Αναρωτήθηκε κάποιος πώς είναι δυνατόν οι ισχυροί της Αθήνας να ενδιαφέρονται, έως και να έχουν αποκτήσει τους μισούς σχεδόν ποδοσφαιριστές των ομάδων της Θεσσαλονίκης; Ο απλός φίλαθλος αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν οι ομάδες της Θεσσαλονίκης να διαθέτουν τόσο πολλούς καλούς ποδοσφαιριστές και να μην μπορούν να στήσουν ομάδες που να διεκδικούν τίτλους;
Αν δεχθούμε ότι πραγματικά υπάρχουν παικταράδες που μπορούν να σταθούν σε επίπεδο πρωταθλητισμού, τότε κάτι δεν πάει καλά στη Θεσσαλονίκη και σίγουρα δεν είναι η διαιτησία, δεν είναι το παρασκήνιο που φρενάρει οποιαδήποτε πορεία ανόδου. Ισως είναι ότι ποτέ ή σχεδόν ποτέ, όλοι αυτοί οι παικταράδες δεν έμειναν στις ομάδες τους, αλλά παραχωρήθηκαν όταν βρέθηκαν στο φόρτε τους. Πολλά και ιστορικά τα παραδείγματα.
Οι ομάδες που εξαργυρώνουν την ποδοσφαιρική αξία παικτών, προκειμένου να καλύψουν χρέη και άλλες άμεσες υποχρεώσεις τους, είναι μια παράδοση για τη Θεσσαλονίκη που αδυνατεί να «συγκρατήσει» τους καλύτερους. Δεν μπορούν να τους πληρώσουν, δεν μπορούν να τους συντηρήσουν, δεν μπορούν καν να τους δελεάσουν και τότε οι ισχυροί σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία των διοικήσεων για να συλλέξουν ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στην αγορά. Τελικά η Θεσσαλονίκη παραμένει ένα τουλάχιστον βήμα πιο πίσω και το μόνο που έχει να επιδείξει είναι ελάχιστες ευχάριστες στιγμές, όταν δεν πουλήθηκαν οι καλύτεροι και συγκυριακά έφτασε σε έναν τίτλο. Μεμονωμένα και μόνο, υπό αυτή την έννοια, προέκυψαν πρωταθλήματα ή κύπελλα.
Καμία διάρκεια, καμία σταθερή πορεία, αντίθετα μόνιμες οι μεταπτώσεις με τις παραδοσιακές δυνάμεις της Θεσσαλονίκης να βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι ακόμα κι όταν κατακτήθηκαν τίτλοι οι ομάδες αντιμετώπισαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αυτό ίσχυσε και στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, στο οποίο υπήρχαν πολλές και μεγαλύτερες διακρίσεις. Μέχρι που φτάνουμε σε σημείο, ένας πρωταθλητής, ένας κυπελλούχος ή μια ομάδα που κατέκτησε ευρωπαϊκό τίτλο, την επόμενη περίοδο να κινδυνεύει με υποβιβασμό ή ακόμα και με αφανισμό.