Τα 150 χιλιάδες μέλη της Μπάρτσα, που εκλέγουν και τον πρόεδρο, εκλέγουν κάθε τέσσερα χρόνια και 3.000 εκπροσώπους τους στο «κοινοβούλιο φιλάθλων»
Οι σχέσεις των φιλάθλων-οπαδών με την ομάδα που υποστηρίζουν έχουν αλλάξει δραματικά από την εποχή που το ποδόσφαιρο πέρασε στον αστερισμό του επαγγελματισμού. Ειδικότερα από το '95 και μετά, όταν με την απόφαση Μποσμάν επιταχύνθηκαν οι αλλαγές στο ποδόσφαιρο και οι ομάδες της γηραιάς ηπείρου άρχισαν να μεταμορφώνονται σε επιχειρήσεις, άλλες με λιγότερη και άλλες με περισσότερη επιτυχία. Η σχέση του φίλαθλου-οπαδού με την ομάδα δεν είναι σε όλες τις χώρες η ίδια, μια και είναι διαφορετικές οι παραδόσεις, η αθλητική παιδεία και τα μοντέλα οργάνωσης. Ας αφήσουμε προς το παρόν το εξωτερικό κι ας δούμε λίγο την Ελλάδα. Οπου η κυριαρχία του πατερναλιστικού μοντέλου του «πατερούλη-προέδρου» είναι δεδομένη.
Στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο φίλαθλος-οπαδός δεν έχει λόγο στα θέματα της ομάδας που υποστηρίζει. Εχω την εντύπωση ότι δεν έχει λόγο γενικότερα στα θέματα που αφορούν το ποδόσφαιρο. Βέβαια, αυτό σε ορισμένους φαίνεται λογικό. Το επιχείρημα είναι ότι δεν μπορεί ο πρόεδρος-επενδυτής-παράγοντας να ζητεί τη γνώμη των οπαδών-φιλάθλων για το πού ή το πώς θα διαθέσει τα χρήματά του όσον αφορά ομάδα που αποτελεί την ιδιοκτησία του. Το επιχείρημα, παρ' όλο που μοιάζει λογικό, «μπάζει» από πολλές πλευρές. Πόσοι είναι οι πρόεδροι-επενδυτές στην Ελλάδα που πραγματικά βάζουν χρήματα στις ομάδες; Που αντιμετωπίζουν τις ομάδες με την επιχειρηματική λογική της επένδυσης; Η πλειονότητα αυτών των προέδρων επενδυτών είτε χρησιμοποιεί την ομάδα σαν ένα ακριβό χόμπι που του δίνει βάση για προβολή είτε σαν ένα φορολογικό εργαλείο (φοροαπαλλαγές π.χ.) είτε σαν ένα είδος ασπίδας που μπορεί να μεταβληθεί σε δόρυ, προς όφελος άλλων επιχειρήσεων που διαθέτουν. Ακόμη, η ομάδα πολλές φορές χρησιμοποιείται σαν ένα μαγαζί που θα πουληθεί σε κάποιον άλλον «επενδυτή» –μια και τα όποια χρέη θα ρυθμιστούν από την πολιτεία– και θα αποφέρει κέρδη στον πωλητή ή σαν ένα πολύ καλό «πλυντήριο» χρήματος. Αυτού του τύπου οι πρόεδροι έχουν γραμμένους κανονικά τους φιλάθλους, μια και τα χρήματα βρίσκονται κυρίως στα τηλεοπτικά δικαιώματα και τις χορηγίες –πολλές φορές κρατικές–, ενώ έχουν σε υπόληψη τους οργανωμένους οπαδούς, που συχνά χρησιμοποιούνται σαν στρατός πραιτοριανών.
Για τους υπόλοιπους προέδρους-επενδυτές, που πραγματικά τοποθετούν κεφάλαια σε μία ποδοσφαιρική ομάδα, υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Η ομάδα-προϊόν απευθύνεται σε ένα target group που στόχος είναι να διευρύνεται όλο και περισσότερο. Και αυτό το target group, όπως είναι φυσικό, διευρύνεται ανάλογα με τις επιτυχίες της ομάδας. Ομως η γνώμη του πελάτη-φίλαθλου δεν υπολογίζεται; Και αν υπολογίζεται, με ποιον τρόπο αυτό συμβαίνει; Στην περίπτωση που ο πελάτης-φίλαθλος διαφωνεί, αυτό θα αποτυπωθεί στη μείωση της εμπορικότητας της ομάδας με την πτώση της κίνησης των εισιτηρίων, για παράδειγμα. Η αντίδραση, δηλαδή, του φίλαθλου-οπαδού είναι η αποχή. Πόσο αποτελεσματική είναι, όμως, μια τέτοια στάση, όταν τα έσοδα από τα εισιτήρια αποτελούν στην πλειονότητα των περιπτώσεων ποσοστό πολύ λιγότερο από το 20% των συνολικών εσόδων; Φαντάζομαι ότι θα μπορούσαμε, αν θέλαμε, να δώσουμε λόγο στους φιλάθλους για τα θέματα της ομάδας, ενισχύοντας τη συμμετοχικότητα και την υπευθυνότητα. Θα μπορούσαμε να δανειστούμε και να προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα το μοντέλο του «κοινοβουλίου φιλάθλων» που έχει η Μπαρτσελόνα. Να φτιάξουμε ένα «κοινοβούλιο φιλάθλων» σε κάθε ομάδα.
Τα 150 χιλιάδες μέλη της Μπάρτσα, που εκλέγουν και τον πρόεδρο (κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε ομάδες που αποτελούν ιδιοκτησία κάποιου) εκλέγουν κάθε τέσσερα χρόνια και 3.000 εκπροσώπους τους σε αυτό το «κοινοβούλιο φιλάθλων». Ενα σώμα που λειτουργεί συμβουλευτικά στο πλευρό του κάθε προέδρου. Τα 3.000 μέλη είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας λογικός αριθμός για μία ομάδα όπως η Μπάρτσα, αλλά μάλλον δυσλειτουργικός. Αν κάτι ανάλογο είχαμε την πρόθεση να εφαρμόσουμε στην Ελλάδα, θα έπρεπε παράλληλα να προχωρήσουμε και στην αλλαγή του τρόπου σύστασης και λειτουργίας των οργανωμένων συλλόγων φιλάθλων, στους οποίους υπάρχει έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας και λειτουργίας. Αν θέλαμε, τις λεπτομέρειες θα μπορούσαμε να τις συζητήσουμε. Ομως αυτά είναι ψιλά γράμματα. Και τα ψιλά γράμματα, ως γνωστόν, δεν τα διαβάζει σχεδόν κανείς...