Ο Φρανκ Μίλερ, που σχεδίασε τους «300», έκανε όνομα σχεδιάζοντας τον Μπάτμαν στις αρχές της δεκαετίας του '90. Το «Arkham Asylum» του Μίλερ παρουσίασε τον Μπάτμαν σαν μια βαθιά ψυχολογικά άρρωστη προσωπικότητα, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο «Σκοτεινός ιππότης», που μέχρι τότε αναφερόταν στη στολή του. Το opus dei, όμως, του Μίλερ παραμένει το «Sin City». Αποτελείται από διαφορετικούς κύκλους κόμικ, που αυτός που έχει δεύτερο ρόλο στον ένα εμφανίζεται ως πρωταγωνιστής στον άλλον.
Οι ιστορίες τους δημιουργούν μια σκοτεινή πόλη, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το Μπουένος Αϊρες των Sampayo & Munoz. Αν υπάρχει μια αντίρρηση στο κόμικ και την ταινία του Φρανκ Μίλερ, είναι ότι του ιδίου μπορεί να του άρεσε το θέμα, η προσέγγιση στις Θερμοπύλες μπορεί να κολακεύει τον γκαγκάν ηρωικό χαρακτήρα του Ελληνα «ελάτε, ρε καριόληδες, όλοι σας να σας πηδήξω», αλλά δεν ήταν ο καταλληλότερος για να αναπαραστήσει τον χαρακτήρα της Αρχαίας Σπάρτης. Το να βάλεις τον Μίλερ, έναν κλασικό σχεδιαστή noir, να σχεδιάσει τη Σπάρτη, είναι σαν να πάρεις τον Ντάσιελ Χάμετ να γράψει για την καθημερινή ζωή της Σκιάθου των αρχών του 19ου αιώνα ή τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να περιγράψει τη Νέα Υόρκη. Εχει την πλάκα του, αλλά ο μόνος τρόπος που μπορεί να προσεγγιστεί είναι σαν novelty, όπως το ανδρικό μπαλέτο που χόρευε τη «Λίμνη των Κύκνων».
Πριν από τέσσερα χρόνια, Χριστούγεννα στη Ρώμη, περιμένοντας να μάθω αν ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος πάσχει από καρκίνο, διάβαζα το «Spartans» του Paul Cartledge. Λόγω της έντασης μου εντυπώθηκε στο μυαλό. Οπως και το γεγονός ότι, παρ' όλο που ο Catledge θεωρείται ειδικός στην Αρχαία Σπάρτη, το βιβλίο έμοιαζε να γράφτηκε στην τούρλα των πωλήσεων, ώστε να εκμεταλλευθεί την επιτυχία του «Gates of Fire» του Pressfield, που εκείνη την εποχή ήταν στη μόδα. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη, ενώ από τις Εκδόσεις Ενάλιος κυκλοφορεί το «Το μεγαλείο της Σπάρτης», του ίδιου συγγραφέα, το οποίο δεν έχω διαβάσει, αλλά, όπως με πληροφορεί ο αναγνώστης Γ.Τ., είναι περισσότερο ακαδημαϊκό.
Αυτό που θεωρούμε σήμερα Αρχαία Σπάρτη είναι ιστορία λιγότερο από 200 χρόνων. Ενα σύστημα που βασίστηκε στην Αγωγή, έναν τρόπο διαπαιδαγώγησης πολεμιστών, που όσο όμως μεγάλωνε η σπαρτιάτικη αυτοκρατορία ήταν αδύνατον να επαρκέσουν και, κυρίως, να αντικαθίστανται μετά τις απώλειες των μαχών. Για παράδειγμα, ο ασήμαντος αριθμός 300, που ήταν οι απώλειες των Θερμοπυλών, μπορεί να αντιπροσώπευε το 8%-10% των ενεργών οπλιτών. Η Σπάρτη σύντομα παρήκμασε, αλλά έγινε μυθική πόλη-κράτος για τους επίσης πολεμοχαρείς Ρωμαίους της δημοκρατικής εποχής. Οι Ρωμαίοι οργάνωναν ταξίδια για να παρακολουθήσουν τις τελετές της Αρτέμιδος της Ορθίας, ενός ξύλινου ξοάνου που μπροστά του μαστιγώνονταν οι Σπαρτιάτες έφηβοι που είχαν παραβεί κανόνα της Αγωγής. Ο έφηβος δεν έπρεπε να μιλήσει και έχουν καταγραφεί περιπτώσεις που έφηβοι μαστιγώθηκαν μέχρι θανάτου για να ικανοποιηθούν οι Ρωμαίοι τουρίστες. Και αν ψάχνουμε για δεσμό ανάμεσα στην τότε και την τωρινή κοινωνία, μπορούμε να ξεκινήσουμε από εδώ.
«Μακάρι να δεχθούμε λιγότερα χτυπήματα κάτω από τη μέση και λιγότερα μαγειρέματα. Μετά το "διπλό" της Κέρκυρας κόντρα στον ΟΦΗ δεν μπορώ να υπολογίσω πόσοι βαθμοί χρειάζονται για να εξασφαλίσουμε την παραμονή μας στην κατηγορία». Μάκης Κατσαβάκης έφα. Σε ένα mail που πήρα ένας οπαδός της Κέρκυρας συμφωνεί με τον Κατσαβάκη, προσθέτει ότι, αντίθετα με τις υπόλοιπες ομάδες, όταν η Kέρκυρα στήνει ματς το κάνει με στυλ και, για να μη βαριέται ο κόσμος, το φέρνει στο 4-3. Συμφωνώ και προσθέτω ότι το ετήσιο Belleza Classico της Θεσσαλονίκης είναι το Απόλλων - ΠΑΟΚ. Σε όλα τα ματς το αποτέλεσμα μετριέται σε γκολ, εκτός από αυτό το «clasico» της ομορφιάς, που μετριέται σε «Ηλιάδης».
Οσοι, λοιπόν, προσπαθούν να καταλάβουν τις ομορφιές του ποδοσφαίρου που γίνονται στα τέλη της κάθε σεζόν ας πληροφορηθούν ότι το ματς του Αιγάλεω με τον ΟΦΗ, σύμφωνα τουλάχιστον με τη William Hill, πάει για να παιχτεί straight. Χθες το απόγευμα το ένα από τα δύο σοβαρότερα μπουκάδικα της Βρετανίας έδινε το ματς με 2.10 για τη νίκη του ΟΦΗ, βάζοντας τη χαμηλή του απόδοση στο «Χ», που το έδινε με 2.85. Και ας προστεθεί ότι το παιχνίδι παιζόταν μονό αποδεκτό.
Στο Στοίχημα, πάντως, το θέμα δεν είναι μόνο αν υπάρχει κάποιο στοίχημα, αλλά πόσα λεφτά μπορείς να παίξεις. Οπως οι περισσότεροι που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, υποθέτω ότι έχω ακούσει σημεία και τέρατα για στημένα ματς. Οχι μόνο για το αποτέλεσμα, όχι μόνο για το ημίχρονο-τελικό, αλλά και για το ποιος θα κερδίσει το πρώτο κόρνερ, πόσες κίτρινες θα βγάλει ο διαιτητής και πόσα λεπτά καθυστέρηση θα κρατήσει στο πρώτο και το δεύτερο ημίχρονο. Μπορώ να πω ότι από τα μπουκάδικα που ξέρω δεν υπάρχει ένα που να κάνει δεκτά στοιχήματα τέτοιου τύπου στο ελληνικό πρωτάθλημα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι από φέτος έβαλαν στο κουπόνι τα τελικά αποτελέσματα της Σούπερ Λίγκας, γεγονός που μπορεί και να προσμετρηθεί στα υπέρ των διοργανωτών.
Για τις ιστορίες των τρελών κερδών από στημένα ματς ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι κυκλοφορούν είτε με την ανοχή είτε ακόμα και μονταρισμένες από τους μπουκ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαφήμιση για ένα μαγαζί που δέχεται στοιχήματα από το να κυκλοφορούν ιστορίες για το πόσα λεφτά έχασε από παίκτες. Ακόμα καλύτερα, ότι το ματς το στήσανε. Διότι τότε όλοι, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ψάχνουν το στημένο ματς που θα τους φτιάξει την τύχη. Και επειδή αυτοί που το ψάχνουν δεν είναι τίποτα επιχειρηματίες που έχουν τη δύναμη και τον χαρακτήρα να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, στον παραμικρό ψίθυρο πάνε και τα ακουμπάνε. Η μεγαλύτερη αρετή στον τζόγο είναι να αντέχεις να μην παίζεις. Μου το έλεγε παλιά ο μακαρίτης ο Παρασκευάς και πρόσθετε ότι ο ίδιος παίζει πέντε φορές σοβαρά τον χρόνο. Οτι ξεκινάει με μία συγκεκριμένη ετήσια κάβα, παίζει συχνά, αλλά φορτώνει κανονικά πέντε-έξι παιχνίδια που καταλαβαίνει ότι ο μπουκ τα εκτίμησε εντελώς λανθασμένα. Επίσης, αυτά τα παιχνίδια δεν μπορεί να είναι δεύτερη κατηγορία Σουηδίας, αλλά σε μεγάλη διοργάνωση, όπως το Τσάμπιονς Λιγκ και το Μουντιάλ, που τα λεφτά για τις ομάδες και τους παίκτες είναι τόσο πολλά που είναι αδύνατον να στηθεί το ματς. Να στηθεί ως προς το αποτέλεσμα.
Εδώ είναι, λοιπόν, το λεπτό σημείο. Ενώ είναι δύσκολο να στηθεί ένα ματς για να κάτσει μια ομάδα να χάσει, είναι πολύ εύκολο το απενοχοποιημένο στήσιμο. Το να στήσεις τον διαιτητή να μην κρατήσει καθυστέρηση στο πρώτο ημίχρονο, όχι όμως και στο δεύτερο, μια και θα καρφωθεί. Να πιάσεις έναν παίκτη για να κυνηγήσει την πρώτη κίτρινη στον αγώνα. Και, κυρίως, να πιάσεις έναν προπονητή της ομάδας-φαβορί ενός ματς μπάσκετ να βάλει τους αναπληρωματικούς αν έχει ξεφύγει στο σκορ. Είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτού του τύπου τα εξωτικά στοιχήματα κάποιοι μπουκ τα βάζουν για να γίνεται μπούγιο, αλλά έτσι και παίξεις 50 ευρώ, πάει το στοίχημα, μπλοκάρισε. Γεγονός που σε ορισμένα σάιτ δεν μπορείς να το καταλάβεις, παρά μόνο αν στοιχηματίσεις, όταν βγαίνει το μήνυμα ότι το στοίχημά σου δεν έγινε δεκτό. Και για να τελειώσω με το θέμα, μη νομίζετε ότι μπορείτε να πιάσετε τους ξένους μπουκ κορόιδα επειδή εσείς παίζετε στο ελληνικό πρωτάθλημα και έχετε την πληροφόρηση. Τις αποδόσεις δεν τις βγάζουν τίποτα Αγγλοι. Ελληνες τις βγάζουν και η πληροφόρησή τους είναι κατά κανόνα καλύτερη από τη δική σας.
Επειδή ξεκίνησα με το Αιγάλεω, να πω ότι η ομιλία που έβγαλε ο Βίκτωρας Μητρόπουλος σε σχέση με την πολιτική της ΠΑΕ απέναντι στους παίκτες δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Το θέμα δεν είναι αν η διοίκηση κράτησε παίκτες δυσαρεστώντας τους επειδή ήθελαν μεταγραφή, αλλά το πώς ένιωθαν οι παίκτες που έμειναν. Το Αιγάλεω είχε και έχει μια πολιτική μικρών και μακρόχρονων συμβολαίων με ετήσια μονομερή ανανέωση. Στο Αιγάλεω υπήρξε συμβόλαιο 1+1+1+1. Δηλαδή η διοίκηση είχε τη δυνατότητα να διώξει τον παίκτη μετά τον πρώτο χρόνο, αλλά μπορούσε να τον κρατήσει με τα ίδια λεφτά άλλα τέσσερα χρόνια, χωρίς καν να δεσμεύεται ότι θα του ανανεώσει το συμβόλαιο για μια τετραετία. Εάν κάποιος αναρωτιέται γιατί οι παίκτες υπέγραφαν τέτοια συμβόλαια, η απάντηση είναι ότι αφορούσαν παίκτες μικρής ηλικίας που ήθελαν να κάνουν όνομα. Ας πούμε, όμως, ότι το Αιγάλεω εκμεταλλευόταν νόμιμα τη φιλοδοξία τους. Συχωρεμένο.
Αυτό που δεν συγχωρείται είναι ότι ένα χρόνο πριν από τη λήξη του συμβολαίου, αν ο παίκτης ήταν καλός, έπαιρνε το μήνυμα ότι πρέπει να ανανεώσει το συμβόλαιο με κάποιο ανάλογο, διαφορετικά ο προπονητής θα σταματούσε να τον χρησιμοποιεί. Θα πει κάποιος: «Καλά, ο Θωμάς, που δεν φημίζεται για ανοιχτοχέρης, θα τον πλήρωνε ένα χρόνο για να μην κάνει τίποτα;». Ναι, διότι το συμβόλαιο ήταν μικρό. Ο παίκτης καταλάβαινε ότι αν έμενε ένα χρόνο να σκουριάζει στον πάγκο δύσκολα θα έβρισκε ομάδα και ανανέωνε με κάτι παραπάνω. Το αποτέλεσμα είναι ότι το Αιγάλεω πρέπει να είναι από τις πιο ανεπιθύμητες ομάδες στους επαγγελματίες παίκτες για να πάρουν μεταγραφή.