Ρατσισμός είναι η θεωρία ότι υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές. Ενώ όμως ο ρατσισμός είναι κάτι το σαφές, η προκατάληψη είναι κάτι δυσκολότερο, και πολλές φορές μπλέκεται με την υπόθεση. Αν δούμε κάποιον με στολή της Αστυνομίας, υποθέτουμε ότι είναι αστυφύλακας. Αν φοράει στολή της αποκριάς και τον δούμε, αλλάζουμε γνώμη. Προκατάληψη είναι η τάση να μην αλλάζουμε γνώμη ακόμα και όταν τα γεγονότα αναιρούν την αρχική μας υπόθεση. Δηλαδή να υποθέτουμε ότι ένας Μογγόλος που γνωρίζουμε δεν πλένεται συχνά. Ο συγκεκριμένος όμως Μογγόλος, επειδή έχει ζήσει στην πόλη και όχι στην έρημο, να πλένεται. Αλλά εμείς επιμένουμε ότι δεν είναι δυνατόν να είναι καθαρός, επειδή είναι Μογγόλος. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε πόσο κοντά βρίσκεται η προκατάληψη με τον ρατσισμό. Και πάμε στα συνθήματα των γηπέδων. Είναι αποτελέσματα ρατσισμού ή προκαταλήψεων. Κατά τη γνώμη μου, η ανάλυσή τους είναι καλλιγραφία στη μυλωνούς τον κώλο. Είναι παράγωγα αγνής και άδολης μαλακίας. Αλλά μια και έπιασα το θέμα, πάμε στα δύο κοινότερα, με την ευκαιρία του θέματος που δημιουργήθηκε από τα συνθήματα κατά του Νίνη στο ματς της Τούμπας.

Το «Βούλγαροι» είναι γελοίο. Επειδή είναι ιστορικά ξεπερασμένο. Στους Βαλκανικούς Πολέμους περισσότερο και στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο λιγότερο, το «Βούλγαρε» στη Βόρεια Ελλάδα πιθανότατα να αποτελούσε βρισιά, αφού ήταν συνώνυμο του «κομητατζή». Τώρα γιατί το γαλλικό «commte» ήταν τέτοιο ανάθεμα για τους Ελληνες, έχει σχέση με τη διαίρεση των Βαλκανίων μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είναι μεγάλο θέμα για να αναλυθεί σε μία στήλη.
Το «δεν είσαι άνθρωπος» είναι μία απόλυτα θεμιτή φράση, ακόμα και όταν απευθύνεται σε μια συνομοταξία ανθρώπων. Δεν είναι κομψή, αλλά η φράση «δεν είναι άνθρωποι» οι Μογγόλοι, οι Αλβανοί, οι Ελληνες, οι όποιοι να 'ναι, είναι μια συγκεκριμένη και σαφής πολιτιστικά θέση. Φτάνει να μένει μεταφορική. Γιατί το «δεν είναι άνθρωποι», αν έχει πολιτιστική χροιά, αφήνει το περιθώριο ότι κάποιοι μπορεί και να 'ναι. Από το μεταφορικό δεν περνάει στο ουσιαστικό «δεν έχουν ανθρώπινα δικαιώματα» -είναι για μένα θεμιτό. Από χθες είναι το «ποτέ δεν θα γίνουν άνθρωποι». Οπου πιστεύουμε ότι μια φυλή λόγω χρώματος, γεωγραφίας, DNA ή ό,τι άλλο θα μένει για πάντα κατώτερη από εμάς.

Χαίρομαι ότι μερικές εκατοντάδες απόγονοι του Μέγα Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη προέταξαν την καθαρά ελληνική καταγωγή τους στον Σωτήρη Νίνη. Ιδιαίτερα, όταν όλοι αυτοί οι Αρχαιοέλληνες προέρχονται από μία πόλη που μέχρι τους Βαλκανικούς η ελληνική κοινότητα ήταν μειονότητα. Και το μόνο που έχω να προσθέσω στον Νίνη και τον εξάδελφό του που μου είχε στείλει τα e-mail, είναι το πόσο ασήμαντη είναι η φυλετική προέλευση και πόσο σημαντική η πολιτιστική. Η ελληνικότητα δεν βρίσκεται στην καταγωγή, αλλά στον πολιτισμό. Αν οι γονείς του Νίνη ήταν Αλβανοί ή Βορειοηπειρώτες, είναι τόσο αδιάφορο όσο το αν οι γονείς αυτών που φώναζαν το σύνθημα είναι Ελληνες ή Παπούα.

Ηταν Δευτέρα πρωί και ο πρίγκιπας του Λουξεμβούργου κοιτούσε τον γκρίζο, βροχερό αθηναϊκό ουρανό. Το οικόπεδο του Αμαρουσίου που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα κτίρια του Βωβού τού θύμιζε την κεντρική χωματερή του συμπαθούς πριγκιπάτου. Ο πρίγκιπας του Λουξεμβούργου αναπολούσε την πατρίδα του. Την ίδια ώρα, στον πύργο της οικογενείας ο Δούκας Ρούπερτ θα αποσυρόταν στην τουαλέτα κρατώντας στα χέρια τη «Luxemburg Licht», ενώ η δούκισσα Καρλότα θα έβαζε την πρώτη βελονιά της ημέρας στο κομπλέν της με τα πρόσωπα από τα 10 πρωταθλήματα του Θρύλου. Πριν φύγει για την Ελλάδα ο πρίγκιπας θυμόταν την Καρλότα να κεντάει το πρόσωπο του Ηλιάδη. Οταν θα γύριζε, η δούκισσα θα είχε φτάσει σίγουρα στον Παπαδάκο. Μπορεί και στον Παπίλια... Ο πρίγκιπας μελαγχόλησε. Θυμήθηκε την αγαπημένη φράση του δούκα-πατέρα. «Η ζωή είναι συντομότερη από το χέσιμο της αρκούδας». Συγκρατήθηκε να μη δακρύσει.

Ο πρίγκιπας είχε μπει στο δημαρχείο του Αμαρουσίου. Η ΕΠΟ παρουσίαζε τα εισιτήρια του τελικού του Τσάμπιονς Λιγκ και στο βήμα ο Σοφοκλής Πιλάβιος συνέχιζε την ομιλία του «Ο δρόμος προς τον τελικό». «Φλουθ πρδο αχούα. Πλιτ πλιέ ανπλιέ». «Ας το δεχτούμε ότι έχει ένα μικρό τρακ», μουρμούρισε ο πρίγκιπας. «Αλλά τουλάχιστον δεν ξέχασε να ευχαριστήσει τον Πλατινί». Δεν πρόλαβε να καθίσει, όταν το κινητό του ακούστηκε διακριτικά. Στην οθόνη αναβόσβηνε το όνομα «Πατέρας». Ηταν η τρίτη κλήση στο ίδιο πρωί. Ο πρίγκιπας τη γείωσε. Οπως τις προηγούμενες δύο. Το τελευταίο πράγμα που είχε διάθεση ήταν να ακούσει τον Σάββα να του εξηγεί γιατί ο Μπριάκος έσφαξε τον Ολυμπιακό. Εστρεψε ξανά την προσοχή του στον Πιλάβιο. «Προλιλόν; Σουί. Παραλόν; Μουί σουί. Φτου, φτου μπιμπόν σουί». «Ευγενικό εκ μέρους του που ευχαρίστησε και τον Βασίλη Γκαγκάτση», σκέφτηκε ο πρίγκιπας, αλλά τις σκέψεις του διέκοψε ένα νέο κουδούνισμα στο κινητό. Στο screen shaver εμφανίστηκε μια αρκούδα να χέζει, ενώ για ήχος ήταν οι στίχοι του εθνικού ύμνου του Λουξεμβούργου «...και σαν αρκούδα τον εχθρό τον ρωτάμε. Μαδάς, λαγουδάκι;». «Ο μπαμπάς», ψιθύρισε ο πρίγκιπας Theodore. Βγήκε από το δημαρχείο και κατευθύνθηκε προς το οικόπεδο. Μάλλον το γιαπί. Ο Βωβός είχε ήδη αρχίσει τα χωματουργικά.

Ο Σάββας κοίταξε τις κλήσεις στο κινητό. Ο φερόμενος ως γιος δεν απαντούσε και ο δούρος για πέμπτο χρόνο δεν έπαιρνε τηλέφωνο. Πήγε ένα σκαλοπάτι επάνω στο ευρετήριο στον «Γ.Π.». Ο πραγματικός γιος απάντησε στο κινητό. «Καλημέρα, καλή βδομάδα, μπαμπά. Μας σφάξανε στο ΟΑΚΑ, αλλά εμείς θα σηκώσουμε το τρίτο». Ο Σάββας ένιωσε καλύτερα. «Από την εποχή που ο Μουράτης δεν έμπαινε στα ακατάλληλα, πάντα κυνηγημένοι, παιδί μου. Ολο μουρμουράνε. Χίλιες φορές μιλήσανε για τρομοκρατία στη Ριζούπολη. Τους ζητήσαμε ταυτότητες;». «Οχι, μπαμπά. Στον Πειραιά δεν κάνουμε τέτοια», απάντησε ο Κώστας. Η γλυκιά σιωπή που ενώνει μια αγαπημένη οικογένεια βασίλευσε μερικά δευτερόλεπτα στη γραμμή. «Και εκτός από τις ταυτότητες, τι λένε για την πέτρα;». «Τι να πουν, μπαμπά; Τολμούν να ανοίξουν το στόμα τους;».

Η ιστορία της πέτρας, μια ιστορία που θάφτηκε μέσα στις δίκαιες διαμαρτυρίες της ΑΕΚ για τα πέντε πέναλτι που δεν της δόθηκαν, κάποια στιγμή πρέπει να γίνει γνωστή στις λεπτομέρειές της. Στο τέλος του ματς του ΟΑΚΑ, ενώ παίκτες, προπονητικό τιμ και παράγοντες αποχωρούσαν από τον πάγκο, ο Σάββας μάγκωσε έναν δημοσιογράφο και μία κάμερα αγκαζέ. «Πρέπει να δείτε την πέτρα». Ο Σάββας πήρε το συνεργείο πίσω από τον πάγκο του Ολυμπιακού, όπου απειλητική παραμόνευε μία πέτρα. «Τη βλέπετε;», ρώτησε ο Σάββας. «Τη βλέπουμε», απάντησε το τηλεοπτικό τιμ. «Τότε τραβάτε την, να δει ο κόσμος τι έγινε», συμπλήρωσε ο Σάββας. Το τιμ δεν είχε αντίρρηση, αλλά το πρόβλημα ήταν αλλού. Η κάμερα ήταν κλειστή. Από εκείνη τη στιγμή ο Σάββας κυκλοφορούσε με την πέτρα στην τσέπη, σαν το κεφάλι του Αστραπόγιαννου στο ταγάρι. Οποιον συναντούσε, του έλεγε: «Σου έδειξα την πέτρα;» και ευτυχώς που όλοι ξέρουν την πνευματική σύνεση του Σάββα Θεοδωρίδη, αλλιώς θα πίστευαν ότι του έχει στρίψει.

Ολοι, εκτός του πραγματικού γιου του Σάββα, που -όπως ο πατέρας- ξέρει ότι καθημερινά σκοτεινές δυνάμεις προσπαθούν να καταστρέψουν τον Θρύλο. «Είδες, Σάββα, τι έλεγε ο Ντέμης μετά το ματς;». «Είδα, Κώστα. Να σε σφάζουν και μετά να σκούζουν ότι αδικήθηκαν...». «Και ποιοι, Σάββα; Αυτοί που δεν έχουν σταυρώσει πρωτάθλημα στη ζωή τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αυτοί που από τότε που εμφανίστηκαν, ο Ολυμπιακός δεν χάνει τίτλο. Μια χρονιά έφυγε από την Ελλάδα και καταστραφήκαμε. Το 2004 που πήγε ο Νικολαΐδης στην Ισπανία, ο Παναθηναϊκός μας πήρε το νταμπλ. Ευτυχώς που γύρισε το γούρι μας και ξαναρχίσαμε να παίρνουμε τίτλους. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανένας τα συμπλέγματα και τα κόμπλεξ που έχει ο κοντός έναντι του Ολυμπιακού και τον κάνουν να λέει τις γραφικές του δηλώσεις». «Ναι», απάντησε ο Σάββας. «Μπορώ να το βάλω για δήλωση, μπαμπά;». «Βάλ' το, αλλά ελπίζω να κράτησες σωστά τις σημειώσεις». Στο κινητό του Σάββα ακούστηκαν αγγελικές φωνές.

«Το παίζει πονηρός ο Φερέρ και έβαλε τον Κονέ, τον Πλιάτσικα και τον Παπασταθόπουλο ώστε αν κερδίσει, να λέει ότι μας κέρδισε με τα πιτσιρίκια και αν χάσει, να το ρίξει στο μπάτζετ». «Ποιοι είναι αυτοί που τραγουδούν, μπαμπά;». «Η μεγάλη χορωδία παικτών του Ρέντη, παιδί μου. Πάντα το πετυχαίνουν». Το ματς είχε βέβαια τελειώσει ισοπαλία, μία περίπτωση που μάλλον δεν είχε λάβει υπόψη του ο «Δον Λορένσο», αλλά τα γεγονότα δεν ήταν σωστό να επηρεάσουν μία τόσο όμορφη ιστορία.

Ο πρίγκιψ του Λουξεμβούργου χειροκρότησε ευγενικά. Το τέλος της ομιλίας του Βασίλη Γκαγκάτση «...και θέλω να ευχαριστήσω θερμά την ΟΥΕΦA που πετύχαμε να διατεθεί το 51% των 9.000 εισιτηρίων του κοινού σε Ελληνες φιλάθλους» ήταν ένα αριστούργημα διακριτικότητας. Γι' αυτό το ποδόσφαιρο είναι το λαϊκότερο των αθλημάτων. Γιατί σε ένα στάδιο των 60.000 θέσεων, 4.600 εισιτήρια πηγαίνουν στους φιλάθλους της διοργανώτριας χώρας. Το τηλέφωνο του πρίγκιπα χτύπησε. «Bon jour, Michele. Αν έχει πέτρες μέσα στο στάδιο; Οχι Μισέλ, δεν έχει. Και πού τη βρήκε την πέτρα αυτός ο κύριος Σάββας που μιλάει τώρα στο CNN; Δεν ξέρω, Μισέλ. Θέλεις το τηλέφωνο του Κώστα να σου εξηγήσει; Θέλεις και του Ράντου; Και του Δουρέκα; Περίμενε, Μισέλ...». Ο πρίγκιπας έβαλε τον Πλατινί στο hold. Αυτή η ιστορία με την πέτρα του ΟΑΚΑ δεν θα τελείωνε καθόλου εύκολα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube