Πριν από 100 χρόνια, το «Ο» πριν από το επίθετο, το «Kid» για παρατσούκλι και το «τριφύλλι» στη ρόμπα ήταν η εγγύηση ότι στο ρινγκ ανέβαινε ένας μαχητής. Πριν από 50 χρόνια, το μικρό όνομα είχε γίνει «Leroy», το παρατσούκλι «Bomber» και η ρόμπα είχε γεμίσει στρας. Σήμερα, σε όλες τις αμερικανικές επαγγελματικές κατηγορίες εκτός των υπερβαρέων οι καλύτεροι πυγμάχοι είναι latinos. Πριν από 100 χρόνια, οι φρέσκοι, πεινασμένοι άποικοι στην Αμερική ήταν οι Ιρλανδοί. Πριν από 50 χρόνια, οι μαύροι προσπαθούσαν να βρουν το σκαλοπάτι στην ισότητα μέσω των σπορ. Σήμερα, η νέα φουρνιά που διεκδικεί τα δικαιώματά της είναι οι Λατινοαμερικάνοι. Τα επαγγελματικά σπορ χρειάζονται πεινασμένα παιδιά, που η γροθιά ή η κλοτσιά που θα φάνε στον αγώνα δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από αυτό που συμβαίνει σπίτι τους, στη γειτονιά τους, το σχολείο τους. Παιδιά που η φιλοδοξία των γονιών τους δεν θα είναι να τα δουν γιατρούς, μηχανικούς και δικηγόρους, αλλά να βγάζουν το δυνατόν περισσότερα λεφτά, έχοντας την αποδοχή της θετής τους κοινωνίας. Τα επαγγελματικά σπορ είναι ο χώρος της γρήγορης ανάδειξης των περιφρονημένων μιας κοινωνίας, και ένα μεγάλο κομμάτι του μέλλοντος του ελληνικού ποδοσφαίρου ανήκει στα παιδιά των μεταναστών από την Αλβανία.

Πριν από μερικά χρόνια μού έλεγαν για έναν προπονητή στίβου των βορείων προαστίων, που, όταν ένα παιδάκι πήγαινε στον σύλλογό του, πρώτα ρώταγε τι δουλειά κάνει ο πατέρας του. Εάν το παιδάκι απαντούσε γιατρός, δικηγόρος ή ένα άλλο επάγγελμα που έδειχνε ότι η οικογένεια έχει λεφτά, ο προπονητής έβρισκε μια δικαιολογία για να μην πάρει το παιδί. Αν το παιδί έλεγε ότι ο πατέρας του ήταν εργάτης και ήταν και από οικογένεια μεταναστών, ο προπονητής το υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες. Διότι, πρώτον, ήξερε ότι, αν έλεγε μια «παναγία» ή έριχνε μια σφαλιάρα, το παιδί δεν θα έβαζε τα κλάματα και, δεύτερον, αν έλεγε στο παιδί «Πάρε αυτό το χαπάκι να δυναμώσεις», δεν θα είχε μυστήριους γονείς να ρωτάνε τι είχε μέσα το χαπάκι. Τα παιδιά των μεταναστών είναι σκληρά, διότι οι γονείς τους ήταν σκληρότεροι, για να τολμήσουν να παρατήσουν τις χώρες τους και κυνηγήσουν την τύχη τους, άγνωστοι σε μια ξένη χώρα.

Η πρώτη φουρνιά των Αλβανών και Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα μάς ήρθε έτοιμη. Ηταν εκείνα τα παιδιά που προτιμούσαν να περάσουν τέσσερις ώρες σε ένα κρύο γυμναστήριο παρά τέσσερις ώρες σε ένα κρύο σπίτι, που δεν είχε ούτε τηλεόραση ούτε στέρεο ούτε κομπιούτερ. Τώρα, με τον Κονέ, τον Νίνη, τον Κόντι, τον Χετεμάι, έχουμε τη δεύτερη γενιά. Των παιδιών που μεγάλωσαν με τα playstation στα χέρια των διπλανών τους, που είχαν συνείδηση ότι είναι ξένοι, αλλά και το πάθος να κάνουν τη θετή τους χώρα να τους δώσει την αποδοχή που τη στέρησε στους γονείς τους. Το μέλλον ανήκει σε παιδιά που θα αντέχουν, που θα λέγονται Αλία και Αλμπι και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν οι ομάδες τόσο το καλύτερο.

Τα ματς των τριών μεγάλων της Αθήνας στην πρώτη αγωνιστική του δεύτερου γύρου ήταν σημαντικά, επειδή προβάλανε τον χαρακτήρα των ομάδων. Ηταν από τις λίγες φορές που φαινόταν τόσο καθαρά πόσο ο Ολυμπιακός είναι ομάδα με ημερομηνία λήξης τον Μάιο, πόσο ο Παναθηναϊκός οικοδομήθηκε λάθος στις μεταγραφές και πόσο η ΑΕΚ πάσχει στην ποιότητα των παικτών της μετα-ντέμη εποχής.

Οταν οι επιστήμονες θέλουν να κάνουν πειράματα κινησιολογίας και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ανθρώπους, χρησιμοποιούν γουρούνια. Ο άνθρωπος και το γουρούνι έχουν το κοινό ότι –σε αντίθεση με τα περισσότερα θηλαστικά– όταν ενηλικιωθούν δεν κινούνται παρά μόνο όταν υπάρχει λόγος. Αντίθετα με τον σκύλο ή την αντιλόπη, που μπορεί να τρέξουν για τη χαρά του τρεξίματος, ο άνθρωπος τρέχει για να κερδίσει ή να μη χάσει κάτι. Αν εκτός Ιταλίας υπάρχει ομάδα που να έχει ανάλογη νοοτροπία, να παίζει δηλαδή όσο ακριβώς είναι απαραίτητο για να κερδίσει το πρωτάθλημα, αυτή είναι ο Ολυμπιακός. Η ομάδα με τους πλέον απαιτητικούς οπαδούς στην παροχή του περιττού, που παραδοσιακά εάν βάλει πέντε γκολ τής ζητάνε να βάλει και έκτο, έχει μετατραπεί σε μια ιταλική ομάδα, που δεν καταναλώνει δυνάμεις, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο.

Ο Τάκης Λεμονής, επιστρέφοντας στου Ρέντη και γνωρίζοντας την ψυχοσύνθεση των οπαδών του Ολυμπιακού, αμέσως απευθύνθηκε στο θυμικό τους. «Πάμε για να ρίχνουμε τεσσάρες». Ακόμα και η επιλογή του αριθμού τέσσερα δεν ήταν συμπτωματική? παραπέμπει στα τέσσερα που είχε σκοράρει ο Ολυμπιακός στην μεγαλύτερη νίκη του επί του Παναθηναϊκού μέσα στη Λεωφόρο. Ανάμεσα όμως στον λαϊκισμό και την πραγματικότητα υπάρχει διαφορά.

Το ματς της Ξάνθης ήταν ενδεικτικό για το τι μπορεί να κάνει ο φετινός Ολυμπιακός. Να χτυπάει τα ματς, αλλά, αν το αποτέλεσμα δεν έρχεται σύντομα, να προσμετράει τη σημασία του, και αν η νίκη δεν είναι απολύτως απαραίτητη, να το κόβει στην ισοπαλία. Με τον Μάριτς και τον Νε στα πλάγια, με τον Ριβάλντο να πρέπει να κουβαλήσει την μπάλα και με τον Οκκά να πρέπει να προσποιηθεί ότι είναι φορ, ο Ολυμπιακός πρέπει να παίρνει το αποτέλεσμα στα πρώτα 60 λεπτά ή να περιμένει να ενισχυθεί από τις αλλαγές. Δηλαδή τον Καφέ ή τον Φέλιξ Μπόρχα, τον ποδοσφαιριστή που, αν η Μακεδονία ήταν μικρή για να χωρέσει τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι ακόμα μικρότερη για να χωρέσει το κοντρόλ του. Πιθανόν στο μέλλον ο συμπαθέστατος Μπόρχα να ξεκωλιάσει τα αντίπαλα στόπερ, όπως πρόβλεψε ο «Αλέ». Μέχρι στιγμής ξεκωλιάζει το άθλημα, όπως αναμενόταν από όποιον είχε δει το επάρατο DVD που τον είχε συνοδεύσει στην Ελλάδα. Ο Ολυμπιακός πιθανότατα θα πάρει το πρωτάθλημα, κατανέμοντας τις δυνάμεις του, αλλά στον τερματισμό θα μοιάζει με αυτούς τους μαραθωνοδρόμους που καταρρέουν με το που ακουμπήσουν την κλωστή του τερματισμού.

Αντίθετα, ο Παναθηναϊκός ακόμα μία φορά έδειξε τι μπορεί να γίνει, όταν στην ομάδα οι κακές επιλογές συνοδεύονται από χειρότερο προγραμματισμό. Το ελαφρυντικό ότι στο προχθεσινό ματς υπήρχαν σημαντικές απουσίες θα ίσχυε, αν στον Ολυμπιακό ο Τζόρτζεβιτς και ο Κωνσταντίνου δεν ήταν τραυματίες και στην ΑΕΚ ο Ζήκος και ο Εμερσον δεν ήταν νοκ άουτ. Ο Παναθηναϊκός, όπως κάθε ομάδα που κυνηγάει τίτλο, πρέπει να μάθει να ζει με τις απουσίες. Οπότε, πάμε στις παρουσίες, που είναι και το φετινό πρόβλημα.

