Στη μελέτη του, ο κ. Τζούρος σημειώνει ότι το ποδόσφαιρο τείνει να γίνει επιχείρηση και πως η απόφαση συνετέλεσε στην παγίωση αυτής της τάσης
Αρκετές φορές έχω επισημάνει, όπως και άλλοι συνάδελφοι, την απουσία επιστημονικών μελετών για το ελληνικό ποδόσφαιρο, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το άθλημα στη Ελλάδα. 'Η, για να το γράψω καλύτερα, να διαμορφώσουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για τις αδυναμίες του ελληνικού ποδοσφαίρου, εκτός από τους αεριτζήδες παράγοντες.
Ευτυχώς, όμως, και ίσως προς έκπληξη των περισσότερων, υπάρχουν πανεπιστημιακά ιδρύματα στη χώρα μας που στρέφουν την προσοχή τους στο επιχειρηματικό σκέλος του ποδοσφαίρου και παράλληλα προετοιμάζουν τους αυριανούς επαγγελματίες «παράγοντες» του χώρου. Νέους ανθρώπους με ολοκληρωμένη γνώση για το αντικείμενο, με νέες ιδέες και όρεξη για δουλειά. Το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών προσφέρει στους σπουδαστές του ειδίκευση στον αθλητικό τομέα. Από αυτό το τμήμα ξεπηδούν ενδιαφέρουσες μελέτες νέων επιστημόνων, που μπορούν να αποτελέσουν βοηθητικά εργαλεία για τη βελτίωση της ποιότητας των αθλητικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Αρκετές φορές στο παρελθόν έχω αναφερθεί σε ανάλογες μελέτες που έγιναν σε άλλες χώρες και εξέταζαν τις επιπτώσεις που είχε η απόφαση Μποσμάν στο ποδοσφαιρικό οικοδόμημα κάθε χώρας χωριστά. Στην Ελλάδα, μία παρόμοια μελέτη που θα μπορούσε να είχε γίνει τόσο από τον ΠΣΑΠ όσο και από την παλιά ΕΠΑΕ ή έστω την ΕΠΟ, δεν υπάρχει. Πιθανόν, όταν η Σούπερ Λίγκα σταθεί καλά στα πόδια της, να σκεφτεί να χρηματοδοτήσει μία ανάλογη μελέτη, που δεν θα της κοστίσει ούτε το 1/30 του ποσού που δίνει στην αγγλική PROZONE για να έχει την εκτίμησή της για τις επιδόσεις των Ελλήνων διαιτητών. Μπορεί, βέβαια, τα θεσμικά όργανα του ποδοσφαίρου να μη δείχνουν ιδιαίτερη αγάπη στις μελέτες, αλλά ανακάλυψα την πτυχιακή εργασία ενός φοιτητή του τμήματος Διοίκησης του οικονομικού πανεπιστημίου Πατρών, του κ. Υψηλάντη Τζούρου, που εξετάζει τις επιπτώσεις της απόφασης Μποσμάν στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Στη μελέτη του, ο κ. Τζούρος σημειώνει ότι το ποδόσφαιρο τείνει να γίνει επιχείρηση και πως η απόφαση Μποσμάν συνετέλεσε αποφασιστικά στην παγίωση αυτής της τάσης, καθώς επηρέασε βαθύτατα την αγορά εργασίας στον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Οπως σημειώνεται στη μελέτη, η απόφαση Μποσμάν επηρέασε ουσιαστικά τρεις παράγοντες.
1. Το σύνολο του μεταγραφικού συστήματος που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες.
2. Τη σωματειακή αμοιβή που μπορούσε να διεκδικήσει η ομάδα ενός ποδοσφαιριστή από μια άλλη ομάδα που ενδιαφερόταν να εντάξει τον παίκτη στο δυναμικό της.
3. Και το όριο των ξένων παικτών που μπορούσε να απασχολεί μια ομάδα, τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς διοργανώσεις, μια και άλλαξε ο ορισμός του ξένου ποδοσφαιριστή.
Η μελέτη του κυρίου Τζούρου, που εξετάζει την περίοδο 1994-2003, είχε δύο στόχους. Πρώτον τη διερεύνηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, σε ό,τι αφορά τα εισιτήρια και την αγωνιστική επιτυχία των ελληνικών ομάδων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και δεύτερον την εξέταση των επιδράσεων της απόφασης Μποσμάν στην ελληνική αγορά εργασίας των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά τη ζήτηση των παικτών και τη μέση ηλικία του παίκτη του πρωταθλήματος. Οσον αφορά τον πρώτο στόχο, από τα συμπεράσματα της μελέτης προκύπτει ότι τα εισιτήρια που διέθετε η μέση ομάδα του ελληνικού πρωταθλήματος δεν επηρεάστηκαν από την απόφαση Μποσμάν και κινήθηκαν γύρω στις 4.000 εισιτήρια ανά αγώνα. Η μόνη διαφοροποίηση που υπάρχει αφορά την περίοδο 2001-2002, όταν τα εισιτήρια ήταν 5.600 κατά μέσο όρο, γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στο ότι οι ομάδες του πρωταθλήματος εκείνου ήταν 14 και όχι 16 ή 18.
Ο Μποσμάν και το ελληνικό ποδόσφαιρο (Β)
Eπίσης, κατά την περίοδο που εξετάζει η μελέτη είναι εμφανής η βαθμολογική βελτίωση της χώρας σε επίπεδο συλλόγων, αφού από τη 16η θέση της περιόδου 1990-1991, κινούμενη σταθερά ανοδικά, η Ελλάδα έφτασε την 6η θέση στη βαθμολογία της UEFA την περίοδο 2001-2002 και διατηρήθηκε εκεί και την επόμενη περίοδο.
Από τα στοιχεία της μελέτης φαίνεται ότι η απόφαση Μποσμάν δεν επηρέασε την αγωνιστική επιτυχία των ομάδων μας στο πρωτάθλημα, όπως επίσης και την απόδοση της Εθνικής ομάδας, όπως αυτή προκύπτει από την πορεία της στη βαθμολογία της FIFA. Οσον αφορά τον δεύτερο στόχο της μελέτης, βρέθηκε ότι η ζήτηση για Ελληνες ποδοσφαιριστές μειώθηκε αρκετά, μια και από το 84% που ήταν την περίοδο 1994-1995 έπεσε στο 73% που ήταν το 2003. Επίσης, βρέθηκε ότι η αύξηση στο ποσοστό ξένων παικτών που απασχολούν οι ελληνικές ομάδες (και αφορούσε κοινοτικούς παίκτες) έφτασε το 13% το 2003 από το 5% που ήταν την περίοδο 1996-1997, όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η απόφαση Μποσμάν.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το ποσοστό ζήτησης για νέους παίκτες κάτω των 21 ετών παρέμεινε αμετάβλητο στο 17%. Κλείνοντας την παρουσίαση αυτής της μελέτης, θα ήθελα να επισημάνω δύο από τα συμπεράσματα του κ. Τζούρου. Το πρώτο είναι ότι οι ελληνικές ομάδες απασχολούν ολοένα και περισσότερους ξένους και δη κοινοτικούς παίκτες, οι οποίοι ηλικιακά είναι πιο έμπειροι από τους Ελληνες, γεγονός που βοηθάει τις ομάδες μας να τα πηγαίνουν καλύτερα στις διεθνείς διοργανώσεις.
Το δεύτερο συμπέρασμα και το πιο προφανές είναι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο λειτουργεί ερασιτεχνικά, τα ποδοσφαιρικά σωματεία δεν λειτουργούν σαν επιχειρήσεις (όπως θα όφειλαν) και ότι το ελληνικό πρωτάθλημα είναι υποβαθμισμένο ως προϊόν σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Επειδή η μελέτη αυτή σταματά στο 2003, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε κατά πόσο έχει αλλάξει η εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου, με δεδομένο ότι είχαμε ένα νέο αθλητικό νόμο, ένα νέο νόμο για τη βία, μεσολάβησαν η επιτυχία της Πορτογαλίας και η Ολυμπιάδα, με την κληρονομιά -και τα χρέη- που άφησε, αλλά και το σχέδιο αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ.