«Ο Ολυμπιονίκης θέλει τώρα να αναπαυθεί». Βρισκόμασταν με τον Βασίλη Σκουντή στο Ολυμπιακό Χωριό του Σίδνεϊ, απέναντί μας ερχόταν η οπτασία που ονομάζεται Ιωάννης Μελισσανίδης και πριν από μερικές ώρες ο Βασίλης τού είχε ζητήσει μια μικρή συνέντευξη. Ο Ιωάννης, που είχε μισοανοίξει την πόρτα του δωματίου του, είχε πει ότι «ο Ολυμπιονίκης έπρεπε πρώτα να προπονηθεί». Τώρα «έπρεπε να αναπαυθεί». Πάντα σε τρίτο πρόσωπο. Δεν θυμάμαι αν ο Βασίλης τελικά είχε πάρει τη συνέντευξη, αλλά θυμάμαι κάποια ξεφωνητά από ένα διπλανό σπιτάκι στο οποίο κατοικούσε η ομάδα του πόλο. Εκείνη τη μέρα λάτρεψα το πόλο. Σε λίγο θα λάτρευα και την άρση βαρών.
Διότι λίγα μέτρα πιο μακριά ήταν το σπιτάκι στο οποίο έμενε η Εθνική της άρσης βαρών. Ο καθένας είχε ένα ρόλο, σαν τους νάνους στο σπιτάκι της Χιονάτης. Την πόρτα είχε ανοίξει ο Τζελίλης, το φραπεδάκι το είχε φτιάξει η Τάτση, το comic relief το έβαζε ο Καχιασβίλι, που όντας υποχόνδριος έμενε στο κρεβάτι στους 32 βαθμούς, κουκουλωμένος με δύο κουβέρτες και πλένοντας τα χέρια του με οινόπνευμα έπειτα από κάθε χειραψία για να μην αρπάξει ίωση. Την γκλαμουριά έβαζε ο χαρισματικός Δήμας. Τα τσιγάρα τα βάζανε όλοι. Ποτέ με αθλητική αποστολή δεν ένιωσα τόσο άνετα. Εξι χρόνια αργότερα, σε ένα φιλανθρωπικό τηλεμαραθώνιο καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι με τον Λεωνίδα Σαμπάνη. Είχε μεσολαβήσει η καταδίκη του για χρήση απαγορευμένων ουσιών στους Ολυμπιακούς της Αθήνας και ο Σαμπάνης μού ορκιζόταν σε ό,τι είχε ιερό ότι ποτέ δεν πήρε. Ακόμα πιο πειστικό και από τους όρκους ήταν το επιχείρημα ότι αν έπαιρνε δεν θα έκανε το λάθος να βρεθεί με πενταπλάσιο από το επιτρεπόμενο όριο τεστοστερόνης στους Ολυμπιακούς, αφού όποιος παίρνει ξέρει τι παίρνει και τα αναβολικά είναι χρήσιμα για τους αγώνες και όχι για τις προπονήσεις. Τον άκουγα και το τελευταίο που με ενδιέφερε ήταν αν είχε πάρει ή τον είχαν στήσει.
Το μόνο που με ενδιέφερε είναι ότι είχε τιμήσει τα χρώματα της πατρίδας που του έδωσε ψωμί. Σηκώνοντας βάρη, δίνοντας συνεντεύξεις, χωρίς να μιλήσει ποτέ σε τρίτο πρόσωπο. Ο Ολυμπιονίκης ήταν πολύ ευγνώμων για το ψωμάκι που έτρωγε για να είναι κουρασμένος. Είναι το «Σαμπάνης» αλβανικό και οι «Σαμπάνηδες» που έχουμε είναι αλβανικής καταγωγής με αλλαγμένο όνομα; Είναι ελληνικό, εδώ ετυμολογικά γελάμε και ο Λεωνίδας είναι απόγονος του Περικλή και της Ασπασίας, όπως θέλουν οι περισσότεροι να είναι; Για να ενδιαφέρεται κάποιος, πρέπει να είναι ή γλωσσολόγος ή αθεράπευτα ηλίθιος.
Τη δεύτερη μέρα των Ολυμπιακών του Σίδνεϊ ο Αυστραλός Μάικλ Ντάιμοντ κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο τραπ. Ο Αυστραλός με τη συγκεκριμένη διάκριση επανέλαβε τον θρίαμβό του στην Ατλάντα και η μόνη ατυχία του ήταν ότι την αξιοσημείωτη επίδοσή του σκίαζαν τα δύο χρυσά μετάλλια που είχε κερδίσει στην κολύμβηση ο ήρωας όλων των Αυστραλών Ιαν Θορπ. Υστερα από μερικές μέρες ο Ντάιμοντ έκανε δηλώσεις ότι τον πλησίασαν μέλη της οργανωτικής επιτροπής των Ολυμπιακών της Αθήνας και του πρότειναν έναντι αμοιβής να αλλάξει σημαία και το 2004 να αγωνιστεί για την Ελλάδα.
Ο Ντάιμοντ είχε ελληνική καταγωγή, θα μπορούσε να το κάνει, όπως άλλωστε το έχει κάνει για εμάς ο Καχιασβίλι, ο οποίος στο παρελθόν αγωνιζόταν με τα χρώματα της Γεωργίας. Τέλος πάντων, ο Ντάιμοντ μετά βδελυγμίας και υπό τις επευφημίες του αυστραλιανού Τύπου απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας ότι η καρδιά του ανήκει στη χώρα που γεννήθηκε. Και πολύ καλά έκανε ο άνθρωπος, αφού η χώρα που ζεις είναι σημαντικότερη από αυτή της καταγωγής των γονιών σου, αν και πρέπει να τον γκαντεμιάσαμε, διότι αργότερα συνελήφθη με την κατηγορία ότι πλάκωσε στις γρήγορες και απείλησε την γκόμενά του. Και οι Αυστραλοί, που δεν καταλαβαίνουν από Ολυμπιακά μετάλλια και τα σχετικά, τον έστειλαν στην μπουζού. Την ιστορία του Μάικλ Ντάιμοντ τη θυμήθηκα με τις εξελίξεις στην υπόθεση του Σωτήρη Νίνη, τον οποίο διεκδικεί η αλβανική ομοσπονδία –πολύ υποτονικά, σύμφωνα με τον τεχνικό της αλβανικής ομάδας, Οτο Μπάριτς.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο Οτο Μπάριτς έκανε δηλώσεις στις οποίες χαρακτήρισε την αλβανική ομοσπονδία ανύπαρκτη, προσθέτοντας ότι αν ο Νίνης ήταν Κροάτης η ομοσπονδία της χώρας του θα του είχε απαγορεύσει να αγωνίζεται με τα χρώματα άλλης χώρας. Εκτός αν ο Μπάριτς έχει μείνει στην εποχή του κομμουνισμού και των κλειστών συνόρων, μου είναι αδύνατον να καταλάβω πώς η κροατική ομοσπονδία θα μπορούσε να απαγορεύσει σε έναν άνθρωπο που θέλει να παίξει με τα χρώματα μιας άλλης χώρας να το κάνει εφόσον η ΟΥΕΦΑ του δίνει άδεια. Αν θέλει ο Νίνης να φορέσει τα γαλανόλευκα είναι δικαίωμά του και αν θέλει να φορέσει τα μαυροκόκκινα με τον αϊτό, το ίδιο σεβαστό. Και, τελικά, πολύ πιο λογικό μου φαίνεται να θέλει ένας άνθρωπος να φτιαχτεί στη χώρα στην οποία οικοδομεί το μέλλον του, παρά σε μία άλλη την οποία απλώς θα επισκέπτεται.
Η περίπτωση του Νίνη είναι σημαντική για έναν ακόμα λόγο. Ο Νίνης είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που η Ελλάδα μπορεί να λέει ότι είναι προϊόν της δικής της αθλητικής παραγωγής. Συνήθως πληρώνουμε για να εισάγουμε Ελληνες, αλλά αυτή τη φορά οι Αλβανοί πληρώνουν για να πάρουν ένα αθλητικό προϊόν που κατασκευάστηκε εδώ, κάτι για το οποίο οι υπεύθυνοι των ακαδημιών του Παναθηναϊκού μπορούν να είναι υπερήφανοι. Και, τέλος, πρέπει να ξεκολλήσουμε από μια ρατσιστική εμμονή που έχουμε. Τη δυσκολία μας να προφέρουμε τη λέξη «Αλβανός».
Υπάρχει μια αμερικανική ρήση που λέει ότι «κάστορας είναι ένας αρουραίος με καλές δημόσιες σχέσεις». Τα δύο θηλαστικά ανήκουν στην ίδια οικογένεια, αλλά ενώ οι κάστορες περνάνε στα κόμικς σαν χαριτωμένες κωμικές φιγούρες, οι αρουραίοι δεν περνάνε πουθενά, παρά μόνο στις φάκες. Τη ρήση τη θυμάμαι κάθε φορά που ακούω το συνηθισμένο «Βορειοηπειρώτης» ή «Φινλανδοκοσοβάρος» για τον Περπαρίμ Χετεμάι, σαν να υπάρχει ανεξάρτητο κράτος που να ονομάζεται Κόσοβο. Το «Φινλανδοκοσοβάρος» είναι τόσο δόκιμο όσο το «Φινλανδοθρακιώτης», αφού το Κόσοβο παραμένει σερβική επαρχία με μουσουλμανική αλβανικής καταγωγής μειονότητα.
Το πώς θέλει να προσδιοριστεί κάποιος είναι υπόθεση ροκ. Ο Αρης στο παρελθόν είχε έναν μπασκετμπολίστα, τον Μιχάλι Μισούνοφ. Ο Μισούνοφ προσπαθούσε να βγάλει το ψωμάκι του στη χώρα μας, ενώ η μαμά του εκφωνούσε το δελτίο στον ραδιοφωνικό σταθμό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπως ονομαζόταν η επαρχία από την εποχή του Τίτο. Ο Μισούνοφ προσπαθούσε να δείξει ότι είναι γνήσιος Ελληνας και η Μισούνοβα έβγαινε και έλεγε «Μακεδόνες, είμαστε μια καταπιεσμένη μειονότητα». Συμπέρασμα; Το θέμα είναι να περνάς για κάστορας. Και αν θέλουν να σε φωνάζουν «Βορειοηπειρώτη», «Φινλανδοκοσοβάρο» ή «Νοτιοκροάτη», είναι δικό τους «κόλλημα». Οι ευαισθησίες για τον οικονομικό μετανάστη είναι πολυτέλεια.
Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι το Κόσοβο διεκδικεί όχι πλήρη ανεξαρτησία αλλά αυτονομία και σύντομα σκοπεύει να καταθέσει τα χαρτιά του στον ΟΗΕ. Η Σερβία μετά τη συντριβή της από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ δύσκολα μπορεί να αντισταθεί, οπότε το σχέδιο προβλέπεται να περάσει. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι την εκπόνηση του σχεδίου έχει αναλάβει ο πρώην πρωθυπουργός της Φινλανδίας, Μάρτι Αχτισάαρι, ο οποίος το επεξεργάζεται εδώ και δύο χρόνια. Οι Φινλανδοί έχουν μια ευαισθησία στα θέματα του Κοσόβου επειδή μετά τον πόλεμο στη Σερβία απορρόφησαν μεγάλο μέρος των προσφύγων. Θέμα ανεξαρτησίας του Κοσόβου δεν τίθεται, αφού οικονομικά η περιοχή είναι ασθενέστερη και από τα Σκόπια, τα οποία οικονομικά δεν μπορούν να σταθούν αυτόνομα, γεγονός που αποδεικνύεται από την εισβολή των ελληνικών επιχειρήσεων.
Το μεγαλύτερο εθνικό φτύσιμο που έχουμε φάει από ελληνικής καταγωγής αθλητή είναι από τον Κιουτσούκ Λεφτέρ. Ο Λεφτέρ είναι ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες που έβγαλε το τουρκικό ποδόσφαιρο. Ηταν φυσικά ελληνικής καταγωγής, το όνομά του ήταν Λευτέρης και, όπως συμβαίνει με τους Ισπανούς και τους Τούρκους, ήταν αυτό που χρησιμοποιείτο σχεδόν επίσημα. Το «Κιουτσούκ» σημαίνει «μικρός» και είχε σχέση με το σωματικό μέγεθος του Λεφτέρ. Στα μέσα της δεκαετίας του '60, με τον Λεφτέρ στα 30+, η ΑΕΚ αποφάσισε να τον φέρει με μεταγραφή στην Ελλάδα. Το γεγονός είχε πανηγυριστεί σαν απελευθέρωση ενός συμπατριώτη μας από τον τουρκικό ζυγό.
Ο Λεφτέρ ήρθε στην Ελλάδα, έπαιξε σε κάτι φιλικά και ύστερα από ένα ματς με το Αιγάλεω είπε ότι δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ξένη χώρα που ήρθε κι επέστρεψε στην Τουρκία. Ο Λεφτέρ, που είναι χριστιανός ορθόδοξος, είχε συναντηθεί με την αποστολή της ΑΕΚ στην Κωνσταντινούπολη όταν η ομάδα είχε επισκεφθεί τον Πατριάρχη στο Φανάρι. Είχε χαιρετήσει τους παίκτες και τους παράγοντες, αλλά μέχρις εκεί. Μετά την περιπέτειά του στην Ελλάδα δεν νομίζω ότι επισκέφθηκε ξανά τη χώρα μας και είναι αμφίβολο ότι θα την επισκεφθεί. Στην Τουρκία λατρεύεται ως ένας παίκτης που τίμησε τα χρώματα της εθνικής και όταν τους πεις ότι είναι «γιουνάν», δεν προσπαθούν να το κρύψουν λέγοντας ότι είναι «Νοτιοσμυρνιώτης» ή «Βορειοκωνσταντινουπολίτης», αλλά το αναγνωρίζουν και είναι διπλά περήφανοι επειδή τα χρώματα της φανέλας του δεν του επιβλήθηκαν, αλλά τα διάλεξε.