Το ντέρμπι πιστοποίησε ότι στο φετινό πρωτάθλημα παίρνουν μέρος κυρίως κακές ομάδες. Ο Ολυμπιακός πήρε το αποτέλεσμα που ήθελε με έναν τρόπο που κανείς στον Πειραιά δεν μπορούσε να προσχεδιάσει: αν ο Ολυμπιακός έπαιξε για την ισοπαλία και κάποιος είχε υπολογίσει ότι για να την πάρει θα έπρεπε να σημειώσει τρία γκολ, εγώ αλλάζω δουλειά και γίνομαι εστιάτορας. Αν επίσης η ΑΕΚ είχε σκοπό να κερδίσει το παιχνίδι πετυχαίνοντας τέσσερα γκολ (ώστε να αντεπεξέλθει στα τεράστια αμυντικά κενά της), συγχωρήστε με, αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα: αυτού του είδους το ποδόσφαιρο, που δεν παίζεται πουθενά στον κόσμο, δεν το ξέρω.

Είναι απολύτως φυσιολογικό ανάμεσα σε δύο κακές ομάδες να προκύψει ένα παιχνίδι με μεγάλες συγκινήσεις, πόσω μάλλον όταν οι πρωταγωνιστές προτάσουν πάθος: στο ΟΑΚΑ είδα πολύ μεγαλύτερη διάθεση για σκοτωμό και πλακώματα παρά για μπάλα. Από τα έξι γκολ τέσσερα προέρχονται από στημένες φάσεις, δύο είναι αυτογκόλ-δώρα και δύο του Ολυμπιακού έχουν μπει σε ένα τρίλεπτο που είναι το τελευταίο του πρώτου ημιχρόνου -σε ένα σημείο δηλαδή του ματς που όποιος προηγείται πρέπει να κρύψει την μπάλα για να πάει με το αβαντάζ στα αποδυτήρια. Πέρα από το πάθος, δεν βλέπω κάτι που κάποιος από τους δύο προπονητές μπορεί να κρατήσει για να χτίσει μια ομάδα. Τι να κρατήσει δηλαδή ο Φερέρ; Μια άμυνα στην οποία οι κεντρικοί αμυντικοί ξεχνάνε ότι πρέπει να μένουν δύο τουλάχιστον πίσω στις στημένες φάσεις ώστε να ελέγξουν την αντίπαλη αντεπίθεση; Η μια επίθεση στην οποία η στατικότητα ήταν τόση, ώστε δεν καταγράφεται σε όλο το παιχνίδι ένα έστω σουτ από το ύψος της μεγάλης περιοχής; Και τι κρατάει ο Λεμονής από αυτόν τον Ολυμπιακό που είδε; Τα τρία- τέσσερα ξεδιπλώματα του «Τζόλε» ή την προσπάθεια του Κωνσταντίνου να παίξει με πλάτη τρεις παίκτες; Ολα αυτά τα βλέπουμε χρόνια τώρα, τίποτα καινούργιο θα δούμε;

Δεν είναι τυχαίο ότι στα τρία από τα πέντε φετινά ντέρμπι (δηλαδή στα δύο ματς του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ και στο ματς του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ) είδαμε συνολικά τέσσερα αυτογκόλ: σε αυτά τα ματς ήταν φανερό ότι έλειψαν το καθαρό μυαλό, ο αυτοματισμός ή τέχνη της ανάπτυξης και η μέθοδος στην άμυνα. Ολα ήταν πάθος, θέληση και ένταση, όλα μοιάζουν αρρωστημένα, κουραστικά, δύσκολα: αν κάποιος ξένος έβλεπε το ματς, θα διασκέδαζε με τις ακρότητες και τα λάθη και θα ξεχνούσε τα πάντα ύστερα από μισή ώρα -συγγνώμη, αλλά το αληθινό ποδόσφαιρο είναι κάτι άλλο. Οπως κάτι άλλο είναι και η διαιτησία. Αυτή του Μπριάκου είναι διπλωματική πράξη, αγχώδης προσπάθεια να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα. Οτι θα το παίξει για «Χ» το ήξεραν όλοι, ότι θα το έφερνε με τόσο κόπο καταντάει σχεδόν κωμικό.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube