Γίνεται της τρελής με τους «300». Εχω φίλους που είδαν το έργο τρεις φορές την πρώτη εβδομάδα προβολής του. Δεν μιλάω για πιτσιρικαρία που γουστάρει πτώματα και σφαγές και βλέπει τον Λεωνίδα σαν ένα είδος προϊστορικού Ράμπο, αλλά για μετριοπαθείς συνομηλίκους μου, που χαίρονται επειδή η ταινία παρουσιάζει ένα έπος βγαλμένο από την ελληνική ιστορία με έναν τρόπο αβανταδόρικο για όποιον αισθάνεται Ελληνας. Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι και μάλιστα είναι πάρα πολλοί. Σήμερα θα γράψω δυο πράγματα για τον θόρυβο που προκάλεσε η ταινία. Στο karpetshow@yahoo.gr δεκτές οι θέσεις σας.
O Δημήτρης Δανίκας έγραψε στα «Νέα» ότι είναι λογικό ένας λαός που δέχεται καρπαζιές από τους Αμερικανούς, τους Τούρκους και την Ευρωπαϊκή Ενωση να παθιάζεται όταν βλέπει στο σινεμά μια ιστορία που εξυμνεί την ανωτερότητα της φυλής του. Δεν έχει άδικο, αυτή η καταπιεσμένη (;) ανάγκη του Νεοέλληνα για αναγνώριση του μεγαλείου του παρελθόντος του είναι μια πραγματικότητα.
Άσχετα
Οι κριτικοί, που σύσσωμοι έθαψαν την ταινία, έκαναν κατά τη γνώμη μου ένα λάθος: έβαλαν στο μίξερ της προσέγγισης πολλά άσχετα πράγματα. Διάβασα απερίγραπτες χοντράδες: ότι η ταινία είναι κρυπτοφασιστική, ότι σε δεύτερο επίπεδο μιλάει για την πρόθεση του Μπους να επιτεθεί στο Ιράν, ότι τα ιστορικά στοιχεία είναι παραποιημένα, λανθασμένα, μακριά από την πραγματικότητα έτσι όπως αυτή περιγράφεται από τον Ηρόδοτο. Όλα αυτά μπορεί να ισχύουν, μπορεί και όχι. Είναι, όμως, εντελώς άσχετα με το φιλμάκι.
Ντροπή
Η ταινία βασίστηκε σε ένα ομότιτλο κόμικ του Φρανκ Μίλερ που στην Ελλάδα είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητο –θα 'λεγα ότι είναι πιστή και καλοπροαίρετη μεταφορά της δουλειάς του συγκεκριμένου αρτίστα σκιτσογράφου. Βρίσκω άδικο το ότι οι άνθρωποι που αποθέωσαν το «Sin City» (ταινία που βασίστηκε κι αυτή σε σειρά κόμικ του ίδιου δημιουργού) «έθαψαν» σήμερα τους «300», όταν η πρόθεση και η αισθητική είναι ακριβώς ίδιες. Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί το «Sin City» είναι σπουδαίο και άξιο προσοχής και οι «300» ντροπή για την ιστορία του σινεμά.
Πρόβλημα
Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι μια αμερικανιά. Ή, ακόμα χειρότερα, μια ιστορία προβολής φρίκης. Είναι πιθανότατα και τα δύο. Είναι, επίσης, πολύ πιθανό, αν η ταινία αναφερόταν σε ένα μυθολογικό κατόρθωμα Αφγανών, να μην την έβλεπε στην Ελλάδα κανένας. Ομως όλα αυτά έχουν και μία εκ του αντιθέτου ανάγνωση: κάτι μου λέει ότι αν ο Μίλερ σχεδίαζε ένα κόμικ με ήρωες Αφγανούς κι αυτό γινόταν ταινία, οι κριτικοί μας θα ήταν πολύ περισσότερο καλόβολοι στην εκτίμηση της προσπάθειας. Μου φαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν ήταν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά οι Σπαρτιάτες!
Χειρότερα
Η ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης είναι μια δύσκολη υπόθεση. Προσωπικά δεν γούσταρα ιδιαιτέρως ούτε τον military πολιτισμό των Σπαρτιατών ούτε τη διαπλεκόμενη δημοκρατία των Αθηναίων: οι αγαπημένοι μου Αρχαίοι ήταν οι Θηβαίοι, που στήριξαν την ηγεμονία τους στη στρατηγική και την εφευρετικότητα. Ο Λεωνίδας μού φαινόταν πάντα λίγο υπερβολικός: πολύ ήρωας, πολύ σκληρός, πολύ αποφασισμένος να πεθάνει. Προτιμούσα πάντα τον Αλκιβιάδη, ήρωα αυτοκαταστροφικό και πολυσυζητημένο, νικητή και ηττημένο ταυτόχρονα. Ομως δεν κατανοώ τη σύγκριση μιας ιστορικής πραγματικότητας της Αρχαίας Ελλάδας με το σήμερα. Οι Σπαρτιάτες ανήκουν αλλού: το κόμικ και η ταινία δεν τους ηρωοποιούν, ούτε τους χαλάνε το image. Οποιος έχει ρίξει μια ματιά στον Ηρόδοτο και τον Θουκιδίδη ξέρει τι τύποι ήταν.
Κόμικ
Το κόμικ του Μίλερ και η ταινία ψάχνουν την επική διάσταση μιας ιστορίας με καταδικασμένους πρωταγωνιστές. Ο κόσμος δεν ανακάλυψε τους Σπαρτιάτες: χαίρεται γιατί διαπιστώνει ότι απέναντί τους υπάρχει ένα είδος σεβασμού –δεν είναι και λίγο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ κοντά σε αυτό που πάντοτε ο κόσμος πίστευε: η ταινία δεν χλευάζει, δεν ειρωνεύεται, δεν προσβάλλει. Απλώς περιγράφει την κόμικ διάσταση του έπους: η ιστορία είναι κάτι άλλο. Κάθε έπος, ακόμα και η Μεγάλη Εβδομάδα, έχει και μια τέτοια πλευρά: πρόπερσι ο Μελ Γκίμπσον είχε δείξει «Τα πάθη του Χριστού» με τόσο αίμα που θα το ζήλευαν κι αυτοί που σκέφτηκαν τον «Σχιζοφρενή δολοφόνο»: κανείς δεν σκανδαλίστηκε.
Συζήτηση
Το αν ένα έπος μπορεί να γίνει κόμικ είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ομως αυτός είναι ένας προβληματισμός που δεν αγγίζει τον θεατή –ο καθένας μπορεί να τραβάει το ζόρι του λέγοντας «ναι» ή «όχι», δεν μπορεί όμως με βάση τη δική του απάντηση να κρίνει μια ταινία: ευτυχώς, το όποιο καλλιτεχνικό προϊόν (ακόμα και το πλέον κακόγουστο) δεν προκύπτει κατόπιν συμφωνίας με αυτόν που θα το κρίνει! Οι κριτικοί φωνάζουν «μη δείτε τους "300"», υπονοώντας ότι είναι μια ταινία που θίγει την πραγματική ιστορία του Λεωνίδα, διότι τον εμφανίζει να λέει το «μολών λαβέ» στα αμερικανικά –συγγνώμη, αλλά έχουμε δει χειρότερα.
Προπαγάνδα
Προτιμώ τους «300» από αυτούς που τους έθαψαν, μολονότι δεν βρήκα στην ταινία καμία απολύτως καλλιτεχνική διάσταση. Βρίσκω ότι στα λόγια των περισσοτέρων που δηλώνουν ενθουσιασμένοι από το φιλμ δεν υπάρχει καμία κρυπτοφασιστική προσέγγιση: ο κόσμος απλώς κολακεύεται από το γεγονός ότι ένας Αμερικανός αρτίστας των κόμικς καταπιάστηκε με μια ελληνική ιστορία, δείχνοντας κάποιον ιδιότυπο σεβασμό στο έπος. Ο κόσμος ξέρει ότι οι Αμερικανοί μας έχουν κάνει να δακρύσουμε με τους βετεράνους του Βιετνάμ –σιγά μην έχουν πρόβλημα να γυρίσουν ταινίες προπαγάνδας με δικούς τους ήρωες.
Ιστορία
Είμαστε ένας λαός που του αρέσει να του κουνάνε ιστορικά μπιχλιμπίδια; Είμαστε. Εχουν οι σημερινοί Νεοέλληνες καμιά σχέση με τον Λεωνίδα; Δεν έχουν. Ομως από τη στιγμή που μας φτάνουν ελάχιστα πράγματα για να καμαρώσουμε για την ελληνικότητά μας και οι «300» με τη μανιχαϊστική αφέλειά τους μας το επιτρέπουν, δεν βρίσκω τίποτα κακό: προτιμώ τους «300» από τις χλαμύδες της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Αν, μάλιστα, τα παιδιά που θα δουν το εργάκι διαβάσουν και λίγο Ηρόδοτο, στον Φρανκ Μίλερ θα πρέπει να νιώθουμε υπόχρεοι…
Χωρίς «Αναστό»
Xωρίς τον Νίκο Αναστόπουλο η πορεία του ΠΑΣ προς τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας μοιάζει να σταματάει κάπου εδώ: το 0-2 της Λάρισας δύσκολα θα ανατραπεί στα Γιάννενα, μολονότι ο Σαϊτιώτης και η παρέα του θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά. Στον χθεσινό ημιτελικό του Κυπέλλου, αν κάτι έλειψε ήταν ο ηλεκτρισμός που ο κόουτς είχε μεταδώσει στα προηγούμενα ματς με αντιπάλους ομάδες Α' Εθνικής, όπως ο Ηρακλής και το Αιγάλεω: δεν είναι θέμα οργάνωσης ή στρατηγικής της ενδεκάδας, αλλά θέμα χαρακτήρα. Και με τον Αναστόπουλο ο ΠΑΣ θα μπορούσε να χάσει από τη Λάρισα, όχι όμως έτσι. Η άμυνα του ΠΑΣ δεν θα έμοιαζε τόσο απροστάτευτη, οι πλάγιες γραμμές θα είχαν πιο πολύ κόσμο, το τρικ του Δώνη με τις συγκλίσεις του Αντσουέ και του Κόζλεϊ θα ήταν προβλεπόμενο. Ο ΠΑΣ θα μπορούσε να χάσει και 3-0 και 4-0 με τον Αναστόπουλο στον πάγκο, ποτέ όμως ένα ματς στο οποίο ο αντίπαλος επιθετικός θα βρισκόταν δύο φορές αφρούρητος μπροστά στον τερματοφύλακα. Η ήττα του ΠΑΣ δεν είναι ένα ασυγχώρητο αποτέλεσμα –είναι μάλλον λογικό. Ομως με τον Αναστόπουλο θα γινόταν ένα άλλο ματς: αυτό είναι βέβαιο.
Οπως βέβαιο είναι ότι ο Αναστόπουλος δεν θα δεχόταν να κάτσει στον πάγκο ο Αλέξης Κούγιας. Που μπορεί να μην έκανε κανένα κακό με την παρουσία του, πλην όμως δεν έχει καμιά δουλειά εκεί: έπρεπε να είναι στην εξέδρα. Γιατί βρισκόταν εκεί ο πρόεδρος, δεν το καταλαβαίνω: πιθανότατα δεν ένιωθε άνετα στην εξέδρα των επισήμων, πιθανότατα ήθελε να δείξει ότι αυτή η ομάδα είναι κυρίως δική του. Οπως και να έχει το πράγμα, η παρουσία του υπήρξε παράταιρη –ο Αναστόπουλος δύσκολα θα την επέτρεπε.
Η Λάρισα ατενίζει τον τέταρτο τελικό Κυπέλλου της ιστορίας της. Ο ΠΑΣ έχει μία ακόμα ιστορική αποστολή: να παλέψει στη ρεβάνς για να γυρίσει το ματς. Αν κρίνω από τη χθεσινή εικόνα των δύο ομάδων, αυτό δεν το βρίσκω και τόσο εύκολο, όμως τίποτα μέχρι τώρα δεν ήταν εύκολο για τα Γιάννενα. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ελπίζω στα Γιάννενα η ελπίδα αυτή να μην πέθανε, γιατί και στη ρεβάνς θα λείψει ο «Αναστό»…