Οι αγγλικές ομάδες έχουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες «εισαγωγής» ξένων ποδοσφαιριστών.
Το σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει πλέον εξελιχθεί σε μία βιομηχανία εκατομμυρίων. Οι ομάδες επενδύουν μεγάλα ποσά χρημάτων σε διάφορους τομείς, από τα γήπεδα μέχρι τους ποδοσφαιριστές, και είναι πολύ λογικό να πραγματοποιούν τις επενδύσεις προσδοκώντας κέρδη. Για μία επένδυση η οποία δεν αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα, οι προβλέψεις που συχνά βασίζονται πάνω σε συγκεκριμένα οικονομετρικά μοντέλα, που περιορίζουν τους επενδυτικούς κινδύνους, μπορούν να θεωρηθούν σχετικά ασφαλείς. Τι γίνεται όμως με τις επενδύσεις που αφορούν τους ανθρώπους; Τους προπονητές ή τους ποδοσφαιριστές κατά κύριο λόγο;
Οταν μία ομάδα ξοδεύει εκατομμύρια αγοράζοντας έναν ξένο ποδοσφαιριστή, επί της ουσίας πραγματοποιεί μία επένδυση υψηλού ρίσκου, αφού δεν είναι βέβαιο ότι ο ποδοσφαιριστής θα μπορέσει να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον του. Αυτό ακριβώς το ζήτημα, της προσαρμογής των ξένων ποδοσφαιριστών σε ένα πρωτάθλημα και μία χώρα όπως η Αγγλία, ήταν το αντικείμενο της έρευνας που πραγματοποίησε το Manchester Business School. Τα βασικά πορίσματα αυτής της έρευνας ανακοινώθηκαν πριν από τρεις μήνες από την επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος της σχολής, την καθηγήτρια Ψυχολογίας Σούζαν Καρτράιτ.
Οι αγγλικές ομάδες, σύμφωνα και με τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί στις ετήσιες εκθέσεις της Deloitte & Touch, έχουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες «εισαγωγής» ξένων ποδοσφαιριστών. Ενα δείκτη που απογειώθηκε μετά τον Νόμο Μποσμάν. Αλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία της μεταγραφικής κίνησης της περιόδου 2004-05, από το σύνολο του ποσού που ξόδεψαν οι αγγλικές ομάδες για μεταγραφές, το 57% κατευθύνθηκε σε ομάδες του εξωτερικού. Η Καρτράιτ επισήμανε ότι από την έρευνα προέκυψε πως οι αγγλικές ομάδες πολύ συχνά δεν είναι σε θέση να προστατέψουν την επένδυση που πραγματοποίησαν σε κάποιον ξένο ποδοσφαιριστή.
«Οι ξένοι ποδοσφαιριστές είναι σαν ορισμένους τύπους φυτών που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε όλα τα κλίματα», ανέφερε. Πόσω μάλλον αν πρόκειται για ένα κλίμα με τις ιδιαιτερότητες της Αγγλίας. Ιδιαιτερότητες που ξεκινούν από την οδήγηση, για να φτάσουν στα ίδια τα χαρακτηριστικά του αγγλικού πρωταθλήματος. Το πιο σημαντικό σημείο της έρευνας επικεντρώθηκε στην ικανότητα των ποδοσφαιριστών να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της διαφορετικής κουλτούρας και στο διαφορετικό εργασιακό περιβάλλον. Η Καρτράιτ υποστήριξε ότι τις καλύτερες δυνατότητες προσαρμογής έχουν οι ποδοσφαιριστές που έχουν μια «ιδιαίτερη καλλιέργεια», ανοικτό μυαλό και μπορούν να δεχθούν και διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα από αυτά με τα οποία μεγάλωσαν.
Επίσης, από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι πολύ καλύτερα προσαρμόζονται στο αγγλικό πρωτάθλημα οι ξένοι ποδοσφαιριστές που έχουν επιλέξει οι ίδιοι να αγωνιστούν σε αγγλικές ομάδες, παρά εκείνοι που μεταγράφηκαν σε αγγλικές ομάδες ύστερα από συμβουλή του μάνατζέρ τους επειδή μία τέτοια μεταγραφή θα τους συνέφερε οικονομικά. Οι ίδιες οι ομάδες, όμως, όταν πρόκειται να αποκτήσουν έναν ξένο ποδοσφαιριστή, εξετάζουν σχεδόν αποκλειστικά μόνο τις τεχνικές δυνατότητες του ποδοσφαιριστή και όχι την ικανότητα προσαρμογής του.
Ο Ερικ Καντονά αναφέρεται ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιδανικής προσαρμογής στο αγγλικό ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με τους συμπατριώτες του Ανελκά και Νταβίντ Μπεγιόν. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην περίπτωση της Μπόλτον, η οποία, περιλαμβάνοντας στις τάξεις της ποδοσφαιριστές από 16 διαφορετικές εθνικότητες, έχει δύο ειδικευμένους υπαλλήλους που βοηθούν τους ξένους ποδοσφαιριστές να προσαρμοστούν. Τους συμβουλεύουν για ζητήματα από το φαγητό και την επίλυση πρακτικών ζητημάτων της καθημερινότητάς τους μέχρι σοβαρότερα, όπως ζητήματα ιατρικής φύσης ή της υποδοχής συγγενών τους από τη χώρα καταγωγής τους. Στην έρευνα σημειώνεται ότι οι ποδοσφαιριστές μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα αν μαζί τους βρίσκεται η γυναίκα τους ή η φίλη τους. Φαντάζομαι ότι τέτοια ζητήματα στην Ελλάδα δεν μας έχουν απασχολήσει ακόμα στον βαθμό και την έκταση που επιβάλλει το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Και για ποιον λόγο άλλωστε;
Το φάντασμα του «πρίγκιπα»
Κάθε φορά που τίθεται θέμα προπονητή στις μεγάλες ομάδες και είναι ελεύθερος ο Μπάγεβιτς, τότε τα σενάρια που τον θέλουν να κάθεται στον πάγκο που ορφανεύει πληθαίνουν. Το φαινόμενο, το οποίο δεν νομίζω να οφείλεται στις διαρροές που κάνει ο Ντούσκο, κρύβει μία σοβαρή παθογένεια της ελληνικής ποδοσφαιρικής πραγματικότητας, στην οποία περιλαμβάνονται και οι δημοσιογράφοι.
Επειτα από τόσα χρόνια στην Ελλάδα, ο Μπάγεβιτς φέτος για πρώτη φορά δεν δούλεψε εδώ, αλλά στην πατρίδα του. Και δεν κατάφερε να τελειώσει τη χρονιά στον πάγκο του Ερυθρού Αστέρα. Το γεγονός έχει τη σημασία του. Δεν υπάρχει προπονητής που να έχει κερδίσει περισσότερους τίτλους στο ελληνικό πρωτάθλημα από τον Ντούσκο, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να κάνει κάτι σημαντικό στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Εκείνο που είναι δύσκολο να κατανοήσει ο γράφων είναι γιατί ο Μπάγεβιτς είναι ιδανική λύση για τον πάγκο του ΠΑΟ, για παράδειγμα, από τη στιγμή που ο ίδιος δεν έχει δείξει ότι ανανεώνεται ως προπονητής και οι ορίζοντές του είναι περιορισμένοι. Αναρωτιέμαι τι νέο έχει φέρει στην ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα την τελευταία πενταετία της δουλειάς του ο Σέρβος τεχνικός, για να δώσει σε μία ομάδα όπως ο ΠΑΟ -η μόνη από τις μεγάλες στην οποία δεν έχει δουλέψει- το κάτι παραπάνω. Αν φυσικά η ιδιοκτησία των «πρασίνων» πιστεύει ότι ο Μπάγεβιτς είναι ο προπονητής που μπορεί να δώσει τίτλους στην Ελλάδα στο «τριφύλλι», τότε εμένα δεν μου πέφτει λόγος.
Αν η προτεραιότητα των «πρασίνων» είναι η πρωτιά στο «χωριό», μπράβο τους και μαγκιά τους, αλλά έτσι το ελληνικό ποδόσφαιρο θα μείνει μακριά από την ευρωπαϊκή «πόλη», την οποία θα βλέπει πάντα στην τηλεόραση. Η διαπίστωση ισχύει και για Ολυμπιακό ή ΑΕΚ φυσικά. Η εμμονή, κάθε φορά που προκύπτει θέμα, στον Μπάγεβιτς δείχνει ένα ποδόσφαιρο που φοβάται να πάει παραπάνω. Και ένα τέτοιο ποδόσφαιρο, αντί να προοδεύει, θα συρρικνώνεται διαρκώς, παλεύοντας με τα φαντάσματά του. Προοπτική καθόλου ευχάριστη. Αλλωστε, η συμβίωση με τα «φαντάσματα» δεν κάνει το σπίτι σου σκωτσέζικο Πύργο.