Ο Φατίχ Τερίμ είναι περίεργη περίπτωση προπονητή. Στην Ευρώπη τον μάθαμε το 2000, όταν η δική του Γαλατασαράι κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦA νικώντας στον τελικό την Αρσεναλ. Στην Τουρκία ήταν ήδη φίρμα χρόνια πριν. Απλά η Ευρώπη άργησε λίγο να τον μάθει.
H διαδρομή του Τερίμ είναι ενδιαφέρουσα. Ξεκίνησε σαν «μάγος» που μεταμορφώνει μικρές ομάδες κι έκανε αξιοσημείωτα πράγματα με την Ανκαραγκιούτσου το 1988 και τη νεοφώτιστη Γκιόζτεπε ένα χρόνο αργότερα. Ενώ στην Τουρκία είχαν ήδη αρχίσει να μιλάνε για τις ικανότητές, του αντί να δεχτεί τις προτάσεις κάποιων σημαντικών ομάδων που είχαν αρχίσει να τον φλερτάρουν, προτίμησε να αναλάβει την εθνική Ελπίδων για τρία χρόνια, πριν πάρει προαγωγή στην εθνική Ανδρών το 1993. Παρ' ότι αρκετά φρέσκος στον χώρο, τότε ο Τερίμ οργάνωσε τις εθνικές ομάδες, πετυχαίνοντας κάτι σπουδαίο: είναι πιθανότατα ο πρώτος προπονητής που απέκτησε άμεση γνώση για το σύνολο των νεαρών Τούρκων ποδοσφαιριστών, ταξιδεύοντας σε επαρχίες και χωριά κι εποπτεύοντας προσωπικά τις υποδομές. Η Τουρκία είναι μια τεράστια ανοργάνωτη χώρα: το να μπει τάξη στο σύστημα παραγωγής των ποδοσφαιριστών έμοιαζε αδύνατο - ο Τερίμ το πέτυχε στο μέτρο του δυνατού. Η ομάδα της Τουρκίας που έφτασε στα τελικά του Πανευρωπαϊκού το 2000 ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα του δικού του «εθνικού» προγραμματισμού. Μόνο που στα γήπεδα του Βελγίου και της Ολλανδίας οι παίκτες αυτοί πήγαν χωρίς αυτόν. Την εθνική την εγκατέλειψε το 1996, όταν τα πιτσιρίκια του είχαν γίνει άνδρες.
Πρόσληψη
Οταν το 1996 ανέλαβε τη Γαλατά η πρόσληψή του προκάλεσε έκπληξη. Η τουρκική ομάδα σχεδίαζε την είσοδό της στο χρηματιστήριο, οι οπαδοί ονειρεύονταν ένα μεγάλο ξένο τεχνικό, ο Τερίμ ήταν ένας συμπαθής ομοσπονδιακός χωρίς επιτυχίες. Συγχρόνως δεν έκρυβε ότι ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος, ένας προπονητής που, μολονότι δεν είχε κάνει ποτέ του πρωταθλητισμό και δεν είχε ποτέ του περάσει από μεγάλο σύλλογο, απαιτούσε να έχει για όλα τον τελευταίο λόγο. Τέσσερα χρόνια αργότερα με τέσσερα κερδισμένα πρωταθλήματα στην τσέπη κι ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ o Τερίμ δικαιολογούσε τον τίτλο του «Αυτοκράτορα» που οι τουρκικές εφημερίδες του είχαν δώσει, τονίζοντας την έπαρσή του.
Ιταλία
Το 2000 δοκίμασε την τύχη του στην Ιταλία, όπου παρουσιάστηκε ως προφήτης ενός επιθετικού ποδοσφαίρου γεμάτο από μυστικά. Ο Τερίμ προσπάθησε να επιβεβαιώσει τον τίτλο, παρουσιάζοντας επιθετικές εκδοχές τόσο της Φιορεντίνα όσο και της Μίλαν. Οι ιδέες του ενθουσίασαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Ο Τερίμ προσπαθούσε να φτιάξει ομάδες που να αγωνίζονται με τρεις καθαρούς επιθετικούς κι ένα «δεκάρι» σε ελεύθερο ρόλο και ζητούσε κατοχή μπάλας και πολλή συμμετοχή στην ανάπτυξη: τα ρίσκα του στο Καμπιονάτο πληρώθηκαν ακριβά. Το πιο μεγάλο πρόβλημα όμως το αντιμετώπισε ο ίδιος: η επαφή του με τις ιταλικές ιδέες θόλωσε λίγο τα «πιστεύω» του. Η επιστροφή του στη Γαλατά αποδείχτηκε φιάσκο: ο Τερίμ δεν κατάφερε να φτιάξει μια επιθετική ομάδα όμοια με αυτή που κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ όχι επειδή του έλειπαν τα μέσα, αλλά διότι ανακάλυψε την αξία της άμυνας, το ποδόσφαιρο των αντεπιθέσεων, τη σκοπιμότητα -αξίες που έμαθε να σέβεται χωρίς απαραίτητα να μπορεί να διδάξει.
Επιστροφή
Η δεύτερη πρόσληψή του στην εθνική Τουρκίας ήταν για τον ίδιο μια επιστροφή στο παρελθόν. Η προσπάθειά του να παρουσιάσει την επιθετικότερη τουρκική ομάδα όλων των εποχών (μια ομάδα στην οποία συνυπήρχαν ο Μπαστούρκ, ο Νιχάτ, ο Αλντιντόπ, ο Ουμίτ Νταβαλά, ο Σουκούρ, ο Τεκέ) δεν απέδωσε: οι Ελβετοί με το οργανωμένο τους κατενάτσιο του έκοψαν τον δρόμο για τη Γερμανία. Ο ίδιος παραιτήθηκε, αλλά πείστηκε να αλλάξει γνώμη: οι Τούρκοι τού εξήγησαν ότι είχαν ανάγκη όχι τον «Αυτοκράτορα» της Γαλατά και της Μίλαν, αλλά τον άνθρωπο που από το 1990 έως το 1993 «χαρτογράφησε» το εθνικό τους ποδόσφαιρο. Τον κράτησαν για να χτίσει από την αρχή μια εθνική ομάδα που είχε σπουδαίο (πρόσφατο) παρελθόν (μια τρίτη θέση στο Μουντιάλ του 2002), αλλά σχεδόν ανύπαρκτο μέλλον.
Διάθεση
Με λιγότερη έπαρση και πιο πολλή οργανωτική διάθεση, ο «Αυτοκράτορας» προσπαθεί να χτίσει μια νέα ομάδα, κοιτάζοντας όχι μόνο τις φίρμες που παίζουν στις συνηθισμένες πρωταγωνίστριες του πρωταθλήματος (Γαλατά, Φενέρ, Μπεσίκτας) ή τους καλούς Τούρκους παίκτες που υπάρχουν στο εξωτερικό, αλλά και τους μικρούς των μεγάλων και τους καλούς των άλλων ομάδων. Εως τα προκριματικά του Μουντιάλ 2006 έπαιζαν στην ενδεκάδα ακόμα οι ήρωες του Μουντιάλ του 2002, παίκτες όπως ο Κορκμάζ, ο Ακιέλ, ο Αλπάι, ο Χασάν Σας και ο Νταβαλά. Με αυτούς έπαιξαν εναντίον μας πρόπερσι: τώρα όλοι λείπουν!
Ευκαιρίες
Στα τρία πρώτα ματς των φετινών προκριματικών ο Τερίμ έδωσε ευκαιρίες σε νέα παιδιά. Αγωνίστηκε βασικός ο παντελώς άγνωστος αμυντικός μέσος Μεχμέτ Τοπούζ της Καϊσερίσπορ, ο νεαρός μπακ Τσαν Αράτ της Φενέρ, που δεν είναι βασικός στην ομάδα του, και δόθηκε χρόνος στους πιτσιρικάδες Νουρί Σαχίν (της Ντόρτμουντ) και Αρντά Τουράν της Γαλατά: ο Αρντά, για να καταλάβετε, είναι ο αντίστοιχος Τοροσίδης της Τουρκίας, ο Σαχίν ο αντίστοιχος Αμανατίδης, ο Τοπούζ ο αντίστοιχος Λεοντίου κ.τ.λ.
Απουσίες
Δεν κρύβω ότι, αν κάτι με ανησυχεί σήμερα, είναι ότι έχει δοθεί έμφαση στις μεγάλες απουσίες των Τούρκων. Σαφώς ο Μπαστούρκ, ο Νιχάτ, ο Αλντιντόπ, ο Τεκέ είναι καλοί παίκτες - όμως ο Τερίμ προετοιμάζει καιρό τώρα μια ομάδα που δεν θα εξαρτάται από αυτούς. Αν η Εθνική μας κατέβει στο γήπεδο με την επίγνωση ότι θα βρει απέναντί της μια ομάδα, μπορεί να κερδίσει. Αν νομίζει ότι θα βρει μια αποδεκατισμένη Τουρκία επειδή λείπουν οι φίρμες, θα μπλέξει. Φίρμα στην ομάδα αυτή είναι μόνο ο «Αυτοκράτορας».