H αλλαγή του καθεστώτος των μεταγραφικών περιόδων στο αγγλικό πρωτάθλημα φαίνεται ότι χειροτερεύει την οικονομική κατάσταση των ομάδων που αγωνίζονται σε όλες τις κατηγορίες κάτω από την Πρέμιερσιπ. Και μιλάμε για 72 ομάδες που λογικά θα έπρεπε να αποτελούν τα φυτώρια επιλογής ποδοσφαιριστών για τις ομάδες της Πρέμιερσιπ.
Γράφω «λογικά», με τη διαφορά ότι στον κόσμο του ποδοσφαίρου η λογική συχνά είναι εξόριστη. Τα τελευταία 6 χρόνια τουλάχιστον, το 60% των χρημάτων που ξόδεψαν οι αγγλικές ομάδες όλων των κατηγοριών για μεταγγραφές κατευθύνθηκε στο εξωτερικό, αφού οι ομάδες προτιμούσαν να αγοράζουν ξένους παίκτες, με αποτέλεσμα οι ποδοσφαιριστές που προέρχονταν από την αγγλική αγορά να έχουν έναν περιθωριακό ρόλο, λιγότερες ευκαιρίες και να συμπληρώνουν απλώς τα ρόστερ πολλών ομάδων.
Η αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία που -κάπως αργά- διαπίστωσε αυτή την τάση άρχισε να ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη του σχολικού αθλητισμού και των φυτωρίων, έτσι ώστε να υπάρξει παραγωγή ταλέντων. Ηδη οι Αγγλοι θεωρούν ότι έχουν προβλήματα όσον αφορά τη στελέχωση των εθνικών τους ομάδων με ποιοτικούς ποδοσφαιριστές, αν και πιστεύουν ότι το πρόγραμμα ανάπτυξης ταλέντων θα αποδώσει καρπούς. Η αισιοδοξία των υπευθύνων της ομοσπονδίας βασίζεται -όσο και αν φαίνεται παράξενο- και στην παρούσα οικονομική κρίση, η οποία αναγκάζει τις ομάδες να στραφούν στην ανάπτυξη των δικών τους τμημάτων υποδομών.
Ας επιστρέψω όμως στο θέμα της αλλαγής των μεταγραφικών περιόδων που ανακινήθηκε, εφόσον πριν από λίγο καιρό δημοσιοποιήθηκε μία μελέτη της ένωσης των επαγγελματικών συλλόγων, που εξετάζει τον οικονομικό αντίκτυπο που έχει η αλλαγή του καθεστώτος μεταγραφικών περιόδων.
Στη μελέτη αναφέρεται ότι η εισαγωγή των δύο μεταγραφικών περιόδων κατ’ εντολή της ΦΙΦΑ, που οδήγησε στην εξομοίωση της κατάστασης στην Αγγλία με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ένα είδος «άδικης τιμωρίας» που επιβλήθηκε στις ομάδες οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα να πωλούν -κυρίως- ή να αγοράζουν ποδοσφαιριστές όποτε έχουν ανάγκη. Φαίνεται, μάλιστα, ότι αυτό το καθεστώς επιτρέπει στις ομάδες της Πρέμιερσιπ να αγοράζουν φθηνότερα από ό,τι στο παρελθόν ποδοσφαιριστές που προέρχονται από τις μικρότερες κατηγορίες.
Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης, τα έσοδα των ομάδων των μικρότερων κατηγοριών από την πώληση ποδοσφαιριστών τους σε ομάδες της Πρέμιερσιπ έχουν μειωθεί δραματικά. Την αγωνιστική περίοδο 1999-2000 ο συνολικός τζίρος αυτής της οικονομικής συναλλαγής έφτασε τα 52,2 εκατομμύρια στερλίνες, και την περίοδο 2005-06 έπεσε στα 27,2 εκατομμύρια, μία πτώση της τάξης του 60% μέσα σε έξι χρόνια. Το ύψος του τζίρου των αγοραπωλησιών ποδοσφαιριστών ανάμεσα στις ομάδες όλων των κατηγοριών -εκτός Πρέμιερσιπ- από 25,8 εκατομμύρια στερλίνες την περίοδο 2001-02 έπεσε στα 5,3 εκατομμύρια στερλίνες την περίοδο 2005/06. Ενα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης υποστηρίζει ότι η εισαγωγή των δύο μεταγραφικών περιόδων πιέζει τις τιμές των ποδοσφαιριστών προς τα κάτω, έτσι που οι ομάδες της Πρέμιερσιπ κερδίζουν από το παζάρι, αλλά οι ομάδες των μικρότερων κατηγοριών χάνουν.
Ετσι, έχουν λιγότερα χρήματα στη διάθεσή τους για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Και η κατάσταση θα χειροτερεύει όσο οι ομάδες της Πρέμιερσιπ ξοδεύουν χρήματα για την αγορά ξένων ποδοσφαιριστών. Η εικόνα αυτή, με πολύ μικρές αποκλίσεις, παρατηρείται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την εξαίρεση της Γαλλίας, όπου το μεγαλύτερο ποσόν του μεταγραφικού τζίρου κατευθύνεται στις αγοραπωλησίες Γάλλων ποδοσφαιριστών.
Οι ομάδες των μικρότερων κατηγοριών δεν έχουν άλλη λύση από το να προσπαθούν να ανακαλύψουν ταλέντα που θα πουλήσουν στους οικονομικά ισχυρούς. Μάλιστα, στο μέλλον τα πράγματα προβλέπεται να χειροτερέψουν ακόμη περισσότερο για τους μικρούς, αφού οι μεγάλοι σύλλογοι κινητοποιώντας το δυναμικό τους έχουν επεκταθεί τόσο πολύ που καταφέρνουν να εντοπίζουν ταλαντούχους νεαρούς και να τους «αρπάζουν» πριν ακόμη οι μικρές ομάδες καταλάβουν ότι το ταλέντο ήταν μέσα στα πόδια τους.
Περί εθνικής υπερηφάνειας
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία απάντηση στο μήνυμα που μου έστειλε ένας φίλος αναγνώστης, ο Σ.Π., με αφορμή την ταινία «300», την εθνική υπερηφάνεια και το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Είναι η ομιλία που έκανε τον Οκτώβριο του 1959 στη Ν. Υόρκη ο Ξενοφών Ζολώτας με την ευκαιρία της ίδρυσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Είναι ένα κείμενο που δεν νομίζω ότι χρειάζεται μετάφραση και που σε αυτούς που θέλουν να καταλάβουν λέει πολλά για τη δύναμη της ελληνικής γλώσσας. «Kyrie, It is Zeus' anathema on our epoch and the heresy of our economic method and policies that we should aagonize the Skylla of nomismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia. It is not my idiosyncracy to be ironic or sarcastic but my diagnosis would be that politicians are rather cryptoplethorists. Although they emphatically stigmatize nomismatic plethora, they energize it through their tactics and practices. Our policies should be based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a metron between economic strategic and philanthropic scopes. In an epoch characterized by monopolies, oligopolies, monopolistic antagonism and polymorphous inelasticities, our policies have to be more orthological, but this should not be metamorphosed into plethorophobia, which is endemic among academic economists. Nomismatic symmetry should not antagonize economic acme. A greater harmonization between the practices of the economic and nomismatic archons is basic. Parallel to this we have to synchronize and harmonize more and more our economic and nomismatic policies panethnically. These scopes are more practicable now, when the prognostics of the political end economic barometer are halcyonic. The history of our didimus organization on this sphere has been didactic and their gnostic practices will always be a tonic to the polyonymous and idiomorphous ethnical economies. The genesis of the programmed organization will dynamize these policies. Therefore, I sympathize, although not without criticism one or two themes with the apostles and the hierarchy of our organs in their zeal to program orthodox economic and nomismatic policies. I apologize for having tyranized you with my Hellenic phraseology. In my epilogue I emphasize my eulogy to the philoxenous aytochtons of this cosmopolitan metropolis and my encomium to you Kyrie, the stenographers».