Στο κέντρο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Παναθηναϊκός έπαιζε με δίδυμο της ανάγκης, αν δεν υπολογίσουμε ότι ο Αντονσον και ο Μπίσκαν δεν μπορούν να θεωρηθούν δευτεράτζες του ρόστερ. Ο Αντονσον, ενεργός διεθνής Σουηδός, αποκτήθηκε εφέτος και ο Μπίσκαν, μαζί με τον Κονσεϊσάο, είναι οι μεγαλύτερες μεταγραφές του Παναθηναϊκού την τελευταία διετία. Ο Σέριτς σε σχέση με τον Δάρλα είναι βασικός στα αριστερά, ο Μόρις είναι λύση ανάγκης στα δεξιά, αλλά ο Βύντρα και ο Νίλσον, που είναι βασικοί, έχουν αποδοκιμαστεί όσο λίγοι? ο Τζιόλης και ο Ιβανσιτς χαιρετίστηκαν εφέτος σαν ηγέτες, ο Βίκτορ είναι ο μεγάλος διεθνής Ισπανός που έβγαλε μάτια στις πρώτες εμφανίσεις του, ο Σαλπιγγίδης είναι η μεταγραφή που για χάρη του ο Φάνης Γκέκας πήγε στη Γερμανία, ο Μπόβιο αποκτήθηκε για enforcer εναντίον των κακών παιδιών που θα δοκίμαζαν να επιτεθούν από τον άξονα και ο Σωτήρης Νίνης ήταν η αποκάλυψη του αγώνα. Γιατί, λοιπόν, ο Παναθηναϊκός ταλαιπωρήθηκε τόσο μέχρι να κερδίσει; Διότι μπορούμε να πούμε την ίδια ιστορία με άλλα λόγια και να είναι το ίδιο αλήθεια.

Με τον Σέριτς να είναι αναπληρωματικός του Δάρλα πέρυσι και να σκέπτονται την απομάκρυνσή του με την αιτιολογία ότι δεν είναι γνήσιος αμυντικός, γιατί ο Μόρις έχει να παίξει βασικός στα δεξιά από την εποχή του Αρη, γιατί ο Αντονσον ήταν στο «μένω, φεύγω», ο Μπίσκαν δεν ήταν επειδή δεν θα βρισκόταν ομάδα να τον πάρει, επειδή ο Μπόβιο κουνιέται λιγότερο από τον Μωάμεθ σε σχέση με τα βουνά, επειδή ο Βίκτορ έκανε τα τρία, τέσσερα καλά παιχνίδια που έχει κάθε παίκτης που επιστρέφει από μακρόχρονο τραυματισμό, αλλά μετά η φύση μίλησε, επειδή ο Νίνης ήταν αποκάλυψη, αλλά αν περιμένουμε από έναν δεκαεξάχρονο να καθαρίσει για τον Παναθηναϊκό, δεν μιλάμε για ποδοσφαιριστή αλλά για τον Δαλάι Λάμα, επειδή ο Τζιόλης έκανε το μεγάλο του εφετινό ματς και μπορούμε να περιμένουμε του χρόνου, ο Ιβανσιτς ήταν τόσο ανασφαλής που δεν άντεχε ούτε την ετικέτα του μεγάλου Αυστριακού ποδοσφαιριστή και αν ο Σαλπιγγίδης μπορούσε να παίρνει μόνος του τα ματς, ο ΠΑΟΚ θα είχε τέσσερα πρωταθλήματα. Το πρόβλημα του φετινού Παναθηναϊκού είναι ότι, με τη φωτεινή εξαίρεση του Βίκτορ στα πρώτα ματς, δεν υπάρχει άλλος παίκτης που να είναι αναμφισβήτητος ηγέτης. Ολοι είναι υπό αμφισβήτηση, και ο Παπαδόπουλος που προσπάθησε να πάρει τον ρόλο του ηγέτη, αντί να φτιάξει το παιχνίδι του, το έχει χαλάσει.

Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο «κάνω rotation», που σημαίνει ξεκουράζω βασικούς μου παίκτες, και στο «γίνομαι Φερεντίνος του πάγκου», που όποιος βρει τι ενδεκάδα θα κατεβάσω, παίρνει το εκατομμύριο. Εάν αυτό το πράγμα που κάνει ο Λορένσο Σέρα Φερέρ λέγεται rotation, τότε αυτό το πράγμα που παίζει ο Ολυμπιακός είναι 4–4–2 με ρόμβο. Επειτα από ένα εικοσαήμερο χωρίς αγώνες, με την ΑΕΚ να μην έχει ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, η ενδεκάδα που κατέβηκε στο ματς με τον ΠΑΟΚ λογικά πρέπει να ήταν η καλύτερη από αυτή που μπορούσε να καταρτιστεί από υγιείς ποδοσφαιριστές. Με τον ενδοιασμό του Παπασταθόπουλου και του Χετεμάι, που έχουμε φτάσει στο σημείο να τους παρακολουθεί η Γιουβέντους, αλλά να μην μπορούν να εξασφαλίσουν θέση στην ενδεκάδα της ΑΕΚ, ας πούμε ότι η ενδεκάδα ήταν. Οι αλλαγές όμως τι ήταν; «Κοιτάτε τι θα κάνω που κανένας δεν είχε σκεφτεί ότι γίνεται»; Η Νικολούλη του πάγκου δεν θα σκεφτόταν να ανακαλύψει τον Ιβιτς και τον Κονέ ως λύσεις. Μυστήριες οι βουλές του Κυρίου, αλλά τέτοιο rotation με βούλες, τέτοιο κουτσάρισμα πουά, όπως αυτό του Φερέρ στην Τούμπα, ξεπερνάει τη φαντασία.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube