Στις μετονομασίες βοήθησαν πολύ η μικρασιατική καταστροφή και ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα. Πήγαιναν να μείνουν οι πρόσφυγες μιας περιοχής σε σκηνές και αυτόματα η κυβέρνηση έπαιρνε την ονομασία της τουρκικής περιοχής, της κόλλαγε ένα «Νέα» και έφτιαχνε ένα brand new όνομα μούρλια. Ετσι έχουμε τη Νέα Ιωνία, τη Νέα Σμύρνη (όπου έμειναν οι αστοί πρόσφυγες από τη Σμύρνη), τη Νέα Καλλίπολη στον Πειραιά (στην οποία γεννήθηκα και επειδή η Καλλίπολη της Θράκης ήταν ακατοίκητη η Νέα δεν είχε πρόσφυγες) και τη Νέα Χαλκηδόνα της Αθήνας, διότι υπάρχει τέτοια και στον Πειραιά, από την οποία πήρε και την ονομασία της η ομάδα του Γιάννη Σπανού που συνενώθηκε με το Περιστέρι. Η Νέα Χαλκηδόνα της Αθήνας, που κάποτε ονομαζόταν Ποδονίφτης και στην εξωτική φύση του δέσποζε η στάνη των Κατροδαύληδων. Μέχρι να εποικιστεί από πρόσφυγες από τη Χαλκηδόνα, η περιοχή ονομαζόταν Ποδονίφτης επειδή όταν οι Μενιδιάτες κατέβαιναν από την Πάρνηθα, ξεπέζευαν στον ποταμό που βρισκόταν στα σημερινά σύνορα της Νέας Χαλκηδόνας με τον Δήμο Αθηναίων και έπλεναν τα πόδια τους, ώστε να μπουν καθαροί και κυριλέ στην πρωτεύουσα. Λίγο πιο πάνω, στο σημείο που σήμερα η Αττική οδός τέμνει την εθνική, βρισκόταν η στάνη του Κατροδαύλη. Η οικογένεια βοσκών Κατροδαύλη έδωσε δύο μεγάλους ποδοσφαιριστές στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τους αδελφούς Γιώργο και Αριστείδη Καμάρα, τους οποίους ελάχιστοι παλαιοί οπαδοί του Απόλλωνα Ριζούπολης που επιζούν συνεχίζουν να αποκαλούν «αδελφούς Κατροδαύλη». Γεγονός το οποίο υπόσχομαι ότι αυτοστιγμεί θα ξεχάσω. Διότι πριν από οκτώ χρόνια, όταν είχα γράψει ότι ο Αριστείδης Καμάρας εκτός από καλός ποδοσφαιριστής ήταν και καλό «τσεκούρι», ο γιος του, Κωνσταντίνος Καμάρας, μου το κράταγε μανιάτικο ότι είχα καταστρέψει τον μύθο του πατέρα του. Τώρα να τεθεί θέμα στο «Club Verde», το bilderberg club της παναθηναϊκής οικογένειας, για προσθήκη δεύτερου ονόματος στον πατέρα και γιο Καμάρα και να αποκαλούνται «Καμάρας Κατροδαύλης», δεν θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου. Προτιμώ να προσθέσω ότι στη θέση όπου βρισκόταν η στάνη Κατροδαύλη στον Ποδονίφτη, παλαιότερα ο Duke of Marlborough είχε κτίσει το Washfeet Manor. Η αγγλική πλευρά της οικογενείας επηρέασε ενδυματολογικά τον Κωνσταντίνο, που ακόμα και σήμερα προτιμάει το αγγλικό πτι καρό στο πουκάμισο. Οσο για την ελληνική πλευρά, ελπίζω να του άφησε κάποια αταβιστική αίσθηση στο να ξεχωρίζει την καλή μυζήθρα και το γιαούρτι.
Ελαβα διορθωτική επιστολή από τον κ. Κωνσταντίνο Ρομπότη, ο οποίος με την ιδιότητα του προέδρου του ιστορικού (σ.σ.: χαρακτηρισμός δικός του) συλλόγου «Παλληνεύς» γράφει: «Το Χαρβάτι, με βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 18) στις 27/1/1905 μετονομάστηκε σε Παλλήνη και από τότε ονομάζεται επίσημα έτσι. Καμία χούντα, λοιπόν, δεν προέβη στην αλλαγή της ονομασίας, δεδομένου ότι αυτό είχε γίνει πριν από 60 τουλάχιστον χρόνια. Ακόμη, η Παλλήνη ή Χαρβάτι παλιότερα δεν υπήρξε ποτέ αρβανιτοχώρι, διότι οι λίγοι κάτοικοί του ήταν κολίγοι του τσιφλικιού Καλιφρονά, προερχόμενοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας –και πολλοί μάλιστα από νησιά. Ελάχιστοι μιλούσαν αρβανίτικα και αυτή ήταν η διαφορά του από τα γειτονικά χωριά. Αυτά προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και ευχαριστούμε για τη φιλοξενία». Χαρά μου να φιλοξενώ την επιστολή, αλλά ορισμένες απορίες. Επικοινώνησα με τον γιατρό Κώστα Πρίφτη, ερασιτέχνη ιστοριοδίφη, ο οποίος είναι ο μοναδικός που έχει γράψει μονογραφία για το Χαρβάτι. Η θέση του είναι ότι η ονομασία «Χαρβάτι» έρχεται από το αραβικό «χαρμπάτ», που σημαίνει «ερείπια», και προφανώς αναφερόταν σε κάποιο ερειπωμένο κτίσμα της περιοχής. Μετά την επανάσταση του 1821 πιθανόν, μια και η περιοχή πέρασε από τα χέρια των Τούρκων στα χέρια Αρβανιτών, σε δημοπρασία αγοράστηκε από τον Γάλλο Roussoux και αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία της οικογενείας Καλιφρονά, που από το όνομα της Ανθούσας Καλιφρονά πήρε την ονομασία της η περιοχή της Ανθούσας. Οταν είπα στον γιατρό ότι υπάρχει διάταγμα για τη μετονομασία του Χαρβατιού, απάντησε: «Καλά, χαιρέτα μας». Δεν αμφισβήτησε το διάταγμα, αλλά την αποτελεσματικότητά του. Και είναι σαφές ότι εάν μέχρι τη δεκαετία του '70 το ξέραμε σαν Χαρβάτι, η μετονομασία του σε Παλλήνη είχε παραμείνει ανενεργή, όπως είχε συμβεί και με το Ιλιον, που το είχε μετονομάσει ο Οθων, αλλά οι περισσότεροι επιμένουν να το λένε Λιόshα. Το Χαρβάτι ουσιαστικά μετονομάστηκε σε Παλλήνη όταν η περιοχή κατοικήθηκε και η αρχική ονομασία του εξαφανίστηκε επειδή οι γηγενείς ήταν ελάχιστοι, κάτι ανάλογο δηλαδή με τον Ασπρόπυργο, τον οποίο μόνο οι παλιές αρβανίτικες οικογένειες συνεχίζουν να αποκαλούν «Καλύβια».
Το θέμα των μετονομασιών των ελληνικών τοπονυμίων έχει ομοιότητες με τη βίαιη προσπάθεια εκκαθάρισης της ελληνικής γλώσσας από τις τουρκικές λέξεις στις αρχές του 20ού αιώνα. Για πολλά χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε να μιλάει δύο γλώσσες, την επίσημη, στην οποία ο ανύπαντρος λεγόταν «εργένης», και την καθομιλουμένη, στην οποία ονομαζόταν «μπεκιάρης». Το κράτος δεν είχε κανένα λόγο να επέμβει. Οι τούρκικες λέξεις με τον χρόνο εξαφανίστηκαν, μια και μετά την τουρκική κατοχή δεν υπήρχαν Τούρκοι να τις θυμίζουν. Η ειρωνεία είναι ότι στην τεχνολογική ορολογία προπολεμικά οι λέξεις της καθομιλουμένης ήταν οι γαλλικές, από τις οποίες μας έμειναν το «μοτέρ» του αυτοκινήτου με το «καρμπιρατέρ», το «ντιστριμπιτέρ» και το «βεντιλατέρ», ενώ τις τούρκικες λέξεις τις ξέκανε η τηλεόραση, με τα αγγλικά να τις αντικαθιστούν. Το ίδιο ισχύει φυσικά και στη νέα τεχνολογία, που οι πουρίστες (από το purist είναι αυτό, καλέ) αγωνίζονται απελπισμένα να επιβάλουν το «Διαδίκτυο» αντί του «Ιnternet» και την ιστοσελίδα (τη λατρεύω ως ιστιοσελίδα) αντί του «site».
Οπως στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι ξένοι παίκτες σε δύο εκδοχές, μία όπως τους λέει όλος ο κόσμος και μία όπως τους λέει ο Αλέξης Σπυρόπουλος, στην Ελλάδα τα περισσότερα μέρη έχουν δύο και τρεις ονομασίες. Τις περισσότερες φορές ο λόγος ήταν να φανεί ότι η ονομασία διατηρήθηκε από την αρχαιότητα και ορισμένες να αλλάξει η παλαιά ονομασία, που ήταν κακόηχη, για να αντικατασταθεί από μια ελκυστικότερη, ώστε να πουληθεί και κανένα οικόπεδο. Για παράδειγμα, το «Αφίδνες» έχει αυτό το κατιτίς το αρχαίο, αλλά το «Κιούρκα», που είναι ακριβώς το ίδιο, το μόνο που κάνει είναι να παραπέμπει στις φυλακές. Βέβαια, εάν κάποιος είναι μελετητής της νέας ελληνικής ιστορίας και φτάσει στην κατοχική απόδραση από τα Κιούρκα, θα «τραβηχτεί» λίγο μέχρι να καταλάβει πού ήταν οι φυλακές. Κλασική περίπτωση «να βρούμε ένα ωραίο όνομα να πουλήσουμε οικόπεδα» είναι το Μπογιάτι, που μετονομάστηκε σε Ανοιξη. Το «Ανοιξη» παραπέμπει σε μια αιώνια άνοιξη, με μεζονέτες να τεντώνουν τα μπαλκόνια τους πάνω από ανθισμένους κάμπους. Ενώ το Μπογιάτι παραπέμπει σε τι; Παραπέμπει στις φυλακές που υπήρχαν στην περιοχή, που ενέπνευσαν την ονομασία της. «Μπόγιας» στα τούρκικα, απ' ό,τι ξέρω, ονομάζεται ο δήμιος. Από εκεί το πήραμε κι εμείς, περιορίζοντάς το όμως μόνο στους δήμιους των σκύλων (και ελπίζω αυτό να μην το διαβάζει η Μαριγώ η σκύλα).
Τέλος πάντων, δεν υπάρχει λόγος να διατηρούνται ονομασίες που προήλθαν από κάτι που έπαψε να υπάρχει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αντικαθίστανται από ονομασίες που ήρθαν στο μυαλό του κάθε μεσίτη και κοινοτάρχη και παραπέμπουν σε αρετές που δεν υπάρχουν και δεν προβλέπεται να υπάρξουν. Παράδειγμα, η Ανθούπολη, που δεν έχω ιδέα αν είχε ονομασία και πώς ονομαζόταν, αλλά την τελευταία φορά που πήγα, πριν από 15 χρόνια, ήταν μια συγκλονιστική ξεραΐλα.
Από την άλλη, να έχεις σπίτι και να λες «είναι 15 χιλιόμετρα από το Γυφτόκαστρο», δεν είναι ακριβώς αυτό που θα κάνει τον Πέτρο Κωστόπουλο να πουλήσει το δικό του στη Μύκονο και να αγοράσει οικόπεδο δίπλα σου. Το Γυφτόκαστρο μετονομάστηκε σε Πάνακτο και είναι το βουνό στο πέρασμα ανάμεσα σε Βοιωτία και Κιθαιρώνα με κατεύθυνση τη Θήβα. Αν κάνεις μερικά ακόμα χιλιόμετρα φτάνεις στο Ζητούνι, σημερινή Λαμία, περιοχή που δοξάστηκε από το δημοτικό τραγούδι «Τρία πουλάκια», στο οποίο το ένα κοιτάει στη Λιβαδειά και το δεύτερο προς το Ζητούνι.
Οι μετονομασίες έχουν ρίσκο. Ρίσκο που πήρε ο Δήμος Χολαργού, ο οποίος έχει οδό Περικλέους και, αν θυμάμαι καλά, ξηγιέται και άγαλμα του μεγάλου. Μόνο που ο αρχαίος δήμος Χολαργού, από τον οποίο καταγόταν ο Περικλής, βρισκόταν ανάμεσα στον Κηφισό και το Ποικίλον Ορος, στο μπας κλας για τα μέτρα της Ανω Χούντας σημερινό Περιστέρι.
Αγαπημένη μου ονομασία είναι η Μαγκουφάνα της σημερινής Πεύκης, στην οποία σήμερα δήμαρχος είναι ο Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, πρώην πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου, που αν είναι να κάνει τόσες δημαρχιακές θητείες όσες προεδρικές ας τον στέψουν από τώρα να μην τραβιούνται με εκλογές. Δεύτερο αγαπημένο μου αθηναϊκό τοπωνύμιο, η Πλατεία Αμερικής, που ονομαζόταν Πλατεία Αγάμων και η επόμενη στάση του τρόλεϊ ήταν το Λυσσιατρείο. Δυσκολότερες περιοχές για να τις ξέρει κάποιος, η Γαργατέτα, που σήμερα νομάζεται Κουκάκι, και το Κουτσουκάρι ή Κουτσικάρι, που είναι ο σημερινός Κορυδαλλός. Και το absolutely best, για το οποίο κλαίω ότι η ονομασία χάθηκε, είναι το Βατραχονήσι, που είναι η αρχή της Καλλιρρόης δίπλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου υπήρχε ένα νησάκι με βατράχια όταν το ρέμα της Καλλιρρόης μέχρι τη δεκαετία του '50 κύλαγε ανοιχτό, πριν επικαλυφθεί με άσφαλτο.