Πριν από τέσσερα χρόνια ο Σωκράτης Κόκκαλης πριν από το ματς με τον Παναθηναϊκό είχε μπει στα αποδυτήρια. «Εάν κερδίσετε και πάρετε το πρωτάθλημα, τα πριμ για τα λεπτά συμμετοχής διπλασιάζονται». Τελεία. Ούτε «αυξάνω το πριμ κατά 36%,» ούτε «αλλά μεικτά και ο ΦΠΑ δικός σας».
Ο Ολυμπιακός, φυσικά, δεν είχε πάρει το πρωτάθλημα μόνο από την αύξηση του πριμ, αλλά και από την ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στη Ριζούπολη. Επίσης, οι παίκτες του Ολυμπιακού εισέπραξαν το πριμ έπειτα από ένα χρόνο. Αλλά η ξήγα ήταν σπαθί. «Τόσα σας τάζω» και άλλες κουβέντες δεν χρειάζονται. Εκείνη την εποχή η ιδιοκτησία του Παναθηναϊκού είχε κριτικαριστεί επειδή δεν έκανε ανάλογη κίνηση. Τώρα, μετά τη νίκη από τον Παναθηναϊκό, την έκανε. Αλλά με τον τρόπο που την έκανε καλύτερα να μην την είχε κάνει. Πρώτον, η δουλειά του Γιάσμινκο Βέλιτς είναι να μετράει την ατμόσφαιρα των αποδυτηρίων και να κινείται γνωρίζοντας την ψυχολογία του ποδοσφαιριστή. Φτιάχνεται, λοιπόν, ο Τζίγκερ μετά τη νίκη επί του Ολυμπιακού και θέλει να δώσει πριμ.
Ο Γιάσμινκο Βέλιτς έπρεπε να του πει ότι ο παίκτης για να το χαρεί το πριμ το θέλει με καθαρή εξήγηση. «Με έφτιαξες. Πάρ' τα». Ας πούμε, όμως, ότι ο Γιάννης Βαρδινογιάννης ήθελε να προσθέσει το καρότο των επόμενων αγώνων και ο Βέλιτς δεν μπορούσε να πάει κόντρα στο αφεντικό. Η λογική τότε κίνηση θα ήταν να φωνάξει τους τρεις αρχηγούς στα αποδυτήρια, να τους ενημερώσει, να τους προειδοποιήσει ότι αν η προσφορά διαρρεύσει θα τους κόψει τα πόδια και, αφού του πουν τη γνώμη τους, να προχωρήσουν στην ανακοίνωση του πριμ. Το γιατί ο Βέλιτς με τη γνώση του από αποδυτήρια προχώρησε στην ανακοίνωση παρουσία όλων των παικτών, είναι μυστήριο.
Το αποτέλεσμα, όμως, δεν είναι. Δημιουργήθηκε ένα θέμα συζήτησης εκ του μηδενός. Το να δημιουργήσεις ένα πρόβλημα και να τρέχεις να το λύσεις μετά είναι ανώφελο. Το «ήρθα πρωί πρωί και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που ήθελα να κάνω» δείχνει ότι το πόσο ανώφελη ήταν αυτή η ιστορία το κατάλαβε και ο Βαρδινογιάννης. Από εκεί και πέρα, το «δεν έδωσα το πριμ για τη νίκη με τον Ολυμπιακό» ήταν ακόμα πιο ανώφελο, μια και σε όλα τα ρεπορτάζ είχε αναφερθεί ότι το αντίθετο είχε πει στους παίκτες ο Βέλιτς και η ανακοίνωση των παικτών για τη «λάθος διάσταση» από τα ΜΜΕ δεν άξιζε το χαρτί που γράφτηκε. Ολα τα ΜΜΕ την ίδια διάσταση έδιναν.
Το συμπέρασμα από όλη τη βαβούρα είναι ότι οι καλύτερες προθέσεις, όπως το να δώσεις πριμ στους παίκτες σου επειδή σε έφτιαξαν, μπορούν να χαλάσουν αν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Εκτός αν δεν ξέρει να το πει ωραία αυτός που έστειλες. Καμιά φορά το τι κάνεις είναι λιγότερο σημαντικό από το πώς το κάνεις.
Μέχρι αύριο να βγει ένας καθηγητής του Πολυτεχνείου και να πει ότι είδε φορτηγά της Αστυνομίας να κατεβάζουν κουκουλοφόρους αστυνομικούς στο Σύνταγμα, παραμένω με την εντύπωση ότι αυτοί που έσπασαν το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη δεν ήταν αστυνομικοί. Υποθέτω ότι οι 60 που συνέλαβε η Αστυνομία και πάλι δεν ήταν αστυνομικοί. Επίσης, πάει περίπατο η απορία «γιατί η Αστυνομία δεν συλλαμβάνει τους "γνωστούς αγνώστους";». Τώρα τους συνέλαβε. Εκτός αν το επόμενο επιχείρημα είναι ότι οι 60 που έπιασε η Αστυνομία είναι άσχετοι με τα επεισόδια. Κάθε φορά που γίνονται συλλήψεις, ο προοδευτικός Τύπος αυτό γράφει. «Ασχετοι με τα επεισόδια». Και πώς θα μπορούσε να αποδειχτεί αν μετείχαν ή αν είναι πραγματικά άσχετοι; Με τις μαρτυρίες των αστυνομικών, που αν πάει η υπόθεση σε τακτική δικάσιμο πάνε κι αυτές περίπατο, με κάμερες ή με paint guns, που και σε αυτά η Αριστερά τσινάει. Ειλικρινά, για το Σύνταγμα και το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη ελάχιστα ενδιαφέρομαι. Στην παιδική μου ηλικία προβληματιζόμουν αν η μάχη του Πόγραδετς, που αναφέρεται στο μνημείο, ήταν σημαντικότερη από το Βατερλώ. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως όχι. Επίσης, κατάλαβα πως αυτές τις νικηφόρες μάχες είχαμε ως συντεταγμένο κράτος, αυτές βάλαμε. Οπως, όμως, η στρατιωτική υποκρισία με ενοχλεί, με το να κάνουμε τη μάχη του Πόγραδετς παγκόσμιο γεγονός, το ίδιο με ενοχλεί η αριστερή υποκρισία για τους «γνωστούς αγνώστους» που μπαίνουν στις πορείες κάνοντας επεισόδια, ενώ οι φιλήσυχοι διαδηλωτές τα αποδοκιμάζουν. Ολοι γουστάρουν. Η μόνη διαφορά είναι ότι μερικοί έχουν τα νιάτα και τον τσαμπουκά να την πετάξουν τη Μολότοφ και άλλοι πρέπει να γυρίσουν στην οικογένεια, στο σπίτι.
Επίσης, δεν είναι λιγότερο σημαντικό το θέμα που δημιουργήθηκε με την ανακοίνωση της Δημοκρατικής Αναγέννησης του Στέλιου Παπαθεμελή. Υπάρχει κάποιος χώρος που δεν έχει καλυφθεί πολιτικά και ο Παπαθεμελής έσπευσε να τον καλύψει; Τι; Της μούχλας του ψυγείου, της ολονυκτίας trance; Εκτός αν το πολιτικό απολίθωμα του '80, που πριν από 15 χρόνια έστελνε την Αστυνομία να κλείνει τα ροκ μαγαζιά επειδή αυτός κοιμόταν από τις 11, εκτελεί υπηρεσία κόβωντας ψήφους από τις θεούσες της Ν.Δ., που γουστάρουν «Παπ», αλλά δεν θα έριχναν την ψήφο τους στο ΠΑΣΟΚ.
Ο καθένας καλύπτει ένα δεδομένο χώρο στην πολιτική και ο Τέοντορ πρίγκιπας του Λουξεμβούργου περίμενε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» την άφιξη του Μισέλ Πλατινί για να τον συνοδεύσει στον «Διόνυσο», απέναντι από την Ακρόπολη. Το πρόσωπο του πρίγκιπα σκεπαζόταν από ένα σύννεφο ανησυχίας, σαν αυτά που σκεπάζουν την υψηλότερη κορυφή του Λουξεμβούργου, την περήφανη Hochburgersteinmaller, που από το ύψος των τεσσάρων μέτρων είναι ορατή από κάθε σημείο του Πριγκιπάτου. Ο πρίγκιπας μουρμούραγε τον εθνικό ύμνο του Λουξεμβούργου. «Εκεί που οι αρκούδες χέεεζουν ελεύθερα». Εδειχνε ψύχραιμος, αλλά μέσα του ανησυχούσε. Σε λίγο θα έφτανε ο Μισέλ. Ο Βασίλης Γκαγκάτσης θα τον υποδεχόταν με το πατροπαράδοτο «Hello», το οποίο λέει από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα, όταν το αλλάζει σε «Hello», ο Μισέλ θα απαντούσε «Hello», νομίζοντας λόγω της προφοράς του Γκαγκάτση ότι είναι λέξη στα ελληνικά, και μετά όλοι μαζί θα πήγαιναν για γεύμα στο κουτούκι του «Ζώναρς», απέναντι από την Ακρόπολη. Για να πάνε, όμως, έπρεπε να διασχίσουν το κέντρο της Αθήνας μεσημέρι, με τις διαδηλώσεις. Ο πρίγκιπας του Λουξεμβούργου μπορούσε να μαντέψει τα υπόλοιπα.
• Μισέλ: «Ο, μον ντιε, δέι θρόου στόουνς».
• Γκαγκάτσης: «Θόδωρα, πες του να μην ανησυχεί».
• Μισέλ: «Γουότ ντιντ χι σέι;».
• Θόδωρος: «Νοτ του γουόρι».
• Γκαγκάτσης: «Τι του είπες, Θόδωρα;».
• Θόδωρος: «Να μην ανησυχεί».
• Γκαγκάτσης: «Το ίδιο του είπα κι εγώ».
• Μισέλ: «Γουότ ντιντ χι σέι, Τέοντορ;».
Ο πρίγκιπας του Λουξεμβούργου σκέφτηκε ότι από τις μεταφράσεις ανάμεσα στον Πλατινί και τον Γκαγκάτση προτιμούσε να συζητούν θέματα πρωτοκόλλου με τον Ρούπερτ και την Καρλότα.
Ο πρίγκιπας είχε φτάσει στο ρεφρέν του ύμνου. Το «μαδάς, λαγουδάκι;» του ρεφρέν τού προξενούσε συγκίνηση. Ξαναγύρισε στην πραγματικότητα του «Ελευθέριος Βενιζέλος» από τη φωνή του Γκαγκάτση: «Χέλοου, Μισέλ». «Γουάι χι κολς μι Μισέλ;», είπε ο Φιλίπ Λεφλόκ, που είχε έρθει στη θέση του Πλατινί. «Ποιος είναι αυτός, ρε Θόδωρα, και τι μας λέει;», ρώτησε ο Γκαγκάτσης. Ο πρίγκιπας αναστέναξε. «Μαδάνε τα λαγουδάκια;», αναρωτήθηκε. Εκείνη τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να βρίσκεται στην αίθουσα αφίξεων του «Ελευθέριος Βενιζέλος» ανάμεσα στον Κατάπτυστο και τον Λεφλόκ και να πρέπει να διασχίσουν το κέντρο της Αθήνας. Τι είμαστε, όμως, όλοι; Ενα λαγουδάκι στα χέρια της αρκούδας του πεπρωμένου. «Είναι ο Λεφλόκ, πρόεδρε». «Ναι, Βασίλη. Λεφλόκ. Με μία λέξη. Οχι Λε Φλοκ. Και γελάς, Βασίλη. Και το Γκαγκάτσης μπορεί να σημαίνει κάτι αστείο στα γαλλικά».
Την ίδια στιγμή στους Θρακομακεδόνες ο γιατρός της ΑΕΚ, Γιάννης Λεβάκος, συμπλήρωνε το έντυπο τραυματισμών. «Ονομα: Παντελής. Επώνυμο: Καφές. Επάγγελμα: Χαφ. Τραυματισμός: Θλάση». «Χρήστο, θυμάσαι τι ημερομηνία έχουμε σήμερα;». «Χθες, που είχαμε τη θλάση του Σέζαρ, ήταν Τετάρτη, 7». Ο Λεβάκος έβαλε την ημερομηνία και τον αριθμό πρωτοκόλλου θλάσεων. «Τριάντα ένα ήταν ο Σέζαρ; Τριάντα δύο, λοιπόν». Ο Γενς Μπάνγκσμπο, ο μεγαλύτερος εργοφυσιολόγος της Δανίας, ήθελε να έχει ακριβή στοιχεία της δουλειάς του. Από δίπλα, ντυμένος με μια καλαίσθητη ολόμαυρη φόρμα, κρατώντας ένα δρεπάνι στο χέρι, πέρασε με τροχαδάκι ο Γιώργος Πήδουλας. «Ολους μια μέρα αυτός θα μας πάρει», σκέφτηκε ο Λεβάκος. Ακούστηκε η κραυγή του Λορένσο Φερέρ. Ο Λεβάκος γύρισε το κεφάλι. Ο κόουτς ήταν ξαπλωμένος στο χορτάρι. Δίπλα του, ο Πήδουλας συνέχιζε το τροχαδάκι. «Αλλος νωρίς, άλλος αργά, αλλά η ώρα μας θα έρθει», ολοκλήρωσε τη σκέψη του ο Λεβάκος. Πήρε ένα νέο έντυπο θλάσεων και άρχισε να συμπληρώνει. «Ονομα: Λορένσο. Επώνυμο: Σέρα Φερέρ».