Την περασμένη αγωνιστική είχαμε την ευκαιρία να δούμε ένα καταπληκτικό παιχνίδι -στα όρια του one man show– που εξαιτίας των εντάσεων που δημιούργησε το ντέρμπι της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό πέρασε σχεδόν ασχολίαστο. Αναφέρομαι στο καταπληκτικό παιχνίδι του Γιώργου Γεωργιάδη εναντίον του Παναθηναϊκού στην Τούμπα.
Ο Γιώργος Γεωργιάδης θα γυρνούσε να κλείσει την καριέρα του στον ΠΑΟΚ ακόμη κι αν χρειαζόταν να παίξει μέχρι τα πενήντα. Είναι φανερό ότι το σχέδιό του ήταν αρχικά να δραπετεύσει από τον Ηρακλή και στη συνέχεια αν ο ΠΑΟΚ δεν τον πάρει πίσω, να πάει σε μια ομάδα στην οποία να κάνει άλλη μια καταπληκτική χρονιά σαν την περσινή, ώστε να πείσει τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ να του δώσουν το δικαίωμα να επιστρέψει. Ο Γεωργιάδης το είχε κάνει σκοπό της ζωής του να ξαναπάρει το χειροκρότημα της Τούμπας: τρία χρόνια τώρα γι' αυτό περίμενε.

Σκηνή
Στο ματς του περασμένου Σαββάτου, η σκηνή του πανηγυρισμού του Γεωργιάδη μετά το γκολ που σημειώνει εναντίον του ΠΑΟ σε προετοιμάζει γι' αυτό που θα ακολουθήσει. Ο «μπέμπης» σκοράρει και χάρη στο χειροκρότημα γεμίζει ενέργεια. Ηταν απολύτως βέβαιο ότι θα έκανε την άμυνα του ΠΑΟ να υποφέρει στη συνέχεια: το γκολ τον γκάζωσε – ό,τι ακολούθησε οφείλεται στην ευτυχία του. Στην ευτυχία που νιώθει ένας παίκτης που τιμά τη φανέλα για την οποία αγωνίζεται.

Μεγάλοι
Μου λένε οι μεγάλοι που πρόλαβαν τον Νεστορίδη, που θυμούνται τα ξεκινήματα του Δομάζου και τα παιδικά χρόνια του Σιδέρη ότι εκείνοι οι παίκτες και μόνο έπαιζαν για τη φανέλα, αντίθετα με τους τωρινούς που είναι επαγγελματίες, μισθοφόροι και άκαρδοι. Δεν αντιλέγω ότι στις δεκαετίες που η Αθήνα είχε ακόμα αλάνες και η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη κάποια πράγματα ήταν αλλιώς: προφανώς υπήρχε πιο πολύ συναίσθημα. Ομως το συναίσθημα δεν φτάνει να υπάρχει – πρέπει να είναι και αληθινό. Την αλήθεια του τη βλέπεις κυρίως στις περιπτώσεις που μπορεί να γίνει μια επιλογή. Αλλο να μπορείς να αρνηθείς κι άλλο να μην έχεις το δικαίωμα να διαλέξεις.

Συμβόλαια
Τα ημιεπαγγελματικά συμβόλαια στην Ελλάδα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’70. Μέχρι τότε οι ποδοσφαιριστές ήταν σε μια ιδιότυπη κατάσταση ομηρίας: έφευγαν μόνο αν το ήθελε ο σύλλογος. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν μια επιλογή καριέρας: όποιος διάλεγε τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟ, την ΑΕΚ το έκανε για πάντα. Σαφώς κι αυτή η επιλογή είχε κάτι το ιερό στα μάτια του οπαδού: ο ποδοσφαιριστής διάλεγε την ομάδα σχεδόν με τα ίδια αγνά κριτήρια που ο οπαδός διάλεγε το σύλλογο – δεν διέφεραν και πολύ. Ομως έτσι όπως ήταν διαμορφωμένες οι συνθήκες, η πίστη του ποδοσφαιριστή στην ομάδα δεν δοκιμαζόταν ποτέ. Ο παίκτης δεν μπορούσε να πάει αλλού, ούτε είχε τη δυνατότητα να κάνει συγκρίσεις.

Πειρασμός
Η αγάπη τότε ήταν άδολη, δεν αντιλέγω. Ομως χωρίς το δικαίωμα του πειρασμού, η αγάπη αυτή ήταν εύκολη και υποχρεωτική. Τα υποχρεωτικά δεν με ενθουσιάζουν: ήταν μια αγάπη-φυλακή. Ο Κούδας που αποδεδειγμένα αγαπάει πολύ τον ΠΑΟΚ προσπάθησε να αποδράσει, ο Παπαϊωάννου δεν κρύβει ότι, παρ' όλο που λατρεύει την ΑΕΚ, νιώθει ένα παράπονο για το ότι του στέρησαν την ευκαιρία να παίξει στο εξωτερικό. Οταν μπήκαμε στην εποχή του ημιεπαγγελματισμού, έγινε πασιφανές ότι πολλές από αυτές τις αγάπες είχαν ημερομηνία λήξης. Ο Δεληκάρης θύμωσε με τη στάση κάποιων παραγόντων του Ολυμπιακού και πήγε στον ΠΑΟ, ο Δομάζος δεν είχε πρόβλημα να κλείσει την καριέρα του στην ΑΕΚ, ο Αντωνιάδης πέρασε από τον Ολυμπιακό: οι σημαίες του ρομαντισμού κατέβηκαν! Αν οι Ελληνες παίκτες είχαν τη δυνατότητα να αλλάζουν ομάδες από το 1950 κι έπειτα, όπως συνέβη παντού στη Δυτική Ευρώπη, υποθέτω ότι, αν όχι όλοι, αρκετοί από τους αστέρες του ελληνικού ρομαντισμού θα είχαν αλλάξει δυο τρεις ομάδες.

Καθαρό
Σήμερα το συναίσθημα εκεί που υπάρχει είναι πολύ καθαρό. Ο Νίκος Αναστόπουλος π.χ. δεν πήγε ποτέ στον ΠΑΟ γιατί όπως λέει, «στη ζωή υπάρχουν οι από 'δω και οι από 'κει, κι εγώ θέλω να είμαι με τους από 'δω»! Στο μυαλό του υπήρξε πάντοτε ένας μανιχαϊστικός διαχωρισμός – ο ίδιος υπηρέτησε με τις επιλογές του μια συνεπή στάση. Το ίδιο κι ο Ντέμης Νικολαΐδης: η ΑΕΚ και η ζωή του έγιναν ένα. Ομως η περίπτωση του Γεωργιάδη είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

Διαφορά
Ποια είναι η διαφορά του από άλλες «σημαίες»; Οτι ο Γεωργιάδης δεν έχασε την ΠΑΟΚτσήδικη ψυχή του, μολονότι η διαδρομή του υπήρξε γεμάτη στάσεις. Ο Νικολαΐδης κι ο Αναστό (ή αύριο ο Γιάννης ο Γκούμας) είδαν τις ομάδες που υπηρέτησαν ως ένας είδος Εδέμ: η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ ήταν ο παράδεισός τους κι έξω από αυτόν έζησαν ελάχιστα. Η διαδρομή του Γεωργιάδη υπήρξε ατελείωτη. Ο «μπέμπης» ξέρει τι θα πει επαρχία, πήγε στον ΠΑΟ του Βαρδινογιάννη, προσπάθησε να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, βρέθηκε στον ΠΑΟΚ, πέρασε και από τον Ολυμπιακό του Κόκκαλη, κατέκτησε και τον Ηρακλή με τα περσινά παιχνίδια του. Γνώρισε προέδρους μπεσαλήδες, και εταιρείες πλούσιες, αγαπήθηκε κι από άλλους οπαδούς, κέρδισε σχεδόν παντού σεβασμό: κι έχοντας όλη αυτή τη γνώση κατέληξε στο ότι τελικά ζωή είναι μόνο ο ΠΑΟΚ των χιλίων προβλημάτων.

Φανέλα
Στον ΠΑΟΚ γύρισε κι ο Ζαγοράκης. Xωρίς αγώνα, απλά ως αρχηγός το αποφάσισε. Ο Γεωργιάδης έδωσε μάχες για να αποκτήσει δικαίωμα επιστροφής – το περασμένο καλοκαίρι στον ΠΑΟΚ έλεγαν ότι δεν χρειάζεται. Η επιστροφή του είναι διδακτική: αυτοί που λένε ότι κάποτε οι παίκτες έπαιζαν για τη φανέλα και τώρα είναι μισθοφόροι, ας ξαναδούν το σαββατιάτικο παιχνίδι του. Η δύναμη της αγάπης και τίποτα άλλο…

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube