Το Καμπιονάτο μέχρι το 1996-97 ήταν το λαμπρότερο, το θεαματικότερο και το ακριβότερο πρωτάθλημα του κόσμου. Τώρα είναι ένα πρωτάθλημα που γίνεται όλο και περισσότερο, βίαιο, βρόμικο και ρατσιστικό.
Σαν μια Σταχτοπούτα που δεν προλαβαίνει να γυρίσει δίπλα στο τζάκι πριν το ρολόι σημάνει μεσάνυχτα. Ή σαν το άλλο πρόσωπο του δόκτορος Τζέκιλ. Που, πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι κυρίως αποκρουστικό. Και ενίοτε, ματωμένο. Οι αιτίες είναι πολύ περισσότερο βαθιές από την αποτυχία των ιταλικών συλλόγων στα κύπελλα Ευρώπης. Σκάνδαλα ντοπαρίσματος, πλαστά διαβατήρια, βία, στημένα παιχνίδια, είναι το σύγχρονο πρόσωπο ενός πρωταθλήματος που –κάποτε– αγαπήσαμε παράφορα.
Προσβολές, ξυλοδαρμοί και επιθέσεις ξεπηδούν από τα στάδια και ξεχύνονται στις πόλεις και σε όλες τις κατηγορίες. Οχι μόνο στην, πάλαι ποτέ, λαμπερή Serie A. Τα γήπεδα μεταμορφώνονται σε πεδία μάχης. Πριν από μερικά χρόνια, όταν οι παίκτες της Ρετζιάνα έβαψαν μαύρα τα πρόσωπά τους, σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσουν τους φιλάθλους απέναντι στο «αυγό του φιδιού» που επωάζεται στα ιταλικά γήπεδα, ο δήμαρχος της πόλης, ακροδεξιός με πατέντα, υποστήριξε ότι έβαψαν τα πρόσωπά τους από ντροπή επειδή η ομάδα υποβιβάστηκε.
Στο Καμπιονάτο, που δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα με τις απανωτές χρεοκοπίες ομάδων και την εκτόξευση των χρεών των ιταλικών συλλόγων στα 900 εκατομμύρια ευρώ, έχουν περισσέψει η αδιαφορία και η υποκρισία. Πάνω τους οικοδομήθηκε όλος ο παραλογισμός που οδήγησε την περασμένη εβδομάδα στη δολοφονία ενός αστυφύλακα και στα μεγάλης έκτασης επεισόδια στο σικελικό ντέρμπι. Τα πολλά ρατσιστικά επεισόδια εντός και εκτός γηπέδων και οι εκδηλώσεις βίας ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν με σοβαρότητα και σχέδιο από την πολιτεία και τις ομάδες.
Που ενδιαφέρονται πιο πολύ για τα έσοδά τους παρά για την προστασία του παιχνιδιού. Μόλις προχθές ένας εκπρόσωπος της ιταλικής λίγκας υποστήριζε ότι τα παιχνίδια πρέπει να επιτραπούν και τα γήπεδα να ανοίξουν, γιατί το ποδόσφαιρο είναι μια βιομηχανία και καμία βιομηχανία δεν μπορεί να επιβιώσει όταν τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά.
Δεν γνωρίζω πόσοι συμμερίζονται τις απόψεις του, αλλά αν είναι το παιχνίδι να μεταλλαχθεί σε ένα βιομηχανικό προϊόν, όπως τα ψυγεία ή τα αυτοκίνητα, τότε ας πάει στο διάολο. Προσωπικώς με αφήνει αδιάφορο. Θυμάμαι μια δήλωση του Τζοφ πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, όταν κλήθηκε να σχολιάσει κάποια ρατσιστικά επεισόδια: «Δεν νομίζω ότι όλα αυτά είναι ρατσισμός. Απλώς, οι φίλαθλοι για να κάνουν πλάκα διαλέγουν κάποιον με μεγάλη μύτη ή κοντό ή με ψαρά μαλλιά και τον βάζουν στο στόχαστρο». Για πλάκα, σύμφωνα με τον Τζοφ. Μια πλάκα που μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη πλάκα, πιο βαριά και πιο κρύα. Τη μαρμάρινη.
Που φαίνεται ότι έχει πλακώσει το ποδόσφαιρο της γειτονικής μας χώρας. Της χώρας που το περασμένο καλοκαίρι στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ελάχιστοι, ίσως, θυμούνται ένα γεγονός που συνέβη το 1997 και το οποίο ήταν ενδεικτικό για το πού θα μπορούσαν να φτάσουν τα πράγματα αν –όπως δυστυχώς συνέβη– η πολιτεία και οι ομάδες έδειχναν αδιαφορία για τα προβλήματα του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Πολωνία, τα μέλη της εθνικής ομάδας αρνήθηκαν να συνοδέψουν τους εκπροσώπους της ομοσπονδίας που θα πραγματοποιούσαν επίσκεψη στο Αουσβιτς. Ενας δημοσιογράφος που συνόδευε την αποστολή και έγραψε για το συμβάν απειλήθηκε από κάποιους παίκτες, την ίδια ώρα που ο τερματοφύλακας της εθνικής Τζιανλουίτζι Μπουφόν φορούσε ένα μπλουζάκι που έγραφε το φασιστικό σύνθημα «Θάνατος στους επιζήσαντες».
Το πρόβλημα του ιταλικού ποδοσφαίρου δεν λύνεται με καλύτερα γήπεδα και μεγαλύτερη αστυνόμευση. Είναι πρόβλημα με ρίζες πολιτικοκοινωνικές, που δυνάμωσαν στα χρόνια της πολιτικής κυριαρχίας του Μπερλουσκόνι, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε και την αδυναμία της ιταλικής Αριστεράς να αρθρώσει κριτικό και εποικοδομητικό λόγο.
Τα παιχνίδια των υπολογιστών
Πολλές φορές αν δεν ασχοληθείς με κάτι είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβεις. Και η ασχολία έχει την έννοια του χρόνου. Να αφιερώσεις χρόνο σε κάτι που δεν γνωρίζεις κυρίως γιατί είναι έξω από τα ενδιαφέροντά σου ή και την εποχή σου.
Αυτός που μπόρεσε να παίξει κρυφτό και ποδόσφαιρο στην αλάνα, πετροπόλεμο, να κυνηγήσει γάτες ή σπουργίτια με σφεντόνα –άντε και αεροβόλο-, να παίξει αμπάριζα ή ομάδες, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει τη λογική των παιχνιδιών των υπολογιστών. Και ακόμη περισσότερο το «κόλλημα» των παιδιών με αυτά τα παιχνίδια. Του φαίνεται παράλογο, γιατί η έννοια παιχνίδι σήμερα είναι τελείως διαφορετική από την έννοια που είχε όταν εκείνος έπαιζε στους δρόμους και τις αλάνες.
Μετά, είναι δύσκολο να κατανοήσει την αλλαγή του χαρακτήρα και τη διεύρυνση των ορίων της «γειτονιάς». Μιας «γειτονιάς» που απλώνεται στο Διαδίκτυο, σε έναν άυλο χώρο χωρίς όρια, όπου κρύβονται κίνδυνοι που είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις ή, πολύ περισσότερο, να αντιμετωπίσεις. Πιθανόν, ο πιο βασικός λόγος για τον οποίο πολλοί γονείς εναντιώνονται στα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά τους σήμερα να είναι το γεγονός ότι αγνοούν τη νέα τεχνολογία και τις δυνατότητές της.
Μπορεί και να τη φοβούνται. Ο Will Wright, δημιουργός ενός πολύ δημοφιλούς παιχνιδιού υπολογιστών, του Sims, υποστηρίζει πως τα βιντεοπαιχνίδια διευρύνουν σε μεγάλο βαθμό τις νοητικές λειτουργίες του χρήστη. Σε ένα παλιότερο άρθρο του στο περιοδικό-βίβλος των υπολογιστών, το «Wired», υποστήριξε ότι ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν να παίζουν ένα παιχνίδι στον υπολογιστή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες λειτουργούν στο εργαστήριο. «Το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν τα παιδιά είναι να διαβάσουν το εγχειρίδιο με τις οδηγίες χρήσεως… αντ’ αυτού πατάνε τα διάφορα κουμπιά για να δουν τι θα συμβεί.
Δεν πρόκειται για τυχαία διαδικασία. Αυτή είναι η ουσία της επιστημονικής μεθόδου. Δοκιμάζοντας και μαθαίνοντας από τα λάθη τους οι παίκτες κατασκευάζουν ένα μοντέλο του παιχνιδιού μέσω των εμπειρικών δεδομένων που συλλέγουν από αυτό. Και ενώ βελτιώνουν το μοντέλο αρχίζουν να ελέγχουν τον κόσμο του παιχνιδιού. Ετσι ακριβώς λειτουργεί και ο επιστημονικός κύκλος: υπόθεση, πείραμα και ανάλυση. Ο Wright σημειώνει ότι είναι τελείως διαφορετικό το να παρακολουθείς κάποιον να παίζει ένα παιχνίδι από το να είσαι πάνω από το πληκτρολόγιο και να παίζεις ο ίδιος. Οπως και τα παιχνίδια των γονιών τους, έτσι και τα παιχνίδια των υπολογιστών που παίζουν τα σημερινά παιδιά βασίζονται στην ενεργητική συμμετοχή του παίκτη. Που αύριο θα γίνει ακόμη περισσότερο ενεργή όταν χρειαστεί να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός εικονικού χαρακτήρα ή ενός εικονικού κόσμου.
Τα πιο βαθιά χασμουρητά
Για μία ακόμη φορά ύστερα από ένα ντέρμπι αυτό που κυριαρχεί είναι η κουβέντα για τη διαιτησία. Μια διαιτησία κακή, όπως οι περισσότερες στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ομως, η κουβέντα για τη διαιτησία είναι ένα επαναλαμβανόμενο αδιέξοδο, αφού περιορίζεται στην «ποσοτική» αδικία. «Εμείς αδικηθήκαμε περισσότερο από εσάς». Μας διαφεύγει, το αγνοούμε, εθελοτυφλούμε (;) απέναντι στη διαπίστωση ότι δεν έχει σημασία ποιον θα αδικήσει η κακή διαιτησία ή πόσο, αλλά ότι θα αδικήσει. Ο καθένας μας κάνει την κριτική του από την οπαδική γωνία στην οποία βρίσκεται. Και αυτή η «κριτική υπό γωνία» δεν μας επιτρέπει να δούμε καθαρά όλη την εικόνα. Κοιτάμε τον διαιτητή και όχι εκείνους που τον έκριναν ικανό να κάνει ένα συγκεκριμένο έργο και τον επέλεξαν. Και αυτοί είναι οι πραγματικοί υπαίτιοι των κακών. Γιατί η δυνατότητά τους να επιλέγουν ανίκανους ή πειθήνιους διαιτητές είναι αυτό που εγγυάται τη μικροεξουσία τους και την παραμονή τους στο προσκήνιο.