Ενας χαρακτηρισμός που ακούγεται πολύ συχνά φέτος για το πρωτάθλημα είναι ότι παρουσιάζεται πιο ανταγωνιστικό από άλλες χρονιές. Θα έγραφα «φαίνεται» και όχι «παρουσιάζεται». Διότι, πολύ απλά, κατά τη γνώμη μου, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ανταγωνιστικό, όσο κι αν φαίνεται. Και πρώτα απ' όλα, ο δείκτης ανταγωνιστικότητάς του δεν μπορεί να μετρηθεί στην κορυφή.
Σχεδόν από τις πρώτες αγωνιστικές του πρωταθλήματος ο Ολυμπιακός πήρε μία διαφορά από τους δύο κυριότερους -ή μήπως τους δύο μοναδικούς;- διώκτες του, που άρχισε να διευρύνεται διαρκώς. Φθάσαμε 9 αγωνιστικές πριν από τη λήξη οι Πειραιώτες να βρίσκονται 10 βαθμούς μπροστά από τη δεύτερη ΑΕΚ και 11 από τον τρίτο Παναθηναϊκό. Φυσικά γι’ αυτή τη βαθμολογική διαφορά υπάρχουν εξηγήσεις, αλλά δεν δικαιολογούν την άποψη περί ανταγωνιστικότητας.
Αντιθέτως, για κάποιους ενισχύουν την εκτίμηση περί μειωμένης αξιοπιστίας. Τόσο η ΑΕΚ όσο και ο Παναθηναϊκός στις αρχές του πρωταθλήματος είχαν σημαντικές βαθμολογικές απώλειες που οφείλονταν σε πολύ συγκεκριμένους αγωνιστικούς λόγους. Οι «πράσινοι» πλήρωσαν την κακή επιλογή προπονητή και την ανεπαρκή προετοιμασία τους. Η ΑΕΚ, από την άλλη, είχε στόχο την πρόκριση στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ και η αγωνιστική προσαρμογή της στο πρωτάθλημα άργησε, διότι είχε ένα νέο προπονητή που μάθαινε ακόμα το υλικό του και του οποίου η επιλογή για το διαρκές rotation δεν αποδείχθηκε επωφελής βαθμολογικά, τουλάχιστον στις αρχές. Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το προβάδισμα του Ολυμπιακού είναι δημιούργημα της διαιτησίας, γεγονός που έχει συμβεί στο παρελθόν σε αρκετά πρωταθλήματα, στα οποία οι Πειραιώτες ευνοήθηκαν χαρακτηριστικά σε βάρος των ανταγωνιστών τους.
Όμως, στη φετινή χρονιά, όσο κι αν το πρόσωπο της διαιτησίας είναι από κακό έως απαράδεκτο και οι «ερυθρόλευκοι» έχουν πάρει σφυρίγματα, έχω την εντύπωση ότι ο Ολυμπιακός εκμεταλλεύεται την πείρα του και την κλάση κάποιων ποδοσφαιριστών του με τον καλύτερο τρόπο. Έναν τρόπο που δείχνει παράλληλα ότι η δυναμική της ομάδας των «ερυθρολεύκων» έχει αρχίσει να μειώνεται σε βαθμό τέτοιο, που για να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί και την επόμενη χρονιά θα πρέπει να ανανεωθεί σε μεγάλη έκταση.
Σφυρίγματα υπέρ τους έχουν πάρει και οι δύο βασικοί διώκτες των «ερυθρολεύκων», με την ΑΕΚ να έχει τα πιο πολλά εναντίον της από «κόκκινους» και «πράσινους». Όμως, το έχω ξαναγράψει και δεν θα σταματήσω να το υποστηρίζω, ότι το ζήτημα δεν είναι η «ποσοτική» αδικία. Το ποιος αδικείται περισσότερο ή λιγότερο. Μία συζήτηση κάτω από αυτό το πρίσμα θα οδηγήσει σε μια συζήτηση για το μοίρασμα της εύνοιας σε όλους. Αυτό όμως δεν αποκλείει, δεν εξορίζει την αδικία. Πρέπει να αποκλείσουμε, στον μεγαλύτερο βαθμό, την παρουσία των κακών, των ανίκανων και «πειθήνιων» διαιτητών από το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Αν οι υπεύθυνοι της Σούπερ Λίγκας θέλουν αφενός μεν να προφυλάξουν το προϊόν τους και αφετέρου να ανεβάσουν την αξία του, θα πρέπει να λύσουν αυτόν τον γρίφο της διαιτησίας, ο οποίος δηλητηριάζει την όποια αξιοπιστία έχει απομείνει στο ελληνικό πρωτάθλημα. Θα επιστρέψω στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, την οποία πολλοί εντοπίζουν στην πολύ μικρή βαθμολογική απόσταση που χωρίζει την 5η από τη 14η ομάδα της βαθμολογίας. Εκεί όπου μία νίκη μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη ζώνη του υποβιβασμού και την έξοδο στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Αναρωτιέμαι, με τη συσσωρευμένη εμπειρία των 21 αγωνιστικών, αν η ανταγωνιστικότητα σε αυτό το κομμάτι του βαθμολογικού πίνακα οφείλεται στην αγωνιστική ισοδυναμία των ομάδων ή στη διαιτησία. Και η γνώμη μου είναι ότι ο δείκτης της ανταγωνιστικότητας οφείλεται πολύ περισσότερο στα σφυρίγματα απ' όσο στις αγωνιστικές δυνατότητες των ομάδων. Και επειδή το μεγάλο ενδιαφέρον των ΜΜΕ στρέφεται κυρίως στους μεγάλους, τα εγκλήματα που γίνονται στους μικρούς περνούν στο «ντούκου». Σε ό,τι αφορά την ελκυστικότητα αυτού του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, οι άδειες κερκίδες είναι μια πολύ πειστική απάντηση.
Επίσημος «ρουφιάνος»
Με τη σύμφωνη γνώμη των 25 κρατών-μελών από πέρυσι τον Δεκέμβριο, η Ε.Ε. αποκτά και αυτή το δικό της σύστημα παρακολουθήσεων, το οποίο θα ονομάζεται «Γαλιλαίος». Το σύστημα, στην πλήρη ανάπτυξή του, θα βασίζεται σε 30 δορυφόρους που θα μπορούν να καταγράφουν οτιδήποτε κινείται στη γη και όχι μόνο στην επικράτεια της Ε.Ε. Θα μπορεί, δηλαδή, να φωτογραφίζει και να βιντεοσκοπεί κάθε δραστηριότητα με ακρίβεια ενός έως πέντε μέτρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γερμανική προεδρία έχει καταθέσει την πρόταση για τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής ταυτότητας για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, εφοδιασμένης με μικροτσίπ, που θα μπορεί να εντοπίζεται ανά πάσα στιγμή από τον «Γαλιλαίο».
Ο πρώτος δορυφόρος για τη λειτουργία του συστήματος έχει εκτοξευθεί από το 2005. Μέχρι το 2008 θα έχει δημιουργηθεί ο πρώτος επιχειρησιακός σχεδιασμός του συστήματος, αφού αναμένεται να τεθούν σε τροχιά άλλοι τέσσερις δορυφόροι. Μέχρι τώρα την πρωτοπορία σε ένα τέτοιο σύστημα είχαν οι ΗΠΑ, που δημιούργησαν και ανέπτυξαν το GPS, από το οποίο θα εξαρτάται όλος ο κόσμος μέχρι να τεθεί σε λειτουργία ο «Γαλιλαίος». Το ευρωπαϊκό σύστημα που θα λειτουργεί τόσο συμπληρωματικά όσο και ανταγωνιστικά με το αμερικανικό, είναι καλύτερο, επειδή θεωρείται πολύ πιο ακριβές και διαθέτει μεγαλύτερο φάσμα λειτουργιών.
Οταν αρχίσει η λειτουργία του «Γαλιλαίου», με τη βοήθεια των δεκτών δορυφορικής πλοήγησης που είναι ενσωματωμένοι ή που θα ενσωματωθούν σε όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές, το σύστημα θα παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες, όπως το κοντινότερο νοσοκομείο, το κοντινότερο βενζινάδικο ή το κοντινότερο φαρμακείο. Θα είναι δυνατό να εντοπίζονται οι θέσεις όσων καλούν αριθμούς έκτακτης ανάγκης, θα παρακολουθείται η διαδρομή όλων των επικίνδυνων φορτίων, η κίνηση των δημόσιων συγκοινωνιών, θα μπορούν να καταγραφούν όλες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ θα μπορούσαν οι δυνατότητες του «Γαλιλαίου» να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις διάσωσης και παρακολούθησης καιρικών φαινομένων.
Όμως, οι εγγυήσεις που παρέχονται για την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη από τις δυνατότητες ενός τέτοιου συστήματος είναι ανεπαρκείς. Κι αυτό πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο.