Δεν έχω την παραμικρή αντίρρηση να σεβαστώ την άποψη κάποιου που πιστεύει πως ένα κι ένα κάνουν τέσσερα. Ο σεβασμός μου, όμως, θα εκπνεύσει εάν δω τον τύπο στο ψιλικατζίδικο αύριο το πρωί να αγοράζει δύο εφημερίδες, να δίνει δέκα ευρώ και να περιμένει οκτώ ρέστα. Εν ολίγοις, το πλεόνασμα υποκρισίας με ενοχλεί πολύ περισσότερο από το έλλειμμα ευθυκρισίας.
Είμαι διατεθειμένος να δεχθώ ότι οι αποδοκιμασίες την ώρα της ανάκρουσης του ύμνου μιας χώρας δεν συνιστούν -οπωσδήποτε- πράξη εθνικού ή φυλετικού μίσους. Ότι ενίοτε πηγάζουν απλώς από τους -φύσει άκομψους- κώδικες του γηπέδου. Είμαι πρόθυμος ακούσω το γνωστό «πολλοί το κάνουν». Να θυμηθώ ότι το σφύριγμα «πήγε σύννεφο» πριν αρχίσει ο τελικός του 1988, όταν ακουγόταν ο σοβιετικός ύμνος: οι «δράστες», χιλιάδες Ολλανδοί, μάλλον δεν ένιωθαν καμία προαιώνια έχθρα προς τους αντιπάλους τους. Είμαι έτοιμος να ακούσω πως, αφ' ης στιγμής εδώ, στην Ελλάδα, έχουν γιουχαϊστεί οι ύμνοι της Ρωσίας, της Πολωνίας και της Σκωτίας, δηλαδή κρατών ουδόλως «μισητών», το φαινόμενο γράφει στην ούγια «ποδοσφαιρική παθογένεια» κι όχι «σοβινιστική μισαλλοδοξία». Όμως...
Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν θα ακούσω εάν εκπορεύεται από τα χείλη ανθρώπων οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι μαζικοί ξυλοδαρμοί Αλβανών μεταναστών ήταν η ενδεδειγμένη εκδίκηση για τα σφυρίγματα που συνόδευσαν τον ημέτερο ύμνο στα Τίρανα. Ανθρώπων που συμφωνούσαν -και επαύξαναν- με τη «γνωμάτευση» του Γ. Δώνη μετά τον αγώνα εκείνον: «Είναι απολίτιστοι». Στο Καραϊσκάκη, όλοι αυτοί γιούχαραν πολιτισμένα...
Είμαι πρόθυμος να συζητήσω κατά πόσο το σύνθημα «πετάξτε τις φανέλες και φύγετε από εδώ» ήταν ο αναπόφευκτος σπαραγμός ενός λαού «προδομένου». Ενός λαού «εθνικώς ταπεινωμένου», που από τη νύχτα του Σαββάτου φαντάζεται μεσίστιες τις ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια και οραματίζεται τον Κολοκοτρώνη, βλοσυρό, να απευθύνεται στον Νικοπολίδη: «Πιάσε ή απόκρουσε, ορέ Αντώνη, κι άλλο φάγαμε και μας πληγώνει». Στον ρυθμό του «τ' άλογο, τ' άλογο, Ομέρ Βρυώνη»...
Αντε, να συζητήσω αν είναι «άπατρις» ή απλώς «αφιλότιμος» ο σκουριασμένος Φύσσας, οι υπόλοιποι παλιοί της ομάδας, όπως επίσης και ο Τοροσίδης, που -λόγω Ρεχάγκελ- βρέθηκε στη μοναδική θέση στην οποία αδυνατεί να αγωνιστεί! Ομως, συμπαθάτε με, δεν θα ανεχθώ τέτοιον ισχυρισμό από όσους μέχρι χθες θεωρούσαν έγκλημα καθοσιώσεως οποιαδήποτε δημοσιογραφική κριτική -π.χ. περίπτωση κλήσης Καψή. «Μην πιάνετε, ρε, στο στόμα σας τον Οτο και την ομάδα». Το βράδυ του Σαββάτου το δικό τους στοματάκι «ξερνούσε»!