Ο πάγκος μιας εθνικής ομάδας είναι τελείως διαφορετική υπόθεση από τον πάγκο ενός συλλόγου. Γνωστό και, φαντάζομαι, κατανοητό. Ο προπονητής μιας εθνικής ομάδας, παρ' όλο που δεν δοκιμάζεται αγωνιστικά στον ίδιο βαθμό με τον προπονητή ενός συλλόγου, εντούτοις η πίεση που αντιμετωπίζει είναι πολύ μεγαλύτερη, διότι η ομάδα που προπονεί αντιπροσωπεύει μία χώρα.

Οι επικριτές ενός ομοσπονδιακού προπονητή είναι, θεωρητικά, όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι μιας χώρας. Οι επικριτές του προπονητή ενός συλλόγου είναι κυρίως οι φίλοι της ομάδας. Ο ομοσπονδιακός προπονητής, πέρα από τις προφανείς δυσκολίες που έχει στη δουλειά του, πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπος και με τους προπονητές των συλλόγων, όταν επιλέγει ποδοσφαιριστές για τη στελέχωση της εθνικής ομάδας. Οι προπονητές των συλλόγων -ιδιαίτερα των μεγάλων- συχνά δυσανασχετούν για την κλήση των ποδοσφαιριστών τους στις εθνικές ομάδες, επειδή οι ομάδες έχουν επενδύσει μεγάλα χρηματικά ποσά στους ποδοσφαιριστές και ένας πιθανός τραυματισμός θα τους κοστίσει οικονομικά και αγωνιστικά.

Η σύγκρουση των μεγάλων και πλούσιων συλλόγων με τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες είναι μια σύγκρουση που βράζει κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια του σύγχρονου ποδοσφαίρου και όταν έλθει στην επιφάνεια, θα έρθει με πολύ μεγάλη ένταση. Το κοινό χαρακτηριστικό που έχει ο προπονητής μιας εθνικής ομάδας με τον προπονητή ενός συλλόγου είναι ότι και οι δύο κρίνονται με βάση τα αποτελέσματα. Βέβαια, για έναν ομοσπονδιακό προπονητή η κρίση γίνεται συνήθως ανά διετία και ανάλογα με το αν έχει επιτύχει τον στόχο της πρόκρισης στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (ή των ανάλογων διοργανώσεων στις άλλες ηπείρους) ή στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Οπως πολύ εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, η πίεση σ' έναν προπονητή και οι απαιτήσεις για διακρίσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με το προφίλ της κάθε εθνικής ομάδας. Αλλη είναι η πίεση στον πάγκο της Βραζιλίας και άλλη σε αυτόν της Σουηδίας, για παράδειγμα. Η παγκοσμιοποίηση στο ποδόσφαιρο, πέρα από τις όποιες αλλαγές επέφερε στα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού -αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά-, επηρέασε σε επίπεδο οργάνωσης και φυσιογνωμίας και τις εθνικές ομάδες. Τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο συνηθισμένο το φαινόμενο στον πάγκο των εθνικών ομάδων να κάθονται προπονητές διαφορετικής εθνικότητας.

Η τάση αυτή μπορεί να ήταν διαδεδομένη κάποτε για τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά τώρα διευρύνεται και στις εθνικές των αναπτυγμένων ποδοσφαιρικά χωρών. Μπορείτε να το δείτε να συμβαίνει στην Ευρώπη, ένα γεγονός που μπορεί να οδηγεί και στην ομογενοποίηση των ποδοσφαιρικών χαρακτηριστικών. Οι αθλητικογράφοι συχνά χρησιμοποιούμε στερεότυπα όταν μιλούμε για τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των εθνικών ομάδων, π.χ. η γαλλική φινέτσα, η γερμανική αποφασιστικότητα, η αμυντική δεινότητα των Ιταλών, οι χορευτές Βραζιλιάνοι.

Τώρα πια βλέπουμε αυτά τα χαρακτηριστικά να διαχέονται ή να αδυνατίζουν. Κάποτε ο όρος «Βραζιλιάνος αμυντικός» ήταν για γέλια, ενώ πριν από 4 χρόνια αν κάποιος υποστήριζε ότι η Εθνική Ελλάδας θα αποκτούσε χαρακτηριστικά του γερμανικού ποδοσφαίρου -συμπεριλαμβανομένης της πάλαι ποτέ αποτελεσματικότητας των Τευτόνων- θα τον παίρναμε με τις πέτρες.

Αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικότερα τα χαρακτηριστικά των εθνικών ποδοσφαιρικών ομάδων, θα διαπιστώσει ότι όλες αρχίζουν να δίνουν ιδιαίτερο βάρος στον σχεδιασμό του μάρκετινγκ και τη μεγιστοποίηση των εσόδων τους από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τους χορηγούς. Σκέφτομαι ότι οι οικονομικοί λόγοι, κυρίως, είναι αυτοί που μάζεψαν στο Λονδίνο αρκετές εθνικές ομάδες για φιλικά παιχνίδια το περασμένο διήμερο. Ολες αυτές οι αλλαγές, όμως, δεν πρόκειται να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά, αν δεν επιλυθούν οι αιτίες της συγκεκαλυμμένης σύγκρουσης των συλλόγων με τις εθνικές ομοσπονδίες.

Αιτίες που για να επιλυθούν θα χρειαστούν χρόνο και απέναντι στις οποίες αρχίζει να τοποθετείται και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ηδη, στη σύνοδο της ολομέλειάς του τον Μάρτιο, το Ευρωκοινοβούλιο θα συζητήσει την πρώτη έκθεση που εκπόνησε ποτέ για το ποδόσφαιρο. Κι αυτό λέει αρκετά πράγματα.

Ενα εμπόριο θανάτου

Εβλεπα προχθές ένα ντοκιμαντέρ για τα παιδιά-στρατιώτες που στελεχώνουν όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στους εμφύλιους πολέμους της Αφρικής. Εκείνο που -πέρα από την τραγική διάσταση της ιστορίας του παιδιού-στρατιώτη- με σοκάρισε περισσότερο είναι η ευκολία με την οποία γίνεται διεθνώς το εμπόριο όπλων, παρά τους όποιους περιορισμούς τίθενται κατά καιρούς.

Οχι ότι δεν το ήξερα, αλλά όταν παρακολουθείς κάτι που ισχύει ως γενική και παραδεκτή γνώση, τεκμηριωμένο μέσα από τη δημοσιογραφική έρευνα που δεν στρογγυλεύει τις αιχμές της φρίκης, προσεγγίζεις και αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά κάτι «γνωστό».

Ο ΟΗΕ από πέρυσι προσπαθεί να συντάξει μια χάρτα απαγόρευσης του εμπορίου όπλων και να πετύχει μια συμφωνία πάνω σε αυτό το κείμενο, πράγμα δύσκολο, αν σκεφτεί κάποιος τα οικονομικά συμφέροντα που έχουν οι πολεμικές βιομηχανίες των μεγάλων χωρών. Υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα ταινία, με τίτλο «Ο κυρίαρχος του κόσμου», με τον Νίκολας Κέιτζ, που δείχνει την άνοδο και την πτώση ενός εμπόρου όπλων. Παρά τις όποιες σεναριακές αφέλειες της ταινίας και το γεγονός ότι πολλά τα υπαινίσσεται αντί να τα αποκαλύπτει, αποτελεί μια καλή πηγή πληροφόρησης για τους ανυποψίαστους.

Σε μια έκθεση που παρουσίασε πέρυσι τον Νοέμβριο η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam, φαίνεται ότι οι εταιρείες των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ε.Ε. συγκαταλέγονται σ' εκείνες που είναι σε θέση να παρακάμπτουν τους κανονισμούς για τα όπλα, πωλώντας τα όπλα σε μορφή εξαρτημάτων και αναθέτοντας την κατασκευή όπλων σε υπεργολάβους στο εξωτερικό. Στην έκθεση καταγράφεται λεπτομερώς ο τρόπος με τον οποίο χώρες όπως η Κίνα, η Αίγυπτος, η Ινδία, το Ισραήλ και η Τουρκία συναρμολογούν από εισαγόμενα εξαρτήματα και κατασκευάζουν κατόπιν αδείας όπλα, περιλαμβανομένων επιθετικών ελικοπτέρων και οχημάτων μάχης.

Η έκθεση δείχνει πως αυτά τα όπλα ή άλλα παρόμοια καταλήγουν σε προορισμούς όπως η Κολομβία, το Σουδάν και το Ουζμπεκιστάν, όπου αναφέρεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί για τον φόνο και τον εκτοπισμό αμάχων, αναδεικνύοντας έτσι την επείγουσα ανάγκη για τη θέσπιση παγκόσμιων κανόνων για την εποπτεία μιας όλο και πιο παγκοσμιοποιημένης βιομηχανίας.

Μέχρι το τέλος του 2006 οι στρατιωτικές δαπάνες εκτιμάται ότι θα φτάσουν στο πρωτοφανές ποσό των 1.058,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που αντιστοιχεί χονδρικά στο δεκαπενταπλάσιο των δαπανών για διεθνή βοήθεια. Υπερβαίνει το ρεκόρ του Ψυχρού Πολέμου, το 1987-88, που ανήλθε σε 1.034 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα πάντα με σημερινές τιμές, ενώ το 2005 οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία ευθύνονταν για το 82% του συνόλου των μεταβιβάσεων όπλων. Επίσης, η Βραζιλία, η Ινδία, το Ισραήλ, η Σιγκαπούρη, η Νότια Αφρική και η Νότια Κορέα διαθέτουν πλέον εταιρείες όπλων που ανήκουν στις 100 μεγαλύτερες του κόσμου. Ομορφος κόσμος και οπλισμένος. Σαν αστακός.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube