Tελικά ψέματα λέγανε όλοι τόσα χρόνια περί συνιδιοκτησίας Παναθηναϊκού και ΟΦΗ. Ο ΟΦΗ, όπως είπε ο Σήφης Κορωνάκης, ανήκει στον Γιάννη Ευαγγελόπουλο με συνιδιοκτήτη τον Σπύρο Λιβαθηνό. Σαν πρόεδρο έχουν βάλει τον Φανούρη Βατσινά και δεν καταλαβαίνω προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός. Και στο Αιγάλεω ο Θωμάς έχει πρόεδρο τον Κούκη και στον Ιωνικό ο Κανελλάκης τον Τσαχειλίδη, αλλά τέτοιον χαλασμό δεν κάνουν αν το πεις. Το είπε λοιπόν ο πρώην αρχηγός του ΟΦΗ Σήφης Κορωνάκης στο Creta Channel και στην Κρήτη έγινε χαλασμός. Μέχρι του σημείου που η διοίκησή του σκέφτεται να κάνει μηνύσεις. Εναντίον του Σήφη Κορωνάκη. Ναι. Αλλά όχι μόνο.

Σκέφτεται να κάνει μηνύσεις εναντίον του καναλιού και του δημοσιογράφου Μανώλη Δανδουλάκη που πήρε τη συνέντευξη. Και αν υπάρχει ΕΣΗΕΑ και δεν ασχολείται μόνο με τα λεφτά και τις απολύσεις, κάτι πρέπει να κάνει με το εξάμβλωμα που έχουμε και κατ' ευφημισμόν ονομάζεται «περί Τύπου νόμος».

Παλιότερα οι εφημερίδες έκαναν διάφορα κόλπα για να αποφεύγουν τις αγωγές. Εβρισκαν έναν άνεργο με ανάγκη για λεφτά πάνω από τα 70, τον ονόμαζαν «εκδότη» στην ταυτότητα της εφημερίδας και όποιος ήθελε μπορούσε να κάνει αγωγή ή μήνυση. Το περισσότερο που μπορούσε να πάρει ήταν τα παπούτσια του παππού, εκτός αν ήταν τόσο «ξέφτιλος» που περπατούσε ξυπόλητος. Επίσης, οι εφημερίδες όταν ήθελαν να συκοφαντήσουν κάποιον έβαζαν μία «επιστολή αναγνώστη» με παραμύθι όνομα και διεύθυνση. Θεωρητικά είχαν κάποια ευθύνη, αλλά συνήθως το δικαστήριο, όταν ο δικηγόρος της εφημερίδας έλεγε ότι μετά τσέκαραν τη διεύθυνση και δεν υπήρχε τέτοιο όνομα, τους αθώωνε. Αν προστεθεί ότι ήταν σχεδόν αδύνατον ο ενάγων να διεκδικήσει περιουσιακά στοιχεία του δημοσιογράφου, το πολύ να τον καταδίκαζε σε εξαγοράσιμη ποινή. Την πλήρωνε ο δημοσιογράφος ή η εφημερίδα του και τελείωνε. Από το ένα άκρο της ασυδοσίας, όμως, έχουμε περάσει στο άλλο, του ζην επικινδύνως.

Γιατί ο δημοσιογράφος που βγάζει κάποιον επώνυμο να μιλήσει και πιθανόν να καταγγείλει, μαζί με το Μέσον που χρησιμοποιεί, γίνεται συνεργός σε περιπτώσεις αγωγής. Με τη λογική ότι έδωσε βήμα για την καταγγελία. Από αυτό το σημείο το Μέσον μπαίνει στο λούκι της απόδειξης. Ακόμα χειρότερα, με τη μέθοδο των αγωγών χωρίς μηνύσεις κάθε βλαμμένος μπορεί να σε στείλει δικαστήριο αυθαίρετα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή ή εισαγγελέα. Και επειδή ο βλαμμένος μπορεί να έχει χρόνο, αλλά εσύ όχι, αυτολογοκρίνεσαι, διακόπτεις όποιον θέλει να καταγγείλει κάτι, έστω και αν ξέρεις ότι είναι αλήθεια, και ησυχάζεις. Για να φανεί το γελοίο της υπόθεσης, καθένας που έγραψε για την καταγγελία του Κορωνάκη θα μπορούσε να μηνυθεί. Καταλαβαίνω, η σύγκρουση Τρίμη-Μπετινάκη στη συνέλευση της «Ελευθεροτυπίας» προέχει. Σε κάποιο διάλειμμα, όμως, κάποιος θα μπορούσε να ασχοληθεί και με τον περί Τύπου νόμο;

Ο Γιτζάκ Σουμ ήταν ένας επαγγελματίας. Χωρίς μεγάλους εγωισμούς, ο Σουμ δεν είχε πρόβλημα να κάνει το χατίρι της διοίκησης και να χρησιμοποιεί ή όχι παίκτες, όπως άλλωστε είχε κάνει με τον Νικοπολίδη όταν ήταν φανερό ότι δεν θα ανανέωνε το συμβόλαιό του στον Παναθηναϊκό. Ο Σκάζνι και ο Φυλακούρης δεν ήταν παρά άτομα που δουλεύουν στην εταιρεία. Σε μια στιγμή ανάγκης κάθισαν στον πάγκο του Παναθηναϊκού, αλλά ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν με τον σεβασμό που είχαν οι υπόλοιποι προπονητές. Ο Χανς Μπάκε ήταν ένα λάθος. Ο Ρενέ Χένρικσεν είπε την καλή κουβέντα, μια γενική εκτίμηση για τη σοβαρότητα των Σκανδιναβών πάντα υπάρχει, αλλά αυτό που είναι καλό για την Κοπεγχάγη δεν είναι το ίδιο καλό για την Αθήνα. Ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι ήταν η μεγάλη αγάπη. Μεθοδικός, με τσαμπουκά προς τα έξω, αλλά με σεβασμό που δεν γινόταν δουλικότητα προς τα μέσα, ο Μαλεζάνι ήταν πρόθυμος να ανεβαίνει μία φορά την εβδομάδα στη Motor Oil για να εξηγεί τι έκανε, τι θα κάνει και τι νομίζει ότι η διοίκηση πρέπει να κάνει. Το πρόβλημα όμως ήταν cherchez la femme.

Κάποτε τους άνδρες τους έφτιαχναν αλλιώς. Ξεκίναγαν για την Αμερική, έμεναν 20 χρόνια και μετά γύριζαν στη γυναίκα τους που τους περίμενε. Ο Ιταλός, όμως, δεν μπορούσε να αφήσει τη σύζυγο ούτε μια εβδομάδα μόνη, ούτε και έπειτα από ήττες από τον Ολυμπιακό. Ο Βίκτορ Μουνιόθ, αντίθετα, έχει πολύ περισσότερη στόφα από μετανάστη των αρχών του 20ού αιώνα. Εχει αφήσει στην Ισπανία γυναίκα με τρία παιδιά και αν βοηθούσε σε κάτι για να κερδίσει το Κύπελλο δεν θα δίσταζε να τους επισκεφθεί για επόμενη φορά τον Μάιο. Αντίθετα όμως με τον Μαλεζάνι, η διοίκηση του Παναθηναϊκού δείχνει ότι θέλει να κρατήσει τον Μουνιόθ, αλλά ότι δεν θα φορέσει και πλερέζες αν φύγει. Υπάρχουν λόγοι.

Ο κύριος λόγος είναι ότι ο Βίκτορ Μουνιόθ δεν μπορεί ή δεν θέλει να παίξει το παιχνίδι της επικοινωνίας. Νικάει τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη και ανάμεσα στα άλλα λέει ότι ο πρώτος είναι ο καλύτερος. Στους μήνες που βρίσκεται στην Ελλάδα ο Μουνιόθ δεν έχει δώσει μισό καλό τίτλο για οπαδική εφημερίδα. Εστω ένα «κε κάτσο» σε ερώτηση δημοσιογράφου, για να φανεί ότι όποιος δεν κάνει τη σωστή ερώτηση είναι σκουλήκι και πρέπει να το μάθουν όλοι. Για να το απλοποιήσω, ο Βίκτορ Μουνιόθ δεν πουλάει οπαδιλίκι. Δεν το έχει καταλάβει; Το έχει, αλλά δεν θέλει να το κάνει; Αγνωστο. Το γνωστό είναι ότι δεν το κάνει.

Την περασμένη εβδομάδα έβλεπα το «Walk the line» σε DVD. Με εντυπωσίασε ο Waylon Malloy Payne που υποδύεται τον Jerry Lee Lewis και στην αρχή της ταινίας προσπαθεί να ψαρώσει τον Johnny Cash με τη φράση «Είναι αδύνατον να παίξει κάποιος μετά από εμένα». Με την έννοια «Είμαι τόσο καλός, που μετά από εμένα όποιος και να βγει θα μοιάζει χειρότερος». Μια παράμετρος, στην περίπτωση που η συνεργασία Παναθηναϊκού και Βίκτορ Μουνιόθ διακοπεί, είναι ποιος θα μπορέσει να κάτσει στον πάγκο του Παναθηναϊκού. Οχι γιατί ο Ισπανός είναι προπονητικό φαινόμενο, αλλά επειδή είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην κερκίδα και -όσο άδικο και αν είναι- η αποχώρησή του θα χρεωθεί από ορισμένους κακόβουλα στη διοίκηση του Παναθηναϊκού και τους συνεργάτες της. Τα «δύο-τρία ονόματα προπονητών» που γράφονται στα ρεπορτάζ είναι απλώς αριθμός. Το σίγουρο είναι ότι, αν φύγει ο Μουνιόθ, όποιος προπονητής και να τον διαδεχτεί πρέπει να είναι σαφώς καλύτερός του, ώστε η πρόσληψή του να φανεί βήμα προς τα μπρος. Και σίγουρα η πιο επικίνδυνη λύση είναι ο Ντούσαν Μπάγεβιτς.

Το ότι ο Μπάγεβιτς είναι ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου το λένε οι αριθμοί και τα ονόματα. Ο Μπάγεβιτς όμως έχει μια ιδιοτυπία. Πιστεύει ότι είναι τόσο ικανός και γοητευτικός, που ακόμα και αν στην αρχή δεν τον θέλουν στη διαδρομή θα τον λατρέψουν. Είναι και ο λόγος που γύρισε πίσω στην ΑΕΚ και στον Ολυμπιακό. Σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του Γιάννη Βαρδινογιάννη, ότι για τον Παναθηναϊκό καμία κερκίδα δεν θα του επιβάλει αυτό που γουστάρει, μπορεί να δημιουργήσει τη μοιραία ένωση. Και αν την εποχή που έφευγε ο Μπάκε υπήρχαν αντιδράσεις για τον Μπάγεβιτς, τώρα, μετά τον Μουνιόθ, προβλέπεται θύελλα. Εάν δε συνυπολογισθούν οι αποστάσεις της κερκίδας της Λεωφόρου από τους πάγκους, που οι οπαδοί μπορούν να κάνουν τη ζωή του προπονητή πατίνι, η λύση Μπάγεβιτς είναι ρίσκο.

Χωρίς να φαίνεται, το ίδιο ρίσκο θα είναι η επιλογή του Ντέμη Νικολαΐδη να αφήσει την ευθύνη των μεταγραφών αποκλειστικά στα χέρια του Λορένσο Φερέρ. Μια ομάδα που μέχρι πρότινος έψαχνε τα «κελεπούρια» να χρειάζεται να ψωνίσει από την ακριβότερη βιτρίνα της Ευρώπης, που είναι η Πρεμιέρα Ντιβιζιόν.

Η ισπανική και η αγγλική αγορά είναι οι πιο ακριβές στην Ευρώπη. Για ποιον λόγο λοιπόν η ΑΕΚ θα πρέπει να ελπίζει ότι σε μία αγορά ξεσκονισμένη για οποιαδήποτε ευκαιρία θα της δοθεί η δυνατότητα να ψωνίσει στο μπάτζετ του 1 ή 1,5 εκατ. ευρώ που διαθέτει; Δεν διακρίνω άλλον λόγο εκτός από την εμπιστοσύνη ότι υπάρχουν νεαροί παίκτες που θα ήθελαν δίπλα στον Λορένσο Σέρα Φερέρ να δείξουν τις ικανότητές τους και να επιστρέψουν θριαμβευτές στην Πρεμιέρα Ντιβιζιόν, όπου δεν τους δίνονταν οι ευκαιρίες. «Χοντρή πιθανότητα», που θα μεταφράζαμε το fat chance, αν μιλάγαμε σαν τον Στηβ Γιαντζόγλου.

Πέρυσι γραφόταν ότι η μεγαλύτερη αμφιβολία που είχε ο Λορένσο Φερέρ για να έρθει στην Ελλάδα είναι το αναξιόπιστο και υποβαθμισμένο ελληνικό πρωτάθλημα. Ωραία. Αν λοιπόν ένας προπονητής 53 ετών έχει πρόβλημα ότι μπορεί να θαφτεί στο backwater (πισόνερο μεταφράζεται) που λέγεται Ελλάδα, δεν θα το έχει ένας παίκτης που θα έχει την ικανότητα να αγωνιστεί στο γαλλικό ή έστω το βελγικό πρωτάθλημα; Μην παλαβώσουμε τώρα. Με τα λεφτά που δίνει η ΑΕΚ στην ισπανική αγορά μπορεί να αγοράσει τον Ισπανό Κοντογουλίδη. Εναν καλό παίκτη Β' Εθνικής που οι μεγάλες ομάδες δεν ενδιαφέρονται να αγοράσουν. Μια στροφή 180 μοιρών από την εποχή που η ΑΕΚ έψαχνε για Κοσοβάρους στη Φινλανδία.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube