού κλαμπ στα χρονικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Κάτι τέτοιες στιγμές, σαν κι εκείνη στο Αϊντχόφεν, είναι που συνειδητοποιείς πως η μαγεία αυτού του πράγματος που λέγεται ποδόσφαιρο δεν εξαντλείται την ώρα που γράφεται η (όποια) ιστορία.
Η μαγεία είναι ότι η ιστορία σε ακολουθεί εφ' όρου ζωής. Όποιος τη γράφει, δεν έρχεται και παρέρχεται. Δεν είναι κάτι το στιγμιαίο. Αυτό που στ' αλήθεια συμβαίνει είναι ότι όσοι συμμετέχουν με κάποιον τρόπο στο να γράφεται, όλοι (με κάποιον τρόπο, επίσης) επανέρχονται και δένονται με όλους σ' ένα κουβάρι, το οποίο, καθώς τυλίγεται ασταμάτητα, γίνεται αυτό που συνήθως περιγράφεται ως η (παγκόσμια) «οικογένεια του ποδοσφαίρου». Είχα κατά νου να το αναφέρω προχθές, στην εκδήλωση για το βιβλίο του Χρήστου, αλλά δεν ήθελα να κουράσω τους προσκεκλημένους του με κατάχρηση του χρόνου.
Περίττευε, άλλωστε. Διότι ήταν ολοφάνερο και απτό, όλο αυτό το μαγικό που συνδέει στη ροή των χρόνων την οικογένεια του ποδοσφαίρου, μες στην αίθουσα. Οπου, μόνο και μόνο χάρη στο κουβάρι της μπάλας, συνευρέθησαν την ίδια στιγμή στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο λόγο η πρώτη νίκη ελληνικής ομάδας στο Πρωταθλητριών (Πανάκης), η πρώτη πρόκριση σε προημιτελικό (Σταματιάδης), το Ουέμπλεϊ (Ελευθεράκης, Αντωνιάδης, Καψής, Κωνσταντίνου), οι ημιτελικοί του '85 (Καρούλιας) και του '96 (Βάντζικ, Αποστολάκης), η πρώτη συμμετοχή (Φρατζέσκος) και το πρώτο γκολ στο πειραματικό Τσάμπιονς Λιγκ (Μαραγκός), η πρώτη πρόκριση σε όμιλο του... κανονικού Τσάμπιονς Λιγκ (Σαβέβσκι, Τσάρτας), ο προημιτελικός του '99 (Τζόρτζεβιτς), πολύ ξεχωριστές στιγμές με ρολά κατεβασμένα στο Αμστερνταμ (Σαργκάνης) ή με αντίπαλους σέντερ φορ αφανισμένους (Καψής τζούνιορ) ή με το θείο γκολ κατά της Ρεάλ (Νικολαΐδης), ο τελικός του 2004 (Ζήκος).
Μισός αιώνας. Για μισόν αιώνα, πάλι... λίγοι ήταν. Μισός αιώνας, ολόκληρη ζωή, είναι φυσιολογικό ότι χωράει τους πάντες. Και τα πάντα. Τον μύθο, τον ήρωα, τον μοιραίο, τη λάμψη, το κλάμα, την έκσταση, το θανατικό, το σκάνδαλο. Και, κάπου σε μία γωνιά, το greek dream. Από τον Πανάκη έως τον Ζήκο. Ο Χρήστος τα πήρε όλ' αυτά, τα περιτύλιξε στο αναμενόμενο για Σωτηρακόπουλο επίπεδο, τα παρέδωσε στις γενεές. Την παλαιότερη, τη σύγχρονη, την επόμενη. Δεν αναφέρομαι συχνά στη σχέση μου μαζί του, ούτε στη γνώμη μου γι' αυτόν. Δεν νιώθω ότι χρειάζεται. Τη σχέση τη ζούμε... μεταξύ μας εδώ και (πάνω από) είκοσι χρόνια, με όσα ενώνουν όχι δύο επαγγελματίες απλώς. Ούτε, μόνο, δύο πατεράδες που κολυμπάνε τα καλοκαίρια στα ίδια νερά και τα παιδιά τους παίζουν ώρες κάθε μέρα μαζί. Αλλά κυρίως δύο άντρες που, διά του επαγγέλματος, απολαμβάνουν το κοινό χόμπι τους. Δεν θυμάμαι να έχουμε τσακωθεί για το παραμικρό, ποτέ.
Οσο για τη γνώμη μου, την ξέρει. Από το πόσο... βασανίζομαι, κάθε φορά που είναι να βγούμε live, να τον πείσω (ενώ αυτός δεν έχει κανένα τέτοιο «ιεραρχικό» κόλλημα) ότι ο πρώτος ρόλος στη δουλειά τού ανήκει και, συνεπώς, «θέλει δεν θέλει» οφείλει να τον διεκπεραιώσει. Διότι, απλώς, το νούμερο ένα είναι εκείνος.