Αν υπάρχει Θεός του ποδοσφαίρου, ας μου συγχωρήσει τη βλασφημία. Η μονοκόμματη, όμως, ντρίμπλα του Σωτήρη Νίνη στον Ποπόφ κάποιον μου θύμισε. Έναν πλάγιο που για μια δεκαετία τρομοκρατούσε κάθε αντίπαλο του Παναθηναϊκού και που προσπαθεί να συγκρατηθεί για να μη γράψει τις βαριές κουβέντες που αξίζουν στους σημερινούς ιμιτασιόν άσους. Η περιστροφή των 180 μοιρών στην πλάγια γραμμή, η ταυτόχρονη κίνηση προς το αντίπαλο τέρμα, το βολέ έξω από την περιοχή αργότερα, που έδιωξε με πλονζόν ο Γιάννου, το θέαμα που προερχόταν από τη διάθεση να κάνει κάτι με ουσία, η θέση στην οποία παίζει, ακόμα και ο σωματότυπος του Σωτήρη Νίνη, θυμίζουν τον Δημήτρη Σαραβάκο. Εάν έχει και την επιμονή του «μικρού», που όταν προπονιόταν στον Πανιώνιο μετά τις ασκήσεις καθόταν και κλοτσούσε μία μπάλα με τις ώρες σε έναν τοίχο, μέχρι που να σκάσει η μπάλα ή να πέσει ο τοίχος, ο Παναθηναϊκός και το ελληνικό ποδόσφαιρο απέκτησαν ένα μεγάλο παίκτη. Κατά τα άλλα, ο Παναθηναϊκός επιβεβαίωσε την αδυναμία του στον άξονα. Με τον Μπόβιο να έχει λιγότερη κινητικότητα από αρκούδα τον χειμώνα, τον Βίκτορ να έχει πέσει στο man to man του σπεσιαλίστα Σκοπελίτη και τον Μουνιόθ να κάνει το λάθος να παίζει με μόνο τον Σαλπιγγίδη μπροστά, σαν το Αιγάλεω να είχε τη διάθεση και τη δυνατότητα να πιέσει, η ομάδα του Παναθηναϊκού σπατάλησε ένα ημίχρονο, στο οποίο ευκολότερα μπορούσε να δεχθεί γκολ παρά να το πετύχει. Η χρησιμοποίηση του Βαγγέλη Μάντζιου στο κέντρο της επίθεσης και το άπλωμα της άμυνας του Αιγάλεω, που έδωσε χώρους στον Ίβανσιτς, έφεραν μια διαφορετική εικόνα στο δεύτερο ημίχρονο. Ο Παναθηναϊκός θα μπορούσε να πετύχει και δύο και τρία γκολ. Οχι ότι το Αιγάλεω δεν θα μπορούσε να πετύχει ένα, αλλά θα ήταν η φάση-τζακπότ, που πηγαίνει ανάποδα με τη ροή του αγώνα. Κάτι που καταλάβαινε και ο Χρήστος Χατζάρας. Αν τουλάχιστον πιστέψουμε ότι η φωνή που ακούστηκε από το τηλεοπτικό υπερπέραν «γ..ώ την μάνα σου» –και προφανώς δεν αφορούσε κυριολεκτικά τη μαμά Τσέζαρεκ, που εκείνη τη στιγμή ο γιος της έχανε την καλύτερη ευκαιρία του δεύτερου ημιχρόνου– ανήκε στον προπονητή του Αιγάλεω.
Το Αιγάλεω στο πρώτο ημίχρονο του ματς του ΟΑΚΑ προσπάθησε να πάρει τη νίκη. Στο δεύτερο να την κλέψει, αλλά στο ποδόσφαιρο τουλάχιστον ο Θεός αγαπάει περισσότερο τον νοικοκύρη από τον κλέφτη. Αντίθετα, στο ματς της Τούμπας η ΑΕΚ έμοιαζε να μην μπορεί ούτε να κερδίσει ούτε να κλέψει αποτέλεσμα. Το πρώτο ημίχρονο έμοιαζε σαν διαγωνισμός συγκρουόμενων χαφ και στο κέντρο του γηπέδου μισή ντουζίνα παίκτες έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον με την μπάλα διακοσμητική. Στο δεύτερο ημίχρονο οι αλλαγές του Φερέρ, που άφησαν την ομάδα χωρίς φορ δύο λεπτά πριν ο ΠΑΟΚ πετύχει γκολ, σε συνδυασμό με μια απέραντη αγωνιστική αμηχανία, που προερχόταν από την απουσία του Ζήκου, έκαναν την ομάδα να έχει μόνο μία καλή ευκαιρία, σε μια κεφαλιά του Λυμπερόπουλου που απέκρουσε ο Φερνάντες. Αν υπάρχει ένα τακτικό συμπέρασμα από το ματς, είναι ότι στο σύστημα του ρόμβου η βάση είναι τόσο σημαντική όσο και η κορυφή του. Στο ματς της Ξάνθης, αν υπάρχει τακτικό συμπέρασμα, είναι ότι όταν ο ρόμβος γίνεται ανισοσκελές τρίγωνο το σύστημα πάει περίπατο. Βάσει του νέου ελεύθερου σχεδίου Λεμονή, ο Ριβάλντο αντί να παίζει στην κορυφή του ρόμβου εμφανιζόταν κάπου κοντά στο κέντρο του γηπέδου, στην ίδια ευθεία με τον Μάριτς και πιο οπισθοχωρημένος από τον Μάρκο Νε. Η τοποθέτηση θα είχε νόημα αν ο Ριβάλντο μπορούσε ακόμα να τρέχει. Από τη στιγμή, όμως, που για να τρέξει λόγω μειωμένης ταχύτητας χρειάζεται να ντριμπλάρει τον ίδιο παίκτη δύο φορές, ο Φλίσκας τον έσβησε. Το αποτέλεσμα της Ξάνθης για τον Ολυμπιακό δεν ήταν τόσο κακό όσο το ότι ο Λεμονής πήρε το μήνυμα από την απόλυση του Σόλιντ. «Όποιος θέλει να στεριώσει στον πάγκο του Ολυμπιακού αφήνει και παίζει ο Ριβάλντο όπου θέλει, όπως θέλει και για όσο θέλει». Με τέτοια νοοτροπία δεν υπάρχουν 4-4-2 και ρόμβοι, αλλά μια τακτική τρύπα. Στο νερό.