Για μία ακόμα χρονιά η εταιρεία Deloitte & Touch έδωσε στη δημοσιότητα τη λίστα με τους πλουσιότερους συλλόγους στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Μία λίστα που αφορά την περίοδο 2005-06, αλλά δεν αποτυπώνει την ακριβή εικόνα της οικονομικής δυναμικής των ομάδων, αφού δεν κάνει αναφορά στα έξοδα ή τα χρέη που έχουν οι ομάδες. Διότι, για παράδειγμα, μπορεί να παρουσιάζεις ετήσια έσοδα 176 εκατ. ευρώ, όπως συμβαίνει με τη Λίβερπουλ, αλλά δεν γίνεται καμία αναφορά στα χρέη που είναι 122 εκατ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται και τα έξοδα που αφορούν μισθούς, συμβόλαια και το κόστος συντήρησης του γηπέδου. Ετσι, η εικόνα είναι μισή. Είναι όμως μία εικόνα από την οποία μπορεί κάποιος να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Αν κάποιος ανατρέξει στη λίστα, όπως δημοσιοποιήθηκε τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, θα διαπιστώσει ότι η υπόθεση σχετικά με την ομάδα των πλουσιότερων ευρωπαϊκών συλλόγων αφορά 27 ομάδες όλες κι όλες. Τόσες είναι οι ομάδες που έχουν συμπεριληφθεί στη σχετική λίστα αυτά τα εννέα χρόνια. Πιθανότατα κάποιες από αυτές, όπως η Πάρμα για παράδειγμα ή η Λιντς, να μην μπορέσουν ποτέ ξανά να συμπεριληφθούν στη σχετική λίστα. Η Λιντς να θυμίσω ότι πριν από τρία χρόνια βρισκόταν στη 15η θέση και τώρα έχει φθάσει στα όρια της οικονομικής καταστροφής, αφού έχει αναγκαστεί να πουλήσει μέχρι και το γήπεδό της για να μπορέσει να ικανοποιήσει τους πιστωτές της.
Πριν από τρία χρόνια είχαν ήδη ξεκινήσει οι σοβαρές οικονομικές αναταράξεις της Λιντς, με τα χρέη της να διογκώνονται επικίνδυνα, αλλά η λίστα της Deloitte έκανε αναφορά μόνο στα έσοδα, γεγονός που έδινε μία λανθασμένη εικόνα για τα οικονομικά του συλλόγου. Στη φετινή λίστα περιλαμβάνονται οκτώ αγγλικές ομάδες, τέσσερις ιταλικές, τρεις γερμανικές, δύο ισπανικές και από μία ομάδα έχουν η Σκωτία, η Γαλλία και η Πορτογαλία. Σε σχέση με την περσινή κατάταξη των είκοσι ομάδων, φέτος έχουμε τέσσερις νέες εισόδους, την Μπενφίκα, τη Γουέστ Χαμ, τη Ρέιντζερς και το Αμβούργο. Μία ακόμα περίπτωση που ενισχύει τη «μαγική εικόνα» του πλούτου είναι η σκωτσέζικη Ρέιντζερς, που τρία χρόνια πριν είχε χρέη που έφταναν τα 77 εκατ. ευρώ και φέτος παρουσιάζουν έσοδα 88,5 εκατ. ευρώ. Από τις ομάδες που περιλαμβάνονταν στη λίστα πέρυσι και βρίσκονται και φέτος, μόνο δύο παρουσίασαν πτώση των εσόδων τους. Η Λίβερπουλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Σε ό,τι αφορά τη Γιουνάιτεντ, έπεσε από τη δεύτερη θέση πέρυσι, στην τέταρτη φέτος, αλλά οι υπολογισμοί της Deloitte υποστηρίζουν ότι την επόμενη χρονιά μπορεί να επιστρέψει στην κορυφή. Και η επιστροφή αυτή θα οφείλεται στα μεγαλύτερα έσοδα από τη νέα συμφωνία τηλεοπτικών δικαιωμάτων, αλλά και από τον αντίκτυπο που έχει -και θα φανεί του χρόνου- η επέκταση της χωρητικότητας του «Ολντ Τράφορντ». Για τους ίδιους λόγους, του χρόνου θα είναι ψηλότερη και η κατάταξη της Αρσεναλ, η οποία θα εμφανίσει τα κέρδη της από τη μετακίνησή της στο καινούργιο γήπεδο και τη νέα τηλεοπτική συμφωνία. Φέτος βρίσκεται στην ένατη θέση με 192,4 εκατ. ευρώ έσοδα, αλλά δεν γνωρίζουμε πόσα χρήματα χρωστάει ακριβώς, αφού δανείστηκε αρκετά για το καινούργιο γήπεδο. Σε σχέση με την περσινή λίστα, οι δύο ομάδες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη βελτίωση είναι η Λιόν, που από τη 15η θέση πέρυσι βρίσκεται στην 11η φέτος με έσοδα 127,7 εκατ. ευρώ και η Μπαρτσελόνα που από την 6η θέση πέρυσι βρέθηκε στη 2η φέτος με έσοδα 259,1 εκατ. ευρώ.
Στην πρώτη θέση παρέμεινε η Ρεάλ με έσοδα 292,2 εκατ. ευρώ, 17 εκατ. ευρώ περισσότερα από πέρυσι. Η πρωτοκαθεδρία στη λίστα των δύο ισπανικών ομάδων εξηγείται από το γεγονός ότι οι ισπανικές ομάδες κάνουν μεμονωμένες τηλεοπτικές συμφωνίες, με αποτέλεσμα να μπορούν να διεκδικούν και περισσότερα χρήματα σε σχέση με τις αγγλικές που έχουν υιοθετήσει το συλλογικό μοντέλο διαπραγμάτευσης. Η Γιουβέντους, η οποία φέτος βρίσκεται στην 3η θέση με έσοδα 251, 2 εκατ. ευρώ, είναι σίγουρο ότι του χρόνου θα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα, αφού θα αποτυπωθεί η φετινή εξορία της στη Serie B. Η τελευταία ομάδα στη λίστα των 20 είναι η πορτογαλική Μπενφίκα με ετήσια έσοδα 58,8 εκατ. ευρώ.
Επικοινωνιακή ανανέωση;
Στον Ολυμπιακό φαίνεται ότι αρχίζουν να σχεδιάζουν από τώρα τη νέα χρονιά, παρ' όλο που δεν έχουν γίνει ακόμα εμφανείς ο χαρακτήρας και οι βασικές γραμμές του σχεδιασμού αυτού. Και πέρυσι, με τις μεταγραφές να έχουν ολοκληρωθεί πολύ πριν από τη λήξη του πρωταθλήματος, είχε δοθεί η εντύπωση ότι υπήρχε ένας σοβαρός σχεδιασμός, γεγονός που διαψεύστηκε από την αγωνιστική εικόνα της ομάδας τη φετινή περίοδο. Αν αναλύσουμε τη συνέντευξη που έδωσε πριν από λίγο καιρό ο ιδιοκτήτης της ομάδας Σωκράτης Κόκκαλης, οι κινήσεις που θα γίνουν από εδώ και πέρα θα είναι μετρημένες και χαμηλού κόστους.
Ο κ. Κόκκαλης ήδη κατέβασε τον πήχη των φιλοδοξιών, όταν ανακοίνωσε πως ο βασικός στόχος της ομάδας είναι η διάκριση στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, εγκαταλείποντας το Τσάμπιονς Λιγκ, μία διοργάνωση που απαιτεί υψηλά μπάτζετ και έχει έντονο ανταγωνισμό. Ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού κρίνει ότι από φέτος πρέπει να αρχίσει να υπάρχει αυτό που οι οικονομολόγοι των σπορ ονομάζουν ROI (Return of Investment).
Απόσβεση της επένδυσης. Ακόμα και η επιλογή του Τάκη Λεμονή ως προπονητή της ομάδας για τα επόμενα 2,5 χρόνια είναι μία σίγουρη επιλογή (που αποκλείει εμπλοκές και περιπέτειες τύπου Σόλιντ) και φυσικά επιλογή χαμηλού κόστους. Στον Ολυμπιακό προσπαθούν να εκμεταλλευθούν επικοινωνιακά τις συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές, παρουσιάζοντάς τες ως μία λίγο-πολύ δυναμική πολιτική ανανέωσης.
Μία ανανέωση που θα έπρεπε να ξεκινήσει ομαλά μία τριετία πριν και όχι τώρα ως αναγκαστική οικονομική και αγωνιστική επιλογή. Βέβαια, είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κάποιος ότι ο Ολυμπιακός θα σαρώσει την Ευρώπη για να βρει ταλαντούχους ποδοσφαιριστές κάτω των 25. Και είναι αφελές, διότι είναι απίθανο να ανακαλύψουν οι Πειραιώτες, με το ανύπαρκτο δίκτυο σκάουτερ, τους ποδοσφαιριστές που δεν έχουν ανακαλύψει άλλες ευρωπαϊκές ομάδες με πολύ μεγαλύτερη οργάνωση και κυρίως πολύ περισσότερα χρήματα.
Αυτό που θα ψάξει ο Ολυμπιακός εκτός Ελλάδας είναι χρήσιμους ποδοσφαιριστές χαμηλού κόστους και όχι ταλέντα πρώτης γραμμής. Με την ελπίδα να μπορέσει μέσα στην επόμενη τριετία να «βγάλει» τέσσερα-πέντε ταλέντα από τις ακαδημίες του και να αποκτήσει τα καλύτερα ταλέντα από τον ελληνικό χώρο, έτσι ώστε να μπορέσει να χτίσει μία ομάδα με διάρκεια καλής και παραγωγικής αγωνιστικής ζωής πέντε έως επτά χρόνων.