Η Τρίτη ήταν μια δύσκολη μέρα για τον Γιώργο Αλογοσκούφη. Ο Αδαμ Ρεγκούζας του είχε θέσει το ερώτημα. Συμμετέχει στην αγωνία των ΠΑΟΚτσήδων για το μέλλον της ομάδας;
Υποθέτω ότι ο Αλογοσκούφης θα πήγε και θα φόρεσε τον τρίχινο χιτώνα του, θα αυτομαστιγώθηκε και θα χτύπησε ένα G4 στο μπράτσο, για να δείξει πόσο συμμετέχει. Επειδή, όμως, κάθε επιτυχημένη προσπάθεια πρέπει να βρίσκει μιμητές, την Τετάρτη οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Χάρης Τσιόκας και Γιάννης Μαγκριώτης αντεπιτέθηκαν. Αυτή τη φορά υπερασπίζοντας τα συμφέροντα του Αρη και θέτοντας καυτά ερωτήματα στον υφυπουργό Αθλητισμού, Γιώργο Ορφανό. Αντιγράφοντας την ανακοίνωση της διοίκησης του Αρη, οι δύο βουλευτές θέτουν τα εξής καυτά ερωτήματα: «Επειδή η ΠΑΕ Αρης θεωρεί ότι αδικείται από τις αποφάσεις σας, κύριε υπουργέ, ερωτάσθε: 1) Γιατί δεν καλύψατε με χορηγία από τον ΟΠΑΠ την ΠΑΕ Αρης ανάλογα με τη διαφημιστική της αξία; 2) Πότε και τι προτίθεστε να πράξετε για να λυθεί το μείζον αυτό πρόβλημα για την ΠΑΕ Αρης;».
Ελα ντε... Φυσικά το «ανάλογα με τη διαφημιστική της αξία» δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί σοβαρά. Δηλαδή οι δύο βουλευτές διαφημιστές είναι και μπορούν να εκτιμήσουν την αξία της προβολής στη φανέλα του Αρη;
Δεύτερον, αν η διαφημιστική αξία του Αρη είναι μεγαλύτερη από τα χρήματα που προσφέρει ο ΟΠΑΠ, γιατί κάποια άλλη επιχείρηση δεν τρέχει να κάνει προσφορά εκμεταλλευόμενη το λάθος του οργανισμού να μην κλείσει τη φανέλα; Η αλήθεια, όμως, είναι απλή και την ξέρουν όλοι. Καμία διαφημιστική αξία και καμία μελέτη δεν παίζουν ρόλο στις διαφημίσεις του ΟΠΑΠ. Ο ΟΠΑΠ είναι μία αγελάδα που αν μπορείς να τη βάλεις κάτω και να την αρμέξεις, μαγκιά σου και μπράβο σου. Αν σου τσινίσει δεν έγινε και τίποτα, αφού η κλοτσιά του ΟΠΑΠ, που έχει τη φωλιά του λερωμένη, ποτέ δεν μπορεί να είναι δυνατή. Παράδειγμα: εάν υπάρχει παγκοσμίως γήπεδο στο οποίο γίνεται αυτό που κάνει το Αιγάλεω στα εντός έδρας ματς, εμένα μου διαφεύγει.
Οσοι έχουν δει ματς του Αιγάλεω σίγουρα θα έχουν παρατηρήσει τις φωτεινές πινακίδες μερικά μέτρα από τις πλάγιες γραμμές, στις οποίες προβάλλονται κινούμενες διαφημίσεις. Πρέπει να είναι το εκνευριστικότερο πράγμα που μπόρεσε να σκεφτεί άνθρωπος για να παίζει στη διάρκεια του αγώνα. Αντί να κοιτάζεις το ματς, το μάτι σου το τραβάνε οι πινακίδες.
Στις οποίες, φυσικά, βασικός διαφημιζόμενος είναι ο ΟΠΑΠ. Αν αυτό δεν είναι αρνητική διαφήμιση, δεν ξέρω τι πράγμα είναι, αλλά ποιος από τον ΟΠΑΠ να ενδιαφερθεί, ιδιαίτερα όταν στο Αιγάλεω κάνουν κουμάντο οι Μητρόπουλοι; Παιδιά του ΟΠΑΠ, δώστε. Δώστε τους τώρα. Δώστε τους πολλά. Δώστε τους, κυρίως, γρήγορα. Για να μη διαβάζουμε τις ερωτήσεις που κάνουν στη Βουλή και καταλαβαίνουμε ποιοι μας κυβερνάνε.
Ακόμα μία παπαριά προστέθηκε στον ατελείωτο αγώνα της ελληνικής πολιτείας να δείξει ότι είναι ανίκανη να κάνει οτιδήποτε της προκοπής για να καταπολεμήσει τον χουλιγκανισμό. Ο θεσμός του «αθλητικού αστυνομικού συνδέσμου» έστειλε τα παπαρόμετρα να χτυπήσουν κόκκινα. Επειδή η είδηση πέρασε στα μικρά, σε μια εποχή που το γέλιο σπανίζει της αξίζει μεγαλύτερη προβολή. Τριάντα εννέα «αστυνομικοί» που υπηρετούν στην Υπηρεσία Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της Αστυνομίας θα γίνουν σύνδεσμοι ανάμεσα στις επαγγελματικές ομάδες και την υπηρεσία τους. Κάθε ομάδα θα έχει τους δικούς της συνδέσμους, μεταξύ των οποίων ο Ολυμπιακός θα έχει τον Μιχάλη Τριανταφυλλίδη, η ΑΕΚ τον Μηνά Γκέκο και τον Γιώργο Βαμβακά και η Σούπερ Λίγκα τον Νίκο Καρούλια. Και ρωτάω τώρα εγώ με το φτωχό μου το μυαλό: εκτός του ότι οι προηγούμενοι ήταν επαγγελματίες αθλητές, έχουν κάποια σχέση και εκπαίδευση σε θέματα ασφαλείας ή χουλιγκανισμού; Εκτός από τη λογική της Αστυνομίας «δεν τους βλέπουμε που δεν τους βλέπουμε, γιατί να μην τους ονομάσουμε κάπως για να φανεί ότι κάτι κάνουν;», υπάρχει άλλη που μου διαφεύγει; Επίσης, όταν, για παράδειγμα, ο Μηνάς Γκέκος πρέπει να ταξιδέψει με την ομάδα μπάσκετ του Πανιωνίου, στην οποία είναι βοηθός προπονητή, θα αφήνει την ομάδα για να πηγαίνει στις συσκέψεις ασφαλείας ή στο γήπεδο του ποδοσφαίρου; Το πιο χαριτωμένο, όμως, απόσπασμα της ανακοίνωσης είναι αυτό που λέει «Ο Αθλητικός Αστυνομικός Σύνδεσμος εκτελεί υπηρεσία με πολιτική περιβολή και έχει ρόλο επικοινωνιακό και συμβουλευτικό και όχι επιχειρησιακό». Να μάθω ότι ο Καρούλιας έχει στολή αστυνομικού και να αρρωστήσω. Να τον δω να τη φοράει και να πεθάνω.
Το πάθος του Νίκου Καρούλια για το κομψό ντύσιμο είναι γνωστό και εμφανές. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί είναι ο άνθρωπος που έκανε το αυτοκίνητο μέρος της καθημερινότητάς μας. Ο Δημήτρης Μπαλής, που χθες από τη σελίδα 59 της εφημερίδας έστελνε ένα παγκόσμιο μήνυμα ανησυχίας, ότι αν δεν αντικαταστήσουμε τα παλιά φορτηγά ώστε να αποφεύγεται η μόλυνση της ατμόσφαιρας, σε μερικά χρόνια λόγω της τρύπας του όζοντος θα φοράμε τα κοντομάνικα ράιτ θρου. Μια σοβαρή ανησυχία όταν εκφράζεται από έναν άνθρωπο που στο διπλανό κομμάτι γράφει ότι άρχισαν οι δοκιμές της F1 στο Μπαχρέιν, αλλά, εκτός της βαρύτητάς της, μου θύμισε ένα απόσπασμα του βιβλίου που αυτή την εποχή διαβάζω με θέμα τη μόλυνση. Του «The moon's a balloon», της αυτοβιογραφίας του Ντέιβιντ Νίβεν. Ο Ντέιβιντ Νίβεν πιθανόν να ήταν καλύτερος συγγραφέας από ό,τι ηθοποιός, μια και η αυτοβιογραφία του και το «Bring on the empty horses», στο οποίο περιγράφει τους ανθρώπους που συνάντησε στο Χόλιγουντ, πρέπει να είναι από τα πιο ευχάριστα βιβλία που έχω διαβάσει. Σε ένα σημείο της αυτοβιογραφίας του ο Νίβεν γράφει ότι σε ηλικία 10 ετών ήταν μαθητής στο public school του Στόου. Ανάμεσα στις υπευθυνότητές του ήταν να τροφοδοτεί με ένα φυσερό το μουσικό όργανο της εκκλησίας. Ο Νίβεν είχε ανακαλύψει ότι όταν μισογέμιζε το φυσερό και το άδειαζε απότομα, ο ήχος που δημιουργούσε ήταν ανάλογος με μιας γιγάντιας πορδής. Μια Κυριακή, ενώ ο επίσκοπος του Ρίπον διάβαζε αποσπάσματα από τη Βίβλο στους μαθητές, το αρμόνιο τον συνόδευε μουσικά. Ο Νίβεν αποφάσισε να κάνει το αγαπημένο του τρικ, που συνέπεσε με το βιβλικό απόσπασμα «αρωμάτισα το κρεβάτι μου με μύρα, αλόη και κανέλα». Κάποιος από τους συμμαθητές του τον κάρφωσε στον διευθυντή, ο οποίος αργότερα τον απέβαλε, κάτι που αποτέλεσε την αρχή μιας περιπετειώδους ζωής. Αν διαβάζετε αγγλικά ή το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, αξίζει τον κόπο.
Εν τω μεταξύ, συνεχώς αναβάλλω να ξεκινήσω το διάβασμα του «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων», του Μαρκ Μαζάουερ. Για τον οποίο Μαζάουερ δεν έχω σχηματίσει μπετόν γνώμη όσον αφορά την επιστημονική κατάρτισή του, μια και μου είναι πολύ δύσκολο να ανατρέξω σε πρωτογενείς πηγές για να δω αν τις μετέφερε σωστά, αλλά μου έφερε στο μυαλό ένα mail που είχα από αναγνώστη. Ο οποίος τον κατέτασσε στους pop historians, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι γράφει ένα βιβλίο τον χρόνο, στο οποίο αναφέρει βιβλιογραφία δεκάδων βιβλίων, που πρακτικά είναι αδύνατον να προλαβαίνει να τα διαβάσει. Θα πρέπει, λοιπόν, να γράψω ότι όταν ένας συγγραφέας αναφέρει στη βιβλιογραφία ένα βιβλίο δεν πάει να πει ότι κάθισε και το διάβασε από την αρχή μέχρι το τέλος. Μπορεί να το έχει διαβάσει στο παρελθόν και απλώς να χρησιμοποίησε ένα απόσπασμα που θυμόταν πού να το βρει ή να μην το έχει διαβάσει ολόκληρο, παρά μόνο το κομμάτι που του χρησίμευε για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου. Τέλος πάντων, το βιβλίο περιέργως δεν έχει βιβλιογραφία, οπότε πάει στράφι η θεωρία ότι ο Μαζάουερ κάνει φιγούρες, και η εισαγωγή ξεκινάει με τη φράση «Στα 20 χρόνια που δουλεύω αυτή την ιδέα», οπότε πάει περίπατο και η θεωρία του ξεπετουά. Το σημείο, όμως, που έχει ενδιαφέρον είναι η διαστροφή που αποκτούν τα άτομα που ασχολούνται μανιακά με ένα χώρο.
Στην Ιστορία, το μεγάλο βίτσιο όσων ασχολούνται σοβαρά είναι οι υποσημειώσεις με αναφορές στη βάση της σελίδας. Επιστημονικά είναι δόκιμο, αλλά χρηστικά είναι δράμα. Διότι αν πρέπει να σταματάς κάθε φορά για να πηγαίνεις στον αριθμό της παραπομπής και μετά πρέπει να ξαναβρείς το σημείο που διάβαζες για να συνεχίσεις και το κάνεις πέντε φορές σε κάθε σελίδα, είναι σίγουρο ότι στην πεντηκοστή σελίδα ή θα το παρατήσεις το ρημάδι και μετά θα λες ότι το διάβασες ή θα παραφρονήσεις. Ακόμα χειρότερο είναι όταν οι παραπομπές είναι όλες μαζί στο τέλος του βιβλίου, καταχωρισμένες ανά κεφάλαιο, και πρέπει να πηγαίνεις μπρος πίσω για να τις διαβάζεις. Οι μεγαλύτεροι, όμως, βιτσιόζοι δεν είναι αυτοί που ασχολούνται με την ιστορία, αλλά με τη ροκ.
Δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει το «High fidelity» του Hornby. Αν δεν το έχετε διαβάσει και σας αρέσει η ροκ μουσική, διαβάστε το οπωσδήποτε. Είναι η ιστορία τριών loosers που ο ένας ως ιδιοκτήτης και οι άλλοι δύο ως υπάλληλοι διατηρούν ένα κατάστημα μεταχειρισμένων δίσκων στο Βόρειο Λονδίνο. Το αυθεντικό στοιχείο του μυθιστορήματος είναι το «κόλλημα» όσων ασχολούνται με τη μουσική να βρίσκουν ό,τι πιο απίθανο, το οποίο και βαφτίζουν αριστούργημα. Είναι αυτό που λέγαμε όταν βγάζαμε το «ΟΖ»: «Παναγιά μου, βγήκε νέος δίσκος από τους Skinny Puppy». Ποιοι είναι οι Skinny Puppy; Αν τους ξέρετε δεν υπάρχει λόγος να σας το πω και αν δεν τους ξέρετε δεν θέλω να σας ξέρω.