Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε καλεσμένο στο «Όσα λένε οι άντρες μεταξύ τους» τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο. Αφορμή ήταν η έκδοση του βιβλίου του «50 χρόνια Τσάμπιονς Λιγκ». Δεν θα αναφερθώ στο βιβλίο ή στον Χρήστο. Το να γράψει ο Σωτηρακόπουλος βιβλίο για το Τσάμπιονς Λιγκ είναι σαν να γράφει ο Μπουκόφσκι βιβλίο για το ποτό. Το διαβάζεις, το γουστάρεις ή όχι, αλλά να αμφισβητήσεις την αυθεντία του συγγραφέα στο θέμα είναι ιερόσυλο ή –ακόμα χειρότερα– γελοίο. Θέλω να αναφερθώ, όμως, στην κίνηση του Χρήστου να βάλει το χέρι στην τσέπη και να βγάλει αποκόμματα από εισιτήρια κλασικών αναμετρήσεων ελληνικών ομάδων. Μεταξύ των οποίων το Ολυμπιακός-Μίλαν 2-2 του 1959, ματς το οποίο είχα παρακολουθήσει καθισμένος στα σκαλοπάτια του διαδρόμου σε ηλικία 11 ετών. Αναφέρομαι στο ματς όχι για να καταθέσω κάποιες εμπειρίες, αλλά για να αναφέρω την τιμή του εισιτηρίου. Δραχμές 100. Σε μια εποχή που ο μισθός του δημόσιου υπαλλήλου ήταν ένα χιλιάρικο. Και να υπογραμμίσω ότι στα σκαλοπάτια καθόμουν επειδή τα εισιτήρια είχαν εξαφανιστεί από την πρώτη μέρα που είχαν κυκλοφορήσει. Συμπέρασμα; Η τιμή των εισιτηρίων σήμερα είναι υψηλή, αλλά όχι ο μόνος λόγος για τον οποίο τα γήπεδα είναι άδεια.
Διαβάζω τους μέσους όρους των τριών «μεγάλων» του ελληνικού πρωταθλήματος μετά τη 12η αγωνιστική. Παναθηναϊκός 25.100, Ολυμπιακός 23.526 και ΑΕΚ 16.023. Με τον Παναθηναϊκό να παίζει στο ΟΑΚΑ και να έχει δώσει τα ντέρμπι, τον Ολυμπιακό στο μικρότερης χωρητικότητας Καραϊσκάκη –αλλά πριν από δύο χρόνια να κάνει κάθε αγωνιστική sold out– και την ΑΕΚ να πιάνει το 75% των εισιτηρίων διαρκείας που έχει δηλώσει.
Ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους έφυγε ο κόσμος από τα γήπεδα δεν είναι αναστρέψιμοι. Η τηλεόραση δεν θα σταματήσει να μεταδίδει ζωντανούς τους αγώνες και ο κόσμος δεν θα ξαναγυρίσει στη δεκαετία του '50, όταν ο προεκλογικός λόγος ενός υποψήφιου δημάρχου μάζευε πενήντα χιλιάδες κόσμο. Κάποια, όμως, πράγματα μπορούν να βελτιωθούν. Όπως, για παράδειγμα, οι παράγοντες να έρθουν στη θέση του μέσου οπαδού.
Του μέσου οπαδού, που το 1959 είχε γεμίσει το Καραϊσκάκη πληρώνοντας τρία μεροκάματα. Διότι η ενδεκάδα είχε 11 Πειραιώτες και όχι τους μισούς Αφρικανούς, διότι ο πρόεδρός του έμενε στην Ευαγγελίστρια και όχι στην Πολιτεία και διότι ο κόσμος ένιωθε ότι τα δίνει και όχι ότι του τα παίρνουν. Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος μπορεί να είναι περήφανος για το απόκομμα του κατοστάρικου στο ματς του '59. Με τους σημερινούς παράγοντες, η μουσειακή αξία του δεν κινδυνεύει.
Το ερώτημα είναι το εξής: «Κουτός είναι ή τον κουτό κάνει;». Επειδή, λοιπόν, έχω εκτίμηση στην ηθική του υφυπουργού Αθλητισμού Γιώργου Ορφανού, αποκλείω το δεύτερο. Από την άλλη, και μόνο το πρώτο να ισχύει, αν οι δηλώσεις του υφυπουργού αποδίδονται ορθά, ξεπερνούν τα όρια της απλής μικρόνοιας. Ακολουθεί δείγμα δωρεάν.
«Μας ζητήθηκε από τη ΦΙΦΑ να αλλάξουμε πέντε νόμους της τελευταίας 20ετίας...». Σωστό. «Γιατί πρέπει να αλλάξουν οι νόμοι μιας δημοκρατικής χώρας και το κοινοτικό δίκαιο; Είχαμε υπέρβαση εξουσίας μιας διεθνούς μη κυβερνητικής οργάνωσης, που ξεπερνά τα όρια της αυτονομίας». Και το ερώτημα είναι: καταλαβαίνει ο υφυπουργός ή αυτός που του τα γράφει τι λέει;
Καμία ΦΙΦΑ δεν υποχρέωσε την Ελλάδα να αλλάξει τους νόμους της. Ούτως ή άλλως, πώς μια διεθνής, μη κυβερνητική οργάνωση θα μπορούσε να ασκήσει κάποια εξουσία που να υποχρεώνει ένα κράτος να αλλάζει νόμους; Αυτό που συνέβη είναι ότι η ΦΙΦΑ ειδοποίησε την κυβέρνηση πως αν οι συγκεκριμένοι νόμοι δεν καταργηθούν, η Ελλάδα δεν θα αντιπροσωπεύεται στην παγκόσμια ομοσπονδία. Όπως ο υφυπουργός αναρωτιέται το ίδιο, με μεγαλύτερη λογική έχει δικαίωμα να αναρωτιέται η παγκόσμια ομοσπονδία πώς είναι δυνατόν μία δημοκρατική χώρα να περνάει νόμους ώστε να ελέγξει μία αθλητική ομοσπονδία.
Φυσικά και το επόμενο επιχείρημα του υφυπουργού –ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις που υπαγορεύονται από τη ΦΙΦΑ, όπως η απαγόρευση προσβολής αθλητικών αποφάσεων στα πολιτικά δικαστήρια, έρχονται σε αντίθεση με το κοινοτικό δίκαιο– είναι ανάλογης επιφανειακής σκέψης. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αθλητισμός εάν στον αγωνιστικό χώρο ίσχυε το ποινικό δίκαιο που ισχύει έξω από αυτόν. Για παράδειγμα, εάν κλοτσήσεις κάποιον στον δρόμο διαπράττεις ποινικό αδίκημα. Εάν τον κλοτσήσεις στο γήπεδο χωρίς πρόθεση να τον σακατέψεις, κάνεις φάουλ. Είναι το απλούστερο των επιχειρημάτων και ισχύει, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά και για τα υπόλοιπα σπορ. Είναι και ο λόγος για τον οποίο όταν δικαστήριο στην Πάτρα είχε αποφασίσει την ενοχή πυγμάχου για θανατηφόρο χτύπημα σε αντίπαλό του, που δεν ξεπερνούσε τη συνηθισμένη πρακτική στα ρινγκ, η απόφαση θεωρήθηκε συνταρακτική. Διότι εάν σε κάποιο σπορ ένα φάουλ που δεν έχει σκοπό να σακατέψει κάποιον καταλήξει σε σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο μπορεί να αποτελέσει λόγο μήνυσης, καλύτερα να σταματήσουμε τα μισά αθλήματα από σήμερα. Επίσης, αν για κάθε περίπτωση ο πραγματικά η κατ' υπόθεσιν θιγόμενος μπορούσε να καταφύγει στην πολιτική Δικαιοσύνη στην Ελλάδα, χώρα δικομανών, ύστερα από κάθε αγωνιστική θα είχαμε 100 δίκες. Στο παρελθόν είχαμε.
Μέχρι να αποφασιστεί ότι ομάδες ή παράγοντες δεν μπορούν να καταφεύγουν στην πολιτική Δικαιοσύνη για γεγονότα που συνέβησαν πριν, κατά και μετά τη διάρκεια αθλητικών γεγονότων, είχαμε τη βιομηχανία των μηνύσεων με διαδικασία αυτοφώρου. Κάποιος παράγοντας ή οπαδός της ομάδας έλεγε για τον διαιτητή ή έναν αντίπαλο παίκτη «μου έβρισε τα θεία» και ο κατηγορούμενος έπρεπε να περάσει το βράδυ του στο κελί του τμήματος. Από τότε που πέρασε ο κανονισμός ότι η ομάδα που μηνύει αντίπαλο ή διαιτητή θα τιμωρείται, οι καταγγελίες για «Παναγίες», που στην ολότητά τους σχεδόν ήταν ψευδείς, σταμάτησαν. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τις αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων του ποδοσφαίρου, που εξετάζουν τις υποθέσεις με διαφορετικά κριτήρια από τα πολιτικά δικαστήρια. Εάν οι αποφάσεις τους μπορούσαν να προσβληθούν στα πολιτικά, θα είχαμε δύο φορές τη διαδικασία για το ίδιο αδίκημα, με διαφορετικά κριτήρια και το πολιτικό δικαστήριο να έχει το πάνω χέρι λόγω τελεσίδικης απόφασης. Επειδή, λοιπόν, στον αθλητισμό μια απόφαση δεν μπορεί να καθυστερεί τρία και πέντε χρόνια, όπως σε ποινική υπόθεση, οι αποφάσεις των αθλητικών δικαστηρίων πρέπει να είναι γρήγορες και τελεσίδικες. Η ανάγκη των δύο σετ νόμων αποδεικνύεται και από το ότι ο Γιώργος Ορφανός θα μπορούσε να προσβάλει τις αποφάσεις της ΦΙΦΑ στα ελβετικά δικαστήρια, κίνηση όμως που δεν κάνει, γνωρίζοντας το αποτέλεσμά της. Αντίθετα, γνωρίζει ότι σε μια χώρα με κρατικοδίαιτο αθλητισμό, όπως η Ελλάδα, πολύ εύκολα η Βουλή περνάει ελεγκτικό νόμο στον αθλητισμό, μια και τα δύο κόμματα θεωρούν τον χώρο οικόπεδό τους. Εάν ο Ορφανός θέλει καλύτερο ποδόσφαιρο, ας αφήσει την κυβέρνηση εκτός χώρου. Ας μη δίνει λεφτά κι ας επεμβαίνει όταν υπάρχει ποινικό αδίκημα μέλους της ομοσπονδίας, όπως έκανε στην περίπτωση της πλαστογραφίας για την οποία κατηγορείται ο Βασίλης Γκαγκάτσης, χωρίς η ΦΙΦΑ να αντιδράσει. Οταν, όμως, στο όνομα της ανεξαρτησίας της κυβέρνησης ο Γιώργος Ορφανός προσπαθεί να μετατρέψει την ΕΠΟ σε ομοσπονδία κέρλινγκ, σλέιντ, σκέλετον και χόκεϊ στον πάγο, πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν ότι το ποδόσφαιρο είναι λίγο μεγαλύτερο από τέσσερα φαντάσματα που στεγάζονται στην ίδια πολυκατοικία.
Ο Γιώργος Ορφανός και οι διάδοχοί του στο υφυπουργείο έχουν μια υποχρέωση. Να μειώσουν τις επιχορηγήσεις των αθλητικών ομοσπονδιών και να καταργήσουν τα κρατικά πριμ. Διότι, όπως έχει δίκιο η ΕΠΟ να ζητάει από τη ΦΙΦΑ να τη στηρίζει στις κυβερνητικές πιέσεις, το ίδιο έχει υποχρέωση το κράτος να μη δίνει χρήματα σε οργανώσεις που δεν μπορεί να ελέγξει. Εχει απόλυτο δίκιο ο Ορφανός να λέει ότι η ΕΠΟ καταφεύγει σε αυτόν όταν θέλει βοήθεια για διεθνή διοργάνωση, όπως και έχει υποχρέωση να της την αρνηθεί. Εκτός του ότι οι περισσότερες αθλητικές διοργανώσεις που αναλαμβάνουμε είναι ασήμαντες σε επίπεδο προβολής για την Ελλάδα, είναι πάντοτε οικονομικά παθητικές. Σχεδόν κάθε φορολογούμενος χρησιμοποιεί τους δρόμους. Οπότε το κράτος έχει την υποχρέωση να ξοδεύει χρήματα για να τους διατηρεί. Κάθε όμως φορολογούμενος δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο. Οπότε το κράτος δεν έχει καμία υποχρέωση να χρηματοδοτεί επαγγελματικές διοργανώσεις ή ερασιτεχνικές, που διοργανώνονται από μια ομοσπονδία που αρνείται τον κρατικό έλεγχο.
Η μείωση της κρατικής ενίσχυσης, αλλά για άλλους λόγους, είναι υποχρεωτική και στα περισσότερα από τα υπόλοιπα αθλήματα. Διότι τα πολλά λεφτά σημαίνουν και μεγάλες αμοιβές στους αθλητές και τους προπονητές, οι οποίες σημαίνουν και μπόλικο ντόπινγκ. Ποιος πληρώνει το ντόπινγκ; Είναι ένα ερώτημα που κάνει τσιζ. Διότι το κόστος του ντόπινγκ, που δεν είναι και λίγο -κολυμβητής μού έλεγε ότι το μίνιμουμ ετήσιο κόστος είναι 10 χιλιάδες ευρώ–, μπορεί να καλυφθεί μόνο με την ελπίδα της απόσβεσης. Από τον αθλητή. Κάτι δύσκολο, τουλάχιστον όταν είναι μικρός, μια και θα πρέπει να ζητήσει τη βοήθεια των γονιών του. Από τον προπονητή. Κάτι ευκολότερο, αλλά παρακινδυνευμένο, μια και ο αθλητής μεγαλώνοντας μπορεί να τον παρατήσει. Από την ομοσπονδία. Το μόνο λογικό, μια και χρήμα υπάρχει και τρόπος διοχέτευσης μέσω των προπονητών. Και η ομοσπονδία πού βρίσκει το χρήμα; Cogito ergo sum, για να το γράψω στα λατινικά, μπας και τα μιλάει καλύτερα από τα ελληνικά ο Ορφανός. Για τέτοιες κινήσεις τούς χρειαζόμαστε τους υφυπουργούς, για να κόβουν το χρήμα του ντόπινγκ και όχι για να αλώνουν ομοσπονδίες, που μόνο τους ίδιους και τους παρατρεχάμενούς τους αφορά.