Εχει γραφεί πάρα πολλές φορές ότι μετά την οικονομική κρίση που έπληξε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο όλες οι ομάδες αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν τις οικονομικές επιλογές τους. Κυρίως την πολιτική εκείνη που αφορά τα έσοδά τους.
Το χρονικό διάστημα μέχρι το 2001-02, την εποχή των «παχιών αγελάδων», η πλειονότητα των ομάδων έδινε μεγαλύτερο βάρος στα έσοδα που προέρχονταν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, παραβλέποντας άλλες πηγές, περισσότερο παραδοσιακές και βέβαια πιο πολύ σταθερές. Μετά το κραχ των τηλεοράσεων και την οικονομική κρίση που έπληξε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, οι ομάδες αναγκάστηκαν να στραφούν σε αυτές τις πηγές εσόδων που είχαν παραμελήσει. Τα έσοδα από τις πωλήσεις των εισιτηρίων θεωρούνται πλέον τα σταθερότερα για τις ομάδες.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ορισμένες ομάδες ετοιμάζουν τα σχέδιά τους για τη δημιουργία μεγαλύτερων και καλύτερων γηπέδων, ώστε να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους από τα εισιτήρια. Η Αρσεναλ μπήκε φέτος στο δικό της, η Μπάγερν το έκανε από πρόπερσι, η Γιουνάιτεντ έκανε επέκταση της χωρητικότητας του «Ολντ Τράφορντ», η Λίβερπουλ ετοιμάζεται να φτιάξει το δικό της γήπεδο με 60 χιλιάδες θέσεις, ενώ καινούργιο γήπεδο θέλει να φτιάξει και η Λιόν. Βέβαια, οι ομάδες που προσανατολίζονται στην κατασκευή νέου γηπέδου δεν προχωρούν στην κατασκευή γηπέδων-μαμούθ των 80 και 100 χιλιάδων θέσεων, αλλά γηπέδων με χωρητικότητα μέχρι 60 χιλιάδων θεατών.

Γηπέδων που κατασκευάζονται με τις νέες αντιλήψεις της αρχιτεκτονικής αθλητικών χώρων, που χαρακτηριστικά της είναι η εύκολη πρόσβαση, η άνεση και η πολυλειτουργικότητα. Ο «χρυσός κανόνας» της οικονομίας των σπορ υποστηρίζει ότι τα έσοδα θα πρέπει να μοιράζονται με τον κανόνα του 1/3. Εισιτήρια, τηλεοπτικά δικαιώματα και χορηγίες με merchandising από 33%.

Αν, φυσικά, κάποια ομάδα μπορεί να μεγαλώσει τα έσοδά της από τα εισιτήρια, αποκτά συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα. Από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε η οικονομική σπουδαιότητα του εισιτηρίου, οι ομάδες άρχισαν να επιδιώκουν τη διάθεση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού διαρκείας. Μόνο που ένα πακέτο διαρκείας γίνεται ελκυστικό ανάλογα με τις παροχές που το συνοδεύουν και έχουν σχέση με την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του γηπέδου.

Αν προσέξει κάποιος την ανάλυση των εσόδων των 20 πλουσιότερων ομάδων του κόσμου που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα η Deloitte & Touch, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες ομάδες έχουν ως βασική πηγή εσόδων τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Ιδιαίτερα δε οι ιταλικές, εισπράττουν από 60%-68% των εσόδων τους από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, γεγονός που δεν τις καθιστά ιδιαίτερα αξιόπιστες ως επιχειρήσεις. Μια αξιοπιστία που προσεγγίζουν με πολύ πιο ολοκληρωμένο τρόπο οι Aγγλοι, με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να ξεχωρίζει, μια και τα εισιτήρια αποτελούν το 43% των εσόδων της. Αν εξετάσουμε τα καθ' ημάς, χωρίς δυσκολία θα διαπιστώσουμε ότι οι ελληνικές ομάδες δεν έχουν συγκροτημένη πολιτική εισιτηρίων.

Μια πολιτική που, αν την είχαν, θα μπορούσαν να έβλεπαν πιο γεμάτες τις κερκίδες του γηπέδου αλλά και το ταμείο τους. Το πώς οι ομάδες αντιμετωπίζουν το θέμα των εισιτηρίων –με εξαίρεση την Αγγλία, όπου είναι από τα ακριβότερα στην Ευρώπη–, το βλέπουμε πολύ συχνά στο καπέλο –και τι καπέλο, ημίψηλο...– στις τιμές των εισιτηρίων για τα ευρωπαϊκά παιχνίδια τους. Η πολιτική του τομέα των εισιτηρίων έχει σκοπό να φέρει τον φίλαθλο στο γήπεδο για να γεμίσει και το ταμείο της ομάδας και όχι «να τους σφάξουμε τώρα που μπορούμε και να τ' αρπάξουμε».

Φυσικά, για να διαθέσεις μεγάλο αριθμό εισιτηρίων πρέπει να τα συνοδεύεις με ανάλογες παροχές που αφορούν το γήπεδο και το θέαμα. Και στους δύο αυτούς τομείς στην Ελλάδα η κατάσταση είναι δραματική.

Πριν, λοιπόν, αρχίσουμε να κάνουμε μεγαλεπήβολα σχέδια που φθάνουν μέχρι την on line διάθεση εισιτηρίων, ας διορθώσουμε πρώτα τα βασικά, σεβόμενοι και τον φίλαθλο-πελάτη, που του σερβίρουμε πατάτες μπλουμ και του τις χρεώνουμε για χαβιάρι...

Ποδόσφαιρο και πολιτική ηθική

Οι τηλεοράσεις, που στα δελτία ειδήσεων πουλάνε χρόνο, δεν αναλώνονται στην παρουσίαση των αιτίων της τρομοκρατικής δράσης της ΕΤΑ στην Ισπανία, σε έναν πόλεμο που διαρκεί σχεδόν 30 χρόνια τώρα, αλλά φαίνεται ότι μπαίνει σε περίοδο ύφεσης.

Αυτές τις μέρες στην ειδησεογραφική επικαιρότητα στην Ισπανία κυριαρχεί το θέμα του Βάσκου Ινάκι ντε Χουάνα. Ο Ινάκι, από τα ηγετικά στελέχη της ΕΤΑ, έχει ήδη εκτίσει 20ετή ποινή φυλάκισης, μια και θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δολοφονία 25 ανθρώπων το 1980. Ο Ινάκι, αφού εξέτισε την ποινή του, αποφυλακίστηκε, αλλά το 2004 καταδικάστηκε εκ νέου σε φυλάκιση 12 ετών, διότι με άρθρα του που δημοσιεύτηκαν στη βασκική εφημερίδα «Gara» απειλούσε αξιωματούχους των φυλακών και έναν ανώτατο δικαστή.

Ο Ινάκι επιδίωξε αναστολή της ποινής του με ένδικα μέσα και μόλις είδε ότι δεν κατάφερνε τίποτε ξεκίνησε απεργία πείνας. Τον Ιανουάριο το ανώτατο δικαστήριο της Ισπανίας είχε απορρίψει αίτημα για αποφυλάκιση του Ινάκι και κατ' οίκον κράτησή του για ανθρωπιστικούς λόγους. Πριν από λίγο καιρό οι «Times» του Λονδίνου είχαν δημοσιεύσει μία φωτογραφία του Ινάκι, δεμένου σε ένα κρεβάτι ενός νοσοκομείου της Μαδρίτης, από όπου είχε κάνει δηλώσεις υπέρ της αναθέρμανσης της ειρηνευτικής διαδικασίας ανάμεσα στην ισπανική κυβέρνηση και την ΕΤΑ.
Η ζωή του Ινάκι, ο οποίος μέχρι χθες συνέχιζε την απεργία πείνας, κρέμεται από μια κλωστή. Ισως το ενδεχόμενο του θανάτου του και της ηρωοποίησής του, όπως συνέβη και με τον Μπόμπι Σαντς στην Ιρλανδία, ήταν αυτό που οδήγησε το ανώτατο δικαστήριο της Ισπανίας στο να επανεξετάσει την περίπτωσή του και να αποφασίσει χθες τη μείωση της ποινής του σε τρία χρόνια.

Ο Ολεγέρ της Μπαρτσελόνα, από τους πιο πολιτικοποιημένους ποδοσφαιριστές στην Ισπανία και υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας, έκανε την περασμένη εβδομάδα δηλώσεις υπέρ του Ινάκι και αμέσως μετά η εταιρεία αθλητικών ειδών KELME διέκοψε τη διαφημιστική συνεργασία μαζί του. Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι αθλητικές εταιρείες και οι ομάδες πολλές φορές αποφεύγουν να συνδέονται με πολιτικά γεγονότα ή πρόσωπα.

Η τάση αυτή έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια και έχει «περάσει» και στη συμπεριφορά των φιλάθλων, κάτι που δεν συνέβαινε 10-20 χρόνια παλιότερα. Οι φίλοι της Τσέλσι λίγο νοιάστηκαν επειδή ο Αμπράμοβιτς έκανε την περιουσία του από το πλιάτσικο της κρατικής περιουσίας της πρώην Σοβιετικής Ενωσης.
Οπως οι φίλοι της Λίβερπουλ, που δεν νομίζω να διαμαρτυρηθούν επειδή ο ένας από τους δύο Αμερικανούς αγοραστές της ομάδας, ο Τομ Χικς, ήταν από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του Τζορτζ Μπους.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube