Να, λοιπόν, που δεν γίνονται μόνο στην Ελλάδα ομηρικές συζητήσεις για την «παράξενη» κουλτούρα των οπαδών της Λίβερπουλ: για την εμμονή τους να διαβεβαιώνουν την ομάδα πως ποτέ δεν θα βαδίσει μόνη, ακόμα και όταν εκείνη τους «ποτίζει φαρμάκι». Η επιβεβαίωση του «εθίμου», κατά τη διάρκεια του εφιαλτικού -για τη Λίβερπουλ- αγώνα με την Αρσεναλ, ενόχλησε σφόδρα αρθρογράφο της «Guardian».
Ο Paul Doyle «περνά γενεές δεκατέσσερις» τους οπαδούς των «κόκκινων»: «Εχουν την ομάδα που αξίζουν». Οι εκφράσεις του, δηλητηριώδεις και ολίγον... δύσοσμες: «Οι fans αξίζουν το γεύμα από αχνιστή κοπριά που σερβιρίστηκε χθες βράδυ. Διότι ως κοινό (όχι ως άτομα) είναι βουβοί. (...) Εμπνέουν, όχι θυμηδία, όχι αλληλεγγύη, ούτε καν συμπάθεια, αλλά την επιθυμία να τους αποφύγεις πάση θυσία». Μωρέ, μπράβο: και κοπροφάγοι και «μιάσματα»...
Ο αρθρογράφος ειρωνεύεται όσους οπαδούς των «reds» περιμένουν να δεχθούν συγχαρητήρια και να αναγνωριστούν, από όλους, ως «οι καλύτεροι οπαδοί του κόσμου». Πιστεύει, άραγε, στα σοβαρά ότι οι οπαδοί ομάδων καθορίζουν το τι θα κάνουν ή το τι θα αποφύγουν με κριτήριο την έγκριση άλλων, σαν υπεύθυνοι γραφείου δημοσίων σχέσεων ή διπλωμάτες καριέρας; Αγνωστο.
Η πεμπτουσία της επιχειρηματολογίας του αρθρογράφου: «Το να διακηρύττεις εκκωφαντικά την αφοσίωσή σου σε μία ομάδα που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση και να ισχυρίζεσαι ότι αυτό σε κάνει αληθινό οπαδό είναι σαν να ενθαρρύνεις έναν αλκοολικό κάθε φορά που καταναλώνει βότκα και να λες πως είσαι πραγματικός φίλος του. (...) Οπως κι ο εξαρτημένος, έτσι πρέπει να ταρακουνηθεί μια ομάδα που κάποτε ήταν μεγάλη, αλλά τώρα κρέμεται στη μετριότητα. Να βγει από τον αυτοκαταστροφικό της λήθαργο».
Ακομη: «Ασφαλώς, όταν δεις σημάδια ΠΡΟΘΥΜΙΑΣ (σ. σ.: η υπογράμμιση δική μας) για βελτίωση, τότε οι εκρήξεις στοργής ίσως να είναι ενδεδειγμένες. Μέχρι τότε, όμως, οφείλεις να είσαι σκληρός». Κάτι ενδιαφέρον: ο αρθρογράφος της «Guardian» διευκρινίζει πως όσα αναφέρει για τους οπαδούς της Λίβερπουλ αφορούν οπαδούς και άλλων ομάδων. Είναι αυτό που γράφαμε χθες: η ιδιαιτερότητα των οπαδών της Λίβερπουλ δεν έγκειται στο ότι είναι οι μόνοι που εμφορούνται από τέτοια νοοτροπία. Μόνο αυτοί, όμως, την ενσαρκώνουν με τρόπο τόσο πεισματικό και υπό συνθήκες τόσο αποκαρδιωτικές. Οσο ένα 1-5 ή 3-6.
Τελοσ, ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι οι οπαδοί της Λίβερπουλ όφειλαν να εγκαταλείψουν επιδεικτικά το «Ανφιλντ» την ώρα της πανωλεθρίας, αντί να «υποτάσσονται στο απαράδεκτο». Πρωτη επισημανση: όταν μιλάμε για τις σχέσεις των οπαδών με τις ομάδες τους και για τη στάση τους σε δύσκολες στιγμές, ή και σε ολόκληρες περιόδους, λίγα πράγματα ενοχλούν (τον γράφοντα) τόσο όσο τα άτεγκτα «πρέπει» ή «should»: επιτέλους, πρόκειται για σχέσεις ψυχής. Το τι υπαγορεύει η ψυχούλα καθενός δεν το ορίζει καμία «υπόμνηση καθηκόντων». Διότι τότε η ψυχή παραγκωνίζεται από την υπόδειξη και ο αυθορμητισμός από τον καταναγκασμό.
Με αλλα λογια: όσο με ενοχλούν τα «εγχειρίδια καλής διαγωγής πιστών οπαδών», όπως αυτά που -για να θυμηθούμε τα καθ' ημάς- σκιαγράφησαν ο Γιάννης Βαρδινογιάννης πέρυσι και ο Σάββας Θεοδωρίδης φέτος, άλλο τόσο με απωθούν και οι αφορισμοί οι οποίοι συνοδεύουν τις «οδηγίες προς απαιτητικούς οπαδούς». Το να χαρακτηρίζεις έναν οπαδό «υπονομευτή» διότι γκρινιάζει βλέποντας τους παίκτες να αποδίδουν άσχημα ή άθλια δεν συνιστά ηπιότερο «βοναπαρτισμό» από το να λοιδορείς κάποιον ως «πρόβατο» μόνο και μόνο επειδή ενισχύει ολόψυχα την ομάδα του την ώρα που αυτή «βουλιάζει».
Διαβολε, φαίνεται πως από τότε που περικύκλωσαν το ποδόσφαιρο ψυχροί τεχνοκράτες, τείνουμε να αποξενωθούμε από την ουσία, από τους «χυμούς» του. Οταν ο Αντόνιο Γκράμσι εγκωμίαζε το ποδόσφαιρο ως βασίλειο της ανθρώπινης πίστης που ασκείται σε ελεύθερο χώρο, επέλεγε λέξεις κι έννοιες-κλειδιά: πρώτον, «το βασίλειο της ανθρώπινης πίστης» είναι το μοναδικό το οποίο διαθέτει μόνο άρχοντες και κανένα νομιμόφρονα υπήκοο. Δεύτερον, ο ελεύθερος χώρος θα ήταν κενό γράμμα εάν δεν του έδινε πνοή η ελεύθερη βούληση.
Αντ' αυτων, κουραζόμαστε να μετράμε αυστηρές υποδείξεις προς τους οπαδούς. Οι μεν τους θέλουν «δεδομένους», σαν πειθήνιους νεοσύλλεκτους. Οι δε τους θέλουν σαν προϊσταμένους υπηρεσιών, επιφορτισμένους με το καθήκον να επιβάλλουν κυρώσεις. Το τι θέλουν οι ίδιοι οι οπαδοί φαίνεται πως αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια...
Δευτερη επισημανση: παραθέτοντας αποσπάσματα από το άρθρο της «Guardian», υπογραμμίσαμε τη λέξη «προθυμία». Ξέρετε γιατί; Διότι η ίδια χονδροειδής απλούστευση, η (ακούσια ή εκούσια;) σύγχυση ανάμεσα στο «τι μπορεί» και το «τι θέλει» μια ομάδα, είναι πλέον παγκόσμιο status στην περί ποδοσφαίρου κριτική. Στην Ελλάδα, η απλούστευση αυτή συνήθως εκφράζεται με τη φράση «τα κωλόπαιδα, βγάζουν τόσα χρήματα και κοροϊδεύουν».
Στην πραγματικοτητα, απειροελάχιστες είναι οι περιπτώσεις αδιαφορίας ή εμπαιγμού εκ μέρους των ποδοσφαιριστών. Επαγγελματίες είναι -κι αυτοί και οι προπονητές τους: κάθε αποτυχία -πόσω μάλλον η παρατεταμένη- μειώνει την αξία τους στο αμείλικτο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο. Είναι αυτονόητο ότι οι οπαδοί έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να διαμαρτύρονται, να προτείνουν, να δέχονται, να απορρίπτουν. Η ιδέα, όμως, ότι «υποτάσσονται στο απαράδεκτο» όταν ενθαρρύνουν την ομάδα τους να φανεί... λιγότερο απαράδεκτη είναι τουλάχιστον αλλόκοτη.
Ενισχυση της ομάδας εκ μέρους της κερκίδας δεν σημαίνει ασφαλώς χορήγηση πιστοποιητικών επάρκειας. Φαντάζομαι ότι οι φίλοι της Λίβερπουλ, στη μεγάλη τους πλειονότητα, οραματίζονται την απόκτηση αρκετών νέων παικτών. Ενισχύουν όμως την ομάδα, διότι απλούστατα την ώρα της μάχης επιδιώκουν το καλύτερο -ή, έστω, το μικρότερο δυνατό κακό. Τι θα μπορούσε να κάνει, δηλαδή, το κοινό στο «Ανφιλντ»; Να τραγουδά το You'll Never Walk Alone όταν έχει την μπάλα ο Τζέραρντ και να σταματά όταν την πιάνει ο Ντούντεκ, σαν στερεοφωνικό την ώρα της διακοπής στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος;
Αν ο Ντουντεκ έκανε τρία ακόμα λάθη, ο Χίπια τρεις γκέλες και ο αγώνας έληγε με έξι γκολ διαφορά, οι προοπτικές για τη Λίβερπουλ του -εγγύς ή απώτερου- μέλλοντος θα ήσαν περισσότερο ευοίωνες; Ορισμένοι φαίνεται ότι μπερδεύουν τις ομάδες με τα σπίτια που δίδονται με αντιπαροχή: μόνο αυτά ισοπεδώνονται ολοκληρωτικά, για να κτιστούν νέα. Ολα τα άλλα είναι απλώς φραστικά... τούβλα.
ΥΓ.: Προαναγγείλαμε χθες το «όταν Ελληνες οπαδοί θύμισαν κάτι λίγο από "Ανφιλντ"». Το άρθρο της «Guardian» μάς αναγκάζει να το αναβάλουμε.