Mετά την οικονομική άνοιξη στην οποία οδήγησαν την ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά ο γάμος της τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο και ο νόμος Μποσμάν, ήρθε ο βαρύς χειμώνας μιας σκληρής οικονομικής πραγματικότητας, που υπήρξε αποτέλεσμα της υπερεκτίμησης της αξίας του προϊόντος που ονομάζεται ποδόσφαιρο, της απληστίας, της σπατάλης και της κακοδιοίκησης.
Ο πρωταθλητισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ένα κόστος που αποδείχτηκε δυσβάστακτο για πάρα πολλές ομάδες στη γηραιά ήπειρο, οι οποίες όμως είχαν πραγματοποιήσει τεράστια οικονομικά ανοίγματα ή συνέδεσαν το οικονομικό τους μέλλον με την τύχη και την επιχειρηματική σιγουριά που προσέφεραν κάποιοι μεγιστάνες. Αυτοί οι μεγιστάνες (που σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποίησαν τις ποδοσφαιρικές ομάδες των οποίων ήταν ιδιοκτήτες και σαν «πλυντήριο χρήματος»), όταν οι επιχειρήσεις τους κατέρρευσαν, συμπαρέσυραν στην οικονομική καταστροφή και τις ομάδες των οποίων ήταν ιδιοκτήτες.
Πέρα από μία σειρά και άλλων αιτίων που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση των συλλόγων, ένας από τους βασικούς -αλλά αγνοημένους- είναι ότι οι πόλεις που οι ομάδες είχαν σαν έδρα δεν ήταν σε θέση να συντηρήσουν οικονομικά συλλόγους με εξωπραγματικούς προϋπολογισμούς. Το ποδόσφαιρο ανακάλυπτε την οδυνηρή πραγματικότητα της αγοράς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Μικρές αγορές, μικρές βλέψεις. Η νέα εποχή και στο ποδόσφαιρο άρχισε να καθορίζεται από τα οικονομικά μεγέθη. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα στον κόσμο του αγγλικού ποδοσφαίρου, φαντάζομαι ότι θα συμφωνήσει και ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, δεν ήταν το τρεμπλ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1999. Ηταν ένα πρωτάθλημα που κατέκτησε μία άσημη ομάδα την περίοδο 1961-62, η Ιπσουιτς.
Με τον Αλφ Ράμσεϊ στον πάγκο, τον μετέπειτα τεχνικό της εθνικής Αγγλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1966, ξεκίνησε το 1956 από την τρίτη κατηγορία όπου πάλευε να αποφύγει τον υποβιβασμό και με την προσθήκη ενός μόνο ποδοσφαιριστή, κατάφερε το ακατόρθωτο. Αν αυτό το κατόρθωμα του Ράμσεϊ με τις σημερινές συνθήκες είναι αδύνατο να επαναληφθεί, εξίσου απίθανο είναι να επαναληφθεί το κατόρθωμα της Γουίμπλεντον που ήρθε από το πουθενά για να κατακτήσει το Κύπελλο Αγγλίας. Ακόμη και το Κύπελλο Αγγλίας, διοργάνωση που άφηνε χώρο για τα αουτσάιντερ, μεταβάλλεται σε διοργάνωση των ισχυρών αν θελήσουν να ασχοληθούν μαζί του.
Οι συνθήκες που επικρατούν στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, πλέον, ευνοούν τα ποδοσφαιρικά μονοπώλια και αφήνουν ελάχιστο χώρο -έως καθόλου- για το θαύμα, για το απίστευτο. Αλλωστε εκείνο που φαίνεται ότι μετράει περισσότερο είναι τα περιθώρια κερδοφορίας και η επέκταση σε νέες αγορές. Μάλιστα, μετά την αύξηση των χρημάτων που πολλές ομάδες έχουν από την πώληση των τηλεοπτικών τους δικαιωμάτων και τις ευκαιρίες για ακόμη περισσότερα έσοδα που ανοίγουν οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις με τη διεύρυνση των ευρυζωνικών υπηρεσιών δικτύου, έχει εκδηλωθεί ένα ζωηρό ενδιαφέρον διαφόρων επενδυτών για κάποιους ποδοσφαιρικούς συλλόγους στην Ευρώπη. Ηδη, στην Αγγλία, αρκετές ομάδες απέκτησαν νέους ιδιοκτήτες, ενώ άλλες παίρνουν σειρά, όπως η Λίβερπουλ, η Νιούκαστλ και η Μάντσεστερ Σίτι.
Οι Αγγλοι ανησυχούν αρκετά που βλέπουν τις ομάδες τους να περνούν σε ξένα χέρια, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο που η Πρέμιερσιπ αρχίζει να μοιάζει με μία διεθνή λίγκα που τυχαίνει να δίνει τα παιχνίδια της στην Αγγλία. Με τις οικονομικές τάσεις που έχουν εμφανισθεί, δεν αποκλείεται να τεθεί εκ νέου για συζήτηση το ζήτημα της «καθόδου» των δύο ισχυρών του σκωτσέζικου πρωταθλήματος, της Σέλτικ και της Ρέιντζερς, στην Πρέμιερσιπ.
Το «επενδυτικό» φιλέτο
Το ενδιαφέρον που προξενεί η Αγγλία οφείλεται κυρίως στη νέα μεγάλη τριετή συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων που θα αποφέρει, συνολικά, στις ομάδες της Πρέμιερσιπ, κάτι περισσότερο από 4 δισ. ευρώ. Πέρα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, πρέπει να σημειωθεί και η αύξηση του τζίρου στις πωλήσεις προϊόντων με το σήμα των ομάδων, από φανέλες μέχρι τασάκια και σχολικά τετράδια. Στην Αγγλία, οι ομάδες της Πρέμιερσιπ μέσα σε μία πενταετία ανέβασαν τις πωλήσεις τους στα δύο δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά που εκτιμάται ότι είναι συνολικής αξίας 11,6 δισ. ευρώ έχει πάρα πολλές επενδυτικές ευκαιρίες σύμφωνα με τους αναλυτές μεγάλων επενδυτικών οίκων όπως η Morgan Stanley, (που επαναδιαπραγματεύθηκε πέρυσι τα χρέη της Μπορούσια Ντόρτμουντ, τα οποία είχαν φτάσει τα 135 εκατομμύρια ευρώ) αλλά και η Deloitte & Touch.
Ενδιαφέρον για αρκετούς επενδυτές όχι μόνον από την Ευρώπη αλλά και πέραν του Ατλαντικού παρουσιάζουν και οι γαλλικές ομάδες, που από τη νέα περίοδο θα απολαμβάνουν τα οφέλη της νέας τριετούς τηλεοπτικής συμφωνίας που θα τους αποφέρει 700 περίπου εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στις αναλύσεις των ειδικών επενδυτικών οίκων για τις ποδοσφαιρικές επενδύσεις, ιδιαίτερο κεφάλαιο καταλαμβάνει το Τσάμπιονς Λιγκ, που συνεισφέρει αρκετά χρήματα στις ομάδες που μπορούν να προχωρήσουν. Μάλιστα, υπάρχει η εκτίμηση ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει ο Πλατινί να επιφέρει αλλαγές στην παρούσα μορφή της διοργάνωσης και να θέσει σε κίνδυνο τις υψηλές απολαβές που έχουν οι ομάδες από τα μπόνους της ΟΥΕΦΑ και των τηλεοράσεων.
Οι επενδυτές θα αναζητούν διαρκώς ομάδες για αγορά, όσο οι ομάδες είναι αναγκασμένες να ξοδεύουν αρκετά χρήματα για επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και ποδοσφαιριστές, έτσι ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού που γίνεται διαρκώς όλο και πιο σκληρός. Η πιθανή εισαγωγή ενός τύπου σάλαρι καπ μπορεί να αναγκάσει τις ομάδες να ξοδεύουν λιγότερα και με περισσότερο ορθολογικό τρόπο, προστατεύοντάς τες από τους κινδύνους μιας πιθανής οικονομικής κατάρρευσης. Και αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να δραστηριοποιηθεί ο Μισέλ Πλατινί, αν όντως τον ενδιαφέρει η προστασία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